Σε άλλη κατεύθυνση από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και της οικονομίας εστιάζει, ως φαίνεται, η απόφαση του υπουργείου Παιδείας σε σχέση με τις θέσεις εισακτέων στα πανεπιστήμια, τις οποίες όρισε για τις περιζήτητες σχολές. Συνολικά 5.148 θέσεις ορίστηκαν για τις φιλολογίες, τις αρχαιολογίες, τις κοινωνιολογίες, τις θεολογίες, την ίδια στιγμή που στις διάφορες σχολές με αντικείμενο την πληροφορική δίνονται 5.612 θέσεις. Ο συνολικός αριθμός των θέσεων παραμένει στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, λίγο αυξημένος λόγω των δύο νέων τμημάτων του Πανεπιστημίου Πάτρας που εισέρχονται στο φετινό μηχανογραφικό δελτίο.
Συνολικά, 68.574 είναι οι θέσεις στα πανεπιστήμια στις οποίες θα προστεθούν εκείνες των Στρατιωτικών και Αστυνομικών Σχολών και των Ακαδημιών της Πυροσβεστικής, του Εμπορικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, που ανακοινώνονται από τα αρμόδια υπουργεία που εποπτεύουν τις σχολές. Για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 ο αριθμός ήταν 68.394. Ωστόσο, να τονιστεί ότι παρότι το υπουργείο Παιδείας κάνει λόγο για «εισακτέους», πρόκειται για θέσεις καθώς λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής θα εισαχθούν λιγότεροι. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των υποψηφίων για μία θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα προσεγγίσει τις 100.000.
Εκτίμηση
Μελέτη του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πληροφορικής και Επικοινωνιών Ελλάδος (ΣΕΠΕ), η οποία δημοσιεύθηκε στην «Κ» στις 4/4/2023, δείχνει ότι η εκτίμηση για την επιπλέον ζήτηση ειδικών πληροφορικής είναι 15.000 με 16.000 ετησίως έως το 2030. Στον αντίποδα, η προσφορά είναι 8.000-8.500. Ετσι, προκύπτει ένα κενό ζήτησης – προσφοράς κατά 7.000 με 7.500. Η μελέτη έγινε από την Deloitte και επιβεβαίωσε ότι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ελληνικές εταιρείες έχουν ακάλυπτες θέσεις τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) – το 85% των εταιρειών απάντησε θετικά. Μάλιστα, για το θέμα πραγματοποιήθηκε συνάντηση εργασίας ανάμεσα σε στελέχη του ΣΕΠΕ, εκπροσώπους εταιρειών του κλάδου που εργάστηκαν στη μελέτη, πανεπιστημιακούς τμημάτων πληροφορικής και την ηγεσία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ). Ωστόσο, η ανακοίνωση του υπουργείου Παιδείας δείχνει να μη λαμβάνει υπόψη το ζήτημα. Και αυτό παρότι μεταξύ των κριτηρίων με τα οποία ορίζονται οι θέσεις ετησίως είναι «η σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας σε συνδυασμό με γεωγραφικούς, αναπτυξιακούς στόχους για τμήματα με σημαντικές δυνατότητες απορρόφησης των αποφοίτων τους». Για τα τμήματα πληροφορικής οι θέσεις που ορίστηκαν είναι συνολικά 5.612, δηλαδή στα ίδια επίπεδα με πέρυσι. Σήμερα έχουμε 37 σχολές πληροφορικής και στις κεντρικές (Αθηνών/Θεσσαλονίκης) αποφοιτούν πάνω από 200-250 το έτος. Στις περιφερειακές σχολές τα νούμερα είναι χαμηλότερα. Σημειώνεται επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση τα τμήματα πληροφορικής δεν επηρεάζονται από την ελάχιστη βάση εισαγωγής καθώς είναι περιζήτητα, και άρα οι εισακτέοι έχουν υψηλές βαθμολογίες συγκριτικά με τμήματα άλλων επιστημονικών κλάδων, που όταν ανακοινωθούν οι βάσεις εισαγωγής στα τέλη Ιουλίου θα έχουν κενές θέσεις λόγω ελάχιστης βάσης εισαγωγής.
Σήμερα υπάρχουν 37 σχολές πληροφορικής και στις κεντρικές αποφοιτούν πάνω από 200-250 το έτος, ενώ στις περιφερειακές τα νούμερα είναι χαμηλότερα.
Από την άλλη, παρατηρείται ότι ο αριθμός των θέσεων που ορίστηκαν για επιστήμες με μεγάλη ανεργία και ετεροαπασχόληση είναι στα ίδια επίπεδα με της πληροφορικής. Είναι ενδεικτικό ότι οι θέσεις για τα τμήματα Θεολογίας είναι 750, για τα Φιλολογίας 1.476, για τα Κοινωνιολογίας 1.660, για τα Πολιτικής Επιστήμης 1.093, για τα τμήματα Ιστορίας-Αρχαιολογίας 1.262, για τα τμήματα με σχετικό αντικείμενο με επαγγέλματα σχετιζόμενα με τις τέχνες, 3.313 θέσεις. Στα τμήματα αυτά λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής αναμένεται να μην καλυφθούν όλες οι θέσεις.
Συνολική στρατηγική
«Πρέπει να υπάρξει μία σοβαρή συνολική στρατηγική για το θέμα της ενίσχυσης των κλάδων πληροφορικής και νέων τεχνολογιών. Η στρατηγική θα πρέπει να συμπεριλάβει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την τριτοβάθμια και την αγορά εργασίας. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι πόροι για τις σχολές πληροφορικής και μηχανικών υπολογιστών», παρατήρησε, μιλώντας χθες στην «Κ» για το θέμα, ο κοσμήτωρ της σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ Νεκτάριος Κοζύρης. «Στα πεδία της στρατηγικής, συμπεριλαμβάνω και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση διότι οι εισακτέοι στα τμήματα πληροφορικής δεν έχουν τόσο καλές εκπαιδευτικές βάσεις με αποτέλεσμα να καθυστερούν στην αποφοίτησή τους», προσθέτει ο κ. Κοζύρης, καθώς παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση στην αποφοίτηση ακόμη και σε τομείς που έχουν μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας, όπως η πληροφορική. Η καθυστέρηση οφείλεται στις μαθησιακές ελλείψεις των φοιτητών από τη μέση εκπαίδευση, στην υπέρμετρη δυσκολία των προγραμμάτων σπουδών κάποιων Τμημάτων ΑΕΙ ή σε κάποιο άλλο λόγο συνδυαστικά. Επίσης, κάποιοι που σπουδάζουν μία επιστήμη με μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας (π.χ. πληροφορική) μπορεί παράλληλα να εργάζονται και κατά συνέπεια να καθυστερούν τη λήψη του πτυχίου.
Βέβαια, η πλευρά των πανεπιστημίων υποστηρίζει ότι δεν είναι ορθό να αυξηθεί ο αριθμός των εισακτέων στα τμήματα πληροφορικής –επικαλούνται ελλείψεις σε προσωπικό και πόρους– αντιπροτείνοντας να αξιοποιηθούν πτυχιούχοι θετικών επιστημών με μεταπτυχιακή ειδίκευση σε αντικείμενα της πληροφορικής αλλά και ενίσχυση των τομέων πληροφορικής στις δομές της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τα κριτήρια, τα περιζήτητα τμήματα και ο γρίφος των κενών
Δύο νέα τμήματα του Πανεπιστημίου Πατρών –Αειφορικής Γεωργίας στο Αγρίνιο και Γεωπονίας στο Μεσολόγγι– προστίθενται από φέτος στο μηχανογραφικό δελτίο των υποψηφίων, το οποίο πλέον θα περιλαμβάνει 465 τμήματα. Ωστόσο, παρότι τα τμήματα στο Πανεπιστήμιο Πατρών θα λειτουργήσουν για φέτος πρώτη φορά, προκύπτει ότι το υπουργείο Παιδείας συνεχίζει να αγνοεί τις προτάσεις των ιδρυμάτων για τον αριθμό των θέσεων που μπορούν να εκπαιδεύσουν.
Ετσι, σύμφωνα με την απόφαση της Συγκλήτου του ιδρύματος, το Τμήμα Αειφορικής Γεωργίας ζήτησε 80 θέσεις και το υπουργείο Παιδείας όρισε 120 θέσεις, ενώ το τμήμα Γεωπονίας ζήτησε 93 θέσεις και «έλαβε» 150 θέσεις.
Για τον ορισμό και την κατανομή του αριθμού στα επιμέρους τμήματα, το υπουργείο Παιδείας λαμβάνει υπόψη του παγίως τα εξής κριτήρια, «με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων σπουδών», όπως λέει το έγγραφο:
• Τις εισηγήσεις των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων για τον αριθμό των εισακτέων, υπό το πρίσμα και του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου των μετεγγραφών.
• Τον εξορθολογισμό του συστήματος κατανομής εισακτέων μετά την εφαρμογή της ελάχιστης βάσης εισαγωγής.
• Τη στήριξη σπουδών σε τμήματα ΑΕΙ εκεί όπου υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης, αλλά και με μέριμνα για τις ακριτικές περιοχές.
• Τη σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας σε συνδυασμό με γεωγραφικούς αναπτυξιακούς στόχους για τμήματα με σημαντικές δυνατότητες απορρόφησης των αποφοίτων τους.
Μεταξύ των περιζήτητων τμημάτων και σχολών, για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 ορίστηκαν για τη Νομική Αθηνών 400 θέσεις (η ίδια ζήτησε 380), τη Νομική ΑΠΘ 370 θέσεις (ζήτησε 225), την Ιατρική Αθηνών 165 θέσεις (είχε ζητήσει 120), την Ιατρική ΑΠΘ 155 θέσεις (ζήτησε 70), την Ιατρική Πατρών 160 θέσεις (ζήτησε 80), για το τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ 259 θέσεις (ζήτησε 170), για τα αντίστοιχα τμήματα του ΑΠΘ 197 θέσεις (ζήτησε 100) και του Παν. Πατρών 309 θέσεις (ζήτησε 120), τις Αρχιτεκτονικές του ΕΜΠ 98 θέσεις (60), του ΑΠΘ 108 θέσεις (60) και του Πατρών 111 θέσεις (60).
Σε επίπεδο ιδρυμάτων, ενδεικτικά το ΕΚΠΑ ζήτησε 4.845 θέσεις και έλαβε 6.326, το ΕΜΠ ζήτησε 780 θέσεις και έλαβε 1.176, το ΑΠΘ ζήτησε 4.187 και έλαβε 5.851, το Παν. Πατρών ζήτησε 3.233 θέσεις και έλαβε 5.385, ενώ το Παν. Πελοποννήσου ζήτησε 2.500 θέσεις και έλαβε 3.551.
Γρίφος, πάντως, και της φετινής χρονιάς είναι πόσες θέσεις θα μείνουν κενές λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Το 2021 ήταν η πρώτη χρονιά εφαρμογής της ΕΒΕ και έμειναν 17.000 θέσεις κενές. Το 2022 συνολικά οι κενές θέσεις των ΓΕΛ μειώθηκαν σε 10.839. Βέβαια, το 2022 αρκετά τμήματα είχαν μειώσει τον συντελεστή που διαμορφώνει την ελάχιστη βάση εισαγωγής, με αποτέλεσμα να μείνουν λιγότερες κενές θέσεις σε σύγκριση με το 2021.
Στρατιωτικές σχολές
Μετά το μεγάλο κύμα αλλαγών στους συντελεστές διαμόρφωσης της ΕΒΕ που υπήρξαν για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2022 σε σχέση με το 2021, για τις φετινές εξετάσεις τα ΑΕΙ προχώρησαν σε λιγότερες αλλαγές των συντελεστών τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, περίπου 1 στα δέκα τμήματα ΑΕΙ μείωσαν τον συντελεστή με στόχο να προσελκύσουν περισσότερους φοιτητές. Σε αυτή την περίπτωση εντάσσεται και η επιλογή των περιζήτητων (λόγω άμεσης επαγγελματικής αποκατάστασης που προσφέρουν) στρατιωτικών σχολών. Λόγω της καθιέρωσης της ΕΒΕ το 2021 έμειναν 103 κενές θέσεις στη Σχολή Ευελπίδων (από τις 155 που ορίσθηκαν), ενώ το 2022 το πρόβλημα «επεκτάθηκε» και στις σχολές Ναυτικών Δοκίμων και Μονίμων Υπαξιωματικών Στρατού. Στη Σχολή Ευελπίδων (ειδικότητα Οπλα) από τις 226 θέσεις που ορίσθηκαν έμειναν κενές οι 139, στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών Στρατού (ΣΜΥ) από τις 197 θέσεις έμειναν κενές οι 42, και στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων από τις 41 έμειναν κενές οι 16, δηλαδή συνολικά 197 θέσεις.
Η ΕΒΕ κάθε τμήματος ΑΕΙ διαμορφώνεται από τον μέσο όρο των επιδόσεων των υποψηφίων στο επιστημονικό πεδίο στο οποίο ανήκει το τμήμα πολλαπλασιαζόμενο από έναν συντελεστή που επιλέγει το τμήμα. Η διακύμανση του συντελεστή ορίστηκε από 0,8 έως 1,2. Αρα, εάν ο μέσος όρος των επιδόσεων των υποψηφίων ενός επιστημονικού πεδίου είναι 10, ένα τμήμα μπορεί να διαμορφώσει την ΕΒΕ του από 8 (εάν επιλέξει συντελεστή 0,8) έως 12 (αν επιλέξει 1,2).