Ο Φρανκ Κάστορφ δεν έχει κάνει ποτέ του τραγωδία. Οχι πως είναι ο μόνος λόγος που η παράστασή του στην Επίδαυρο, βασισμένη στη Μήδεια του Ευριπίδη, αναμένεται ως ένα από τα κορυφαία καλλιτεχνικά γεγονότα της χρονιάς στην Ελλάδα. Ο Κάστορφ, διευθυντής της βερολινέζικης Φολκσμπίνε από το 1992 έως το 2015, είναι από τους σημαντικούς Ευρωπαίους σκηνοθέτες. Σφράγισε από τη δεκαετία του 1990 το «γερμανικό στυλ» και υπηρετεί ένα θέατρο ρηξικέλευθο με υλικά μια έντονα εικαστική γλώσσα και μια σύγχρονη υποκριτική υψηλής θερμοκρασίας.
Στην ελληνική παράσταση του Κάστορφ, η Μήδεια ενσαρκώνεται από πέντε γυναίκες. «Το 5 δεν εξηγείται, αλλά μοιάζει η μία να μην του “φτάνει”. Βλέπει το θέμα της Μήδειας από πολλές πλευρές, για παράδειγμα της εξορίας, του έρωτα, της μητρότητας. Το μυαλό του μου θυμίζει πίνακα του Ιερώνυμου Μπος», λέει στην «Κ» η Στεφανία Γουλιώτη, μία από τις πέντε ηθοποιούς που επέλεξε ο σκηνοθέτης.
Η ακρόαση που έκανε σε Ελληνες ηθοποιούς για τους ρόλους του έργου (εκτός από τις πέντε κυρίες μετέχουν ο Αινείας Τσαμάτης, ο Νικόλας Χανακούλας και ο Νίκος Ψαρράς) ήταν περισσότερο ένας προβολέας στο πώς κινείται και μιλάει ο ηθοποιός, αλλά και στις σκέψεις του. Αλλωστε, ο Κάστορφ στις παραστάσεις του βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό και την υποκριτική ελευθερία των ηθοποιών.
«Το κριτήριο για την επιλογή των ηθοποιών από εκείνον ήταν η χημεία και η εμπιστοσύνη που νιώσαμε. Λειτουργεί τρομερά με το ένστικτο, έχει τεράστια εμπιστοσύνη στην έμπνευση της στιγμής και την αλληλεπίδραση που έχουμε οι ηθοποιοί. Αυτό είναι εντυπωσιακό, αλλά και τρομακτικό για εμάς που έχουμε μάθει να δουλεύουμε με έναν άλλον τρόπο, πιο οργανωμένο από πριν», παρατηρεί η κ. Γουλιώτη.
Βλέπει το θέμα της Μήδειας από πολλές πλευρές, για παράδειγμα της εξορίας, του έρωτα, της μητρότητας. Το μυαλό του μου θυμίζει πίνακα του Ιερώνυμου Μπος», λέει στην «Κ» η Στεφανία Γουλιώτη.
«Εχει πολύ μεγάλη σημασία γι’ αυτόν να διακρίνει πώς “ακούει” ο ηθοποιός, πώς αφουγκράζεται τον σκηνοθέτη και τους υπόλοιπους συνεργάτες. Στην ακρόαση μιλήσαμε πολύ για τη θεατρική πράξη. Του είπα πως μου αρέσει πολύ να χορεύω στη σκηνή και μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αναζητώ τον τρόπο, μια παράσταση να είναι ταυτόχρονα χορευτική και θεατρική», αναφέρει η Αγγελική Παπούλια. «Η αίσθησή μου για τη Μήδεια είναι πως βρίσκεται τελείως μόνη, ξεριζωμένη από την πατρίδα της. Είναι μια γυναίκα που βρίσκεται στο πουθενά, είναι πολύ μεγάλη η ερημιά της», τονίζει.
«Στην ακρόαση ήθελε να δει τους ανθρώπους, όχι να ερμηνεύσουμε κομμάτια του έργου. Η συζήτησή μας ήταν μεγάλος πυροβολισμός θεμάτων», παρατηρεί στην «Κ» η Σοφία Κόκκαλη, μία ακόμη εκ των πέντε. «Θυμάμαι να του διηγούμαι ότι το θέατρο για μένα είναι μια βάση πάνω στην οποία πατάω, παίρνω έμπνευση από τα κείμενα και τις συνεργασίες, τα κάνω υλικό για τη ζωή μου», προσθέτει. Ο Κάστορφ συνηθίζει να συνθέτει διαφορετικά κείμενα ανεξαρτήτως εποχής, με στόχο να αναδείξει τον στοχασμό και τη φιλοσοφική αντιπαράθεση στο υπόστρωμα της κάθε ιστορίας. Σε αυτή την παράσταση, εκτός από το κείμενο του Ευριπίδη, θα αξιοποιήσει κείμενα από το τρίπτυχο θεατρικό του Χάινερ Μίλερ «Ρημαγμένη όχθη – Υλικό Μήδειας – Τοπίο με Αργοναύτες», καθώς και άλλα κείμενα. «Από τις πρόβες έχει ήδη αρχίσει να δημιουργείται ένας κώδικας επικοινωνίας, μαθαίνουμε τι ζητάει ο Κάστορφ, πώς δουλεύει, ποια είδους εγρήγορση επιθυμεί από τον ηθοποιό», λέει η Μαρία Ναυπλιώτου, η μόνη εκ των πέντε γυναικών που έχει ερμηνεύσει κατά το παρελθόν την τραγική ηρωίδα στην παράσταση «Μήδεια. Η έξοδος» του Γιάννη Κοντραφούρη και στην «Ευριπίδεια» σε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη (2017). «Στην ακρόαση μου μίλησε, μεταξύ άλλων, για το έργο του Δάντη. Εχει πολύ χιούμορ, είναι πληθωρικός, χειμαρρώδης. Εχει έναν τρόπο να διηγείται πράγματα, τα οποία στην αρχή φαίνονται ασύνδετα, αλλά στο τέλος βρίσκουν τη σύνδεση, το κανάλι προς τη Μήδεια», τονίζει η κ. Ναυπλιώτου και προσθέτει: «Ποια είναι άραγε η Μήδεια; Είναι μια γυναίκα που την πρόδωσε ο άντρας της. Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας που όλοι γνωρίζουν. Αλλά δεν έχει αξία να μιλάμε για ρόλους. Τώρα μέσα από ποιες αναφορές θα ενσαρκωθεί έχει να κάνει με τον σκηνοθέτη, όπως και η επιλογή του να ερμηνευθεί από πέντε γυναίκες. Το όχημα είναι το κείμενο, για τον Κάστορφ είναι σημαντικό να πιστέψουμε το κείμενο».
«Αυτό που ζούμε στις λίγες πρόβες τώρα, είναι μαγικό. Ευγνωμονώ το σύμπαν που είμαι στην παράσταση, έχω την αίσθηση ότι αυτό που ζω δεν θα το ξαναζήσω. Η εμπιστοσύνη και η ελευθερία που δίνει στους ηθοποιούς είναι τεράστιο πράγμα», σημειώνει η Ευδοκία Ρουμελιώτη, η οποία θυμάται έντονα –και γελά όταν το περιγράφει– πως ο Κάστορφ στην ακρόαση τη ρώτησε ποια ήταν η… χειρότερη εμπειρία που είχε στο θέατρο (δεν θέλησε πάντως να αποκαλύψει την απάντησή της). «Είναι πολύ κινηματογραφικός. Στην ακρόαση ήθελε να δει πώς αντιδράμε, πώς κινούμαστε, πώς μιλάμε. Αυτό ήθελε να δει, την αίσθηση του ηθοποιού», τονίζει.
Το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου σύστησε τον Κάστορφ στο ελληνικό κοινό για πρώτη φορά το 2007 με το «Nord» (1960), πρώτο μέρος της γερμανικής τριλογίας του Σελίν. Επανήλθε επ’ αφορμής του μεγάλου αφιερώματος στη Φολκσμπίνε στην Πειραιώς 260 το 2017 με τον «Παίκτη», που βασίστηκε στο έργο του Ντοστογιέφσκι. Η επανάκληση του σκηνοθέτη για τη «Μήδεια» (21-22.7 στην Επίδαυρο) δίνει το διεθνές στίγμα του φετινού προγράμματος.