Από τις υψηλότερες τιμές χονδρικής ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και στην Ευρώπη παρουσίασε η Ελλάδα στη διετία 2021-2022, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ. Ο διεθνής οργανισμός αποδίδει την εξέλιξη αυτή στην υψηλή συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, στο έλλειμμα ανταγωνισμού στη χονδρεμπορική αλλά και στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και στην υστέρηση των ΑΠΕ σε σχέση με άλλες χώρες.
Αυτά όμως δεν είναι τα πιο ανησυχητικά συμπεράσματα της έκθεσης του ΟΟΣΑ, αφού είναι λιγότερο ή περισσότερο γνωστά. Στον χάρτη τιμών των χονδρεμπορικών αγορών της Ευρώπης, η Ελλάδα βρίσκεται καθημερινά σχεδόν στις πρώτες θέσεις, με την υψηλότερη μάλιστα τις περισσότερες φορές τιμή. Για παράδειγμα, σήμερα η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρώπη με τιμή χονδρεμπορικής πάνω από 200 ευρώ/μεγαβατώρα και συγκεκριμένα στα 214,02 ευρώ/μεγαβατώρα, με τις αμέσως ακριβότερες αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στα 186 ευρώ και τις αγορές της Γερμανίας και της Γαλλίας στα 70,74 και 81,17 ευρώ/μεγαβατώρα, αντίστοιχα.
Ορυκτά καύσιμα
Τα πλέον ανησυχητικά συμπεράσματα της έκθεσης του ΟΟΣΑ συνδέονται με το κόστος της ενεργειακής μετάβασης της χώρας μας. Ακριβώς επειδή η ενεργειακή αγορά της χώρας παρουσιάζει υψηλό βαθμό εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, η Ελλάδα διαθέτει μια οικονομία υψηλής έντασης εκπομπών θερμοκηπίου και άρα θα χρειαστούν σημαντικές επενδύσεις για την ενεργειακή της μετάβαση. Μια επιτυχημένη μετάβαση προς τις ΑΠΕ θα ρίξει εντέλει τις τιμές, αλλά με «σκαμπανεβάσματα» στο ενδιάμεσο. «Αν και οι νέες ΑΠΕ είναι ολοένα και πιο ανταγωνιστικές προς τα ορυκτά καύσιμα, το συστημικό τους κόστος αυξάνεται λόγω, π.χ., της διείσδυσης των μπαταριών», σημειώνει στην έκθεσή του ο ΟΟΣΑ. Επισημαίνει επίσης την κρισιμότητα των μονάδων φυσικού αερίου για την εξισορρόπηση των ΑΠΕ και εκτιμά ότι στους μελλοντικούς μηχανισμούς ισχύος (σ.σ. επιδοτήσεις) δεν πρέπει να υπάρχουν περιοριστικοί όροι, όπως ελάχιστες τιμές.
Γιατί η Ελλάδα έχει από τις υψη-λότερες τιμές χονδρικής ρεύματος ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ και στην Ευρώπη.
Στοχευμένες επιδοτήσεις
Για να επιτευχθούν οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα πρέπει να επιταχύνει τις επενδύσεις στις ΑΠΕ κατά τέσσερις φορές σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία, επενδύοντας και σε δίκτυα των οποίων το κόστος πιθανότατα θα μετακυλιστεί στους καταναλωτές. Παράλληλα, θα πρέπει να εναρμονίσει τις τιμές των εκπομπών CO2 με τη μέση ευρωπαϊκή τιμή των 120 ευρώ ο τόνος. Η εναρμόνιση αυτή θα μπορούσε να μειώσει τις εκπομπές CO2 κατά 16%, σύμφωνα με τα σενάρια του ΟΟΣΑ, και να αυξήσει τα μηνιαία έξοδα των νοικοκυριών κατά 68 ευρώ κατά μέσον όρο, επιβαρύνοντας δυσανάλογα τα φτωχά νοικοκυριά, καθώς δαπανούν μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους για την ενέργεια. Γι’ αυτό προτείνει τα έσοδα που θα εισπράξει το κράτος από την αύξηση της τιμής των CO2, τα οποία υπολογίζει σε 1,8 δισ. ευρώ, να κατευθυνθούν στοχευμένα στα ευάλωτα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, τα νοικοκυριά που έχουν εισόδημα μικρότερο από 1.100 ευρώ (το 30%) ξοδεύουν κατά μέσον όρο το 7% για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών τους. Αντίθετα, τα νοικοκυριά με εισόδημα πάνω από 3.500 ευρώ δαπανούν λιγότερο από 4%.
Ο ΟΟΣΑ προκρίνει συνολικότερα τις στοχευμένες επιδοτήσεις, επικρίνοντας το μοντέλο των οριζόντιων που εφαρμόζει η Ελλάδα ως αναποτελεσματικό τόσο ως προς τον στόχο της ενεργειακής μετάβασης, αφού δεν ενθαρρύνει την εξοικονόμηση και τη στροφή σε καθαρότερα καύσιμα, όσο και ως προς τις αντοχές των νοικοκυριών. Προτείνει αντικατάσταση των οριζόντιων επιδοτήσεων που το 2022 αντιπροσώπευαν το 5,5% του ΑΕΠ, με στοχευμένες άμεσες επιδοτήσεις εισοδήματος. Οι οριζόντιες επιδοτήσεις, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, καθιστούν φθηνότερη την ενέργεια που βασίζεται σε ορυκτά καύσιμα. Η άμεση επιδότηση του εισοδήματος φτωχών νοικοκυριών θα βοηθούσε στο να αντέξουν καλύτερα την ενεργειακή τους κατανάλωση, ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας θα διεύρυνε το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Ο ανταγωνισμός
Στη μείωση των τιμών, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα συμβάλει η ενίσχυση του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά, όπου παρατηρεί ότι υπάρχει υψηλός βαθμός συγκέντρωσης και χαμηλή κινητικότητα καταναλωτών μεταξύ παρόχων, ζήτημα που συνδέει και με την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της ΡΑΕ συστήνοντας την επιλογή του επικεφαλής της από μια ανεξάρτητη επιτροπή και όχι από την κυβέρνηση. Συστήνει επίσης τη συμμετοχή της απόκρισης ζήτησης (demand response) από νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην αγορά εξισορρόπησης, εργαλείο όμως που για να εφαρμοστεί θα πρέπει να εγκατασταθούν έξυπνοι μετρητές, project που βρίσκεται ακόμη σε διαγωνιστική δια-δικασία.