Κατά γενική ομολογία, η φετινή Σούπερ Λιγκ 1 είναι το καλύτερο πρωτάθλημα των τελευταίων χρόνων και όπως φαίνεται θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον για τον τελικό νικητή μέχρι και το τελευταίο λεπτό της τελευταίας αγωνιστικής των πλέι οφ.
Τέσσερις ομάδες μπήκαν στην επιπλέον διαδικασία των δέκα αγωνιστικών έχοντας ως στόχο το τρόπαιο του πρωταθλητή, ορισμένες με περισσότερες και κάποιες άλλες με λιγότερες πιθανότητες, με τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό να αυξάνουν την απόστασή τους από τον ΠΑΟΚ μετά τα αποτελέσματα της περασμένης Τετάρτης, ακόμη όμως και τώρα ουδείς μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη που θα έχει η κούρσα, καθώς απομένουν επτά ακόμη αγωνιστικές έως το φινάλε.
Κοινός παρονομαστής
Για τις τρεις από τις ομάδες που έθεσαν από την αρχή της σεζόν ως στόχο την κατάκτηση του πρωταθλήματος, τον Παναθηναϊκό, την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, όσον αφορά το πιο βασικό από τα συστατικά της πολύ καλής αγωνιστικής εικόνας που έχουν δείξει φέτος, ανεξαρτήτως αν τελικά καταφέρουν να σηκώσουν την κούπα, ενώ ο Ολυμπιακός, αποτελεί την εξαίρεση που ίσως να επιβεβαιώνει τον κανόνα που έθεσαν οι αντίπαλοί του.
Ο παρονομαστής αυτός δεν είναι άλλος από τους προπονητές τους, οι οποίοι αποτελούν τους μεγάλους πρωταγωνιστές της φετινής σεζόν για τις ομάδες τους, κλέβοντας αρκετές φορές τα φώτα της δημοσιότητας από τους παίκτες τους.
Ερώτημα χωρίς… απάντηση
Στο ποδόσφαιρο υπάρχει ένα ερώτημα που δύσκολα μπορεί να απαντηθεί αντικειμενικά: Ο καλός προπονητής είναι αυτός που κάνει τους παίκτες του να φαίνονται καλοί μέσα στο γήπεδο, ή το αντίθετο;
Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, αφού η Ιστορία έχει αποδείξει ότι ορισμένες φορές ένα σύνολο πολύ καλών παικτών δεν μπορεί να βρει τον δρόμο του χωρίς τον κατάλληλο καθοδηγητή και από την άλλη υπήρξαν στιγμές που ένας χαρισματικός τεχνικός αρκο ύσε ώστε να οδηγήσει στο φως μια ομάδα με ένα μέτριο ρόστερ και μέσα από την επιτυχία να βγάλει στην επιφάνεια και τους ποδοσφαιριστές του.
Στον Παναθηναϊκό, στην ΑΕΚ και στον ΠΑΟΚ, υπάρχουν στον πάγκο τρεις άνθρωποι, που ό,τι και να συμβεί στο φινάλε, έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται επιτυχημένοι.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, ο Ματίας Αλμέιδα και ο Ραζβάν Λουτσέσκου έχουν, ούτως ή άλλως, κριθεί θετικά σε αυτό που έχουν πράξει μέχρι τώρα. Είτε κάποιος τους συμπαθεί είτε όχι, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι και οι τρεις είναι καλοί σε αυτό που έχουν κληθεί να κάνουν, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Ενας τίτλος στο φινάλε, πρωτάθλημα ή Κύπελλο, θα είναι σαφώς η επιβράβευση μιας τεράστιας προσπάθειας – το αντίθετο σαφώς δεν θα είναι η καταστροφή τους.
Ο πιο παλιός στην «τριάδα» αυτή είναι ο Ρουμάνος τεχνικός του ΠΑΟΚ. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που βρίσκεται στον πάγκο του Δικεφάλου, καθώς επέστρεψε το καλοκαίρι του 2021. Στο πρώτο του πέρασμα (2017-19) οδήγησε την ομάδα της Θεσσαλονίκης στην κατάκτηση του νταμπλ το 2019 –με τον ΠΑΟΚ να είναι αήττητος στο πρωτάθλημα– και του Κυπέλλου το 2018.
Ο Ραζβάν Λουτσκέσκου έχει ως μέντορά του τον πατέρα του, Μιρτσέα, έναν από τους κορυφαίους Ρουμάνους προπονητές, και σίγουρα έχει κληρονομήσει πολλά στοιχεία από τη δική του παρουσία στους πάγκους.
Μπορεί να μην είναι λάτρης του θεαματικού ποδοσφαίρου, δίνοντας έμφαση στην αμυντική λειτουργία, είναι όμως ένας προπονητής που δεν διστάζει να «τσαλακωθεί» για την ομάδα και τους παίκτες του.
Δηλώσεις που προκάλεσαν
Oι δηλώσεις που κατά καιρούς κάνει για το «κατεστημένο της Αθήνας» δεν είναι τυχαίες, όπως και η συμπεριφορά του στον πάγκο στα εκτός έδρας ματς, που πολλές επιδιώκει να τραβήξει αυτός την προσοχή της αντίπαλης εξέδρας.
Στόχος του είναι πάντα να στρέφει επάνω του τα βέλη, ώστε να μένουν ανεπηρέαστοι οι παίκτες του. Δεν διστάζει να ρισκάρει και να δίνει ευκαιρίες σε νέους ποδοσφαιριστές, όπως συνέβη φέτος με τους Κωνσταντέλια και Κουλιεράκη, πολλές φορές όμως το πάθος και ο αυθορμητισμός του θολώνουν το μυαλό του κατά τη διάρκεια ενός αγώνα και τον οδηγούν σε λάθος αποφάσεις.
Ενας τίτλος θα είναι η επιβράβευση μιας τεράστιας προσπάθειας, ενώ το αντίθετο σαφώς και δεν θα δια- ταράξει τη δυναμική των τριών τεχνικών.
Φέτος πήρε μια ομάδα με σαφώς μικρότερο προϋπολογισμό από τα προηγούμενα χρόνια και, παρά το κακό ξεκίνημα και τον πρόωρο ευρωπαϊκό αποκλεισμό, κατάφερε να την κρατήσει μέσα στο «κόλπο» του πρωταθλήματος, ενώ ήδη έχει κλείσει θέση στον τελικό του Κυπέλλου, καθώς η ρεβάνς με τη Λαμία στην Τούμπα, μετά τη νίκη με 5-1 στο πρώτο ματς είναι τυπική διαδικασία.
Ο,τι και να συμβεί μέχρι το τέλος, είναι δεδομένο ότι ο Λουτσέσκου έχει ήδη τοποθετήσει στον ΠΑΟΚ τις βάσεις για την επόμενη σεζόν, στηριζόμενος μάλιστα στην ελληνική next generation, που προέρχεται από τις ακαδημίες του Δικεφάλου.
Δεύτερο χρόνο στον πάγκο του Παναθηναϊκού διανύει ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Ο Σέρβος είναι ίσως ο πιο συμπαθής προπονητής μεγάλης ομάδας, ακόμη και στις τάξεις αντίπαλων οπαδών, κάτι που έχει κερδίσει με τη συνολική συμπεριφορά του στους πάγκους, αλλά και με τις πάντα χαμηλών τόνων τοποθετήσεις του, ακόμη και σε στιγμές έντασης.
Πρώτα η άμυνα
Ο Γιοβάνοβιτς πήρε ένα σύνολο με χαμηλότερο σε σχέση με τους άλλους διεκδικητές μπάτζετ και πέρυσι το οδήγησε μέχρι την κατάκτηση του Κυπέλλου, στον πρώτο δηλαδή τίτλο για το «Tριφύλλι» μετά τη σεζόν 2013-14.
Γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα πόσο μπορεί να τεντώσει τα πόδια του κάτω από το… πάπλωμα, ποντάρει κυρίως στην αμυντική λειτουργία, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στους αριθμούς, με τον Παναθηναϊκό να έχει πετύχει τα λιγότερα γκολ από τις άλλες τρεις ομάδες (39), αλλά επίσης έχει δεχτεί και τα λιγότερα (12).
Του πιστώνεται η επιστροφή των «πρασίνων» στη διεκδίκηση του πρωταθλήματος, το γεγονός ότι η Λεωφόρος είναι γεμάτη σε κάθε ματς και το ότι η ομάδα του βγάζει χαρακτήρα όταν βρεθεί στα σχοινιά, όπως συνέβη την Τετάρτη στο «Κλεάνθης Βικελίδης».
Στα μείον του είναι ίσως το γεγονός ότι αργεί χαρακτηριστικά να πάρει αποφάσεις και μισεί το ρίσκο. Κάτι που επηρέασε την ομάδα το καλοκαίρι στα προκριματικά του Conference League απέναντι στη Σλάβια Πράγας, την οποία αντιμετώπισε με «λειψό» ρόστερ, ενώ επίσης τού καταλογίζουν ότι αργεί να παρέμβει με τις αλλαγές του στους αγώνες. Παρ’ όλα αυτά, έχει καταφέρει να διατηρήσει τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της βαθμολογίας.
Από την αρχή
Ο Ματίας Αλμέιδα είναι ο «νέος» της… παρέας αυτής. Ο Αργεντινός τεχνικός κλήθηκε το καλοκαίρι να αναλάβει τα ηνία της ΑΕΚ, η οποία είχε μείνει εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων.
Από τη μια, αυτό ισοδυναμούσε με οικονομική καταστροφή, από την άλλη όμως έδωσε την ευκαιρία στον Αλμέιδα να δημιουργήσει μια ομάδα από την αρχή με βάση τα δικά του αγωνιστικά πιστεύω.
Επέλεξε παίκτες που ταιριάζουν στο σύστημα που θέλει να παίζει και έχοντας περισσότερο χρόνο από τις άλλες ομάδες, που είχαν μπει από νωρίς στις επίσημες διοργανώσεις, έχτισε ένα σύνολο που στόχος του είναι να παίξει θεαματικό ποδόσφαιρο και πολλές φορές τα καταφέρνει.
Δύο στοιχεία χαρακτηρίζουν το παιχνίδι της ΑΕΚ: η πίεση ψηλά και η κατοχή της μπάλας. Η Ενωση, κυρίως από την ημέρα που επέστρεψε στο «σπίτι» της, θέλει να «πνίγει» τον αντίπαλό της, όποιος και να είναι αυτός, και τις περισσότερες φορές το έχει καταφέρει, κάτι που βέβαια πιστώνεται στον Αργεντινό τεχνικό.
Από την άλλη, έδειξε και ο ίδιος αλλά και η ομάδα του ότι δεν είχε εναλλακτική στο πρώτο ματς που βρέθηκε πίσω στο σκορ, αυτό με τους «ερυθρόλευκους» στην «Αγια-Σοφιά», καθώς δεν βρήκε απαντήσεις όταν ο Ολυμπιακός πήρε κεφάλι στο σκορ, με συνέπεια να γνωρίσει την ήττα.
Πάντως, ό,τι και να γίνει στο τέλος, είναι δεδομένο ότι η ΑΕΚ βρήκε έναν προπονητή που η εξέδρα λατρεύει, με αποτέλεσμα ο Μελισσανίδης να ανανεώσει πρόωρα τη συνεργασία μαζί του έως το καλοκαίρι του 2028, δίνοντάς του τα κλειδιά για την ομάδα των επόμενων χρόνων.
Κάτι φυσικά που συμβαίνει και με τους Γιοβάνοβιτς και Λουτσέσκου. Η διοικητική και οπαδική εμπιστοσύνη που απολαμβάνουν αυτοί οι τρεις προπονητές, είναι κάτι που –τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα– δεν το συναντάς συχνά…