Ο χαμένος τα debates δεν τα φοβάται, εξ ου και η εμμονή του κ. Αλέξη Τσίπρα για μια επιπλέον «τηλεοπτική μονομαχία». Θυμίζει λίγο τους χαμένους στην πόκα, που πιστεύουν ότι την επόμενη φορά θα γυρίσει ο τροχός…
Από την άλλη πλευρά, ο πρώτος στις δημοσκοπήσεις κ. Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει κανέναν λόγο να εκτεθεί σε μια επιπλέον δοκιμασία. Μάλλον δεν φοβάται την αντιπαράθεση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης· το έκανε πολλάκις στη Βουλή την προηγούμενη τετραετία και, μάλιστα, με έκδηλη χαρά. Η άρνηση στην εμμονική έκκληση του ΣΥΡΙΖΑ για το τετ α τετ τον βολεύει διττώς. Πρώτον, ελαχιστοποιεί το ρίσκο για κάποια στραβή – όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει η τετραετία όλη. Δεύτερον, αφήνει τον κ. Τσίπρα να εκτίθεται στα μάτια των δυνάμει μετεκλογικών εταίρων του. Λογικώς ο κ. Νικος Ανδρουλάκης θα σκεφθεί, «αφού δεν θέλει να μιλάμε στα debates, θα μας αφήνει να μιλάμε στο υπουργικό συμβούλιο;».
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει πρόβλημα με τις «τηλεοπτικές μονομαχίες». Κατ’ αρχάς, με έξι πολιτικούς αρχηγούς, δεν είναι μονομαχίες, αλλά πολυμαχίες. Δεύτερον: στη μεταφορά του debate από την Εσπερία παρεισέφρησε ο δαίμων της μετάφρασης και ο «διάλογος» ή η «συζήτηση» έγινε «μονομαχία». Συνεπώς, είναι λογικό να τα μπερδεύει ο κ. Τσίπρας, και λόγω της γνώσης αγγλικών, και λόγω της «πολεμικής παράδοσης» που έχει το κόμμα του.
Το τρίτο και βασικό πρόβλημα είναι ότι τα debates γίνονται για εικόνα της πολιτικής και όχι για την ουσία της. Για μία μέρα όλες οι ενημερωτικές εκπομπές γίνονται κάτι σαν το «My Style Rocks»· τι φορούσαν οι πολιτικοί και οι τηλεπαρουσιαστές, πώς κοίταξε ο ένας την άλλη, τι μπηχτές άφησαν κ.λπ. Λογικό, διότι σε δύο ώρες δεν μπορούν να αναλυθούν τα πολλά και πολύπλοκα προβλήματα του τόπου, και σε 90 δεύτερα ουδείς πολιτικός αρχηγός μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς θα κάνει με την Τουρκία, ακόμη και αν κατέχει τις «επιστολές του Ιησού» με ακριβείς οδηγίες.
Πολιτικοί κερνούν, πολιτικοί πίνουν και οι δημοσιογράφοι καλούνται ως δευτεραγωνιστές σε ένα έργο που έχουν γράψει, σκηνοθετήσει και έχουν κάνει κάστινγκ οι πρωταγωνιστές.
Υπάρχει όμως κι ένα τέταρτο ζήτημα, το οποίο ουδέποτε διανοηθήκαμε να ρωτήσουμε: σε αυτά τα debates, ποιος είναι ο προσκαλών και ποιος ο προσκεκλημένος; Το ερώτημα δεν είναι φιλολογικό, ούτε αφορά κάποια υποπαράγραφο των σπουδών επικοινωνίας. Εχει να κάνει με το ποιος ορίζει τους κανόνες του παιγνιδιού.
Μέχρι τώρα τα debates είναι κάτι σαν τον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Πολιτικοί κερνούν, πολιτικοί πίνουν και οι δημοσιογράφοι καλούνται ως δευτεραγωνιστές σε ένα έργο που έχουν γράψει, σκηνοθετήσει και έχουν κάνει κάστινγκ οι πρωταγωνιστές. Συνεδριάζει μια διακομματική επιτροπή, η οποία δέχεται τα αιτήματα και των πολιτικών αρχηγών (π.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε δύο), αλλά και των… δημοσιογράφων, όπως έγινε το 2015 όταν οι συμμετέχοντες δημοσιογράφοι ζήτησαν και το… αφεντικό αποδέχθηκε μία επιπλέον ενότητα ελεύθερων ερωτήσεων.
Κατά τα άλλα, η διακομματική αποφασίζει: πότε θα γίνουν τα debates· τα όρια χρόνου των απαντήσεων, αλλά και των ερωτήσεων· τους κύκλους «συζήτησης»· ποιοι θα προσκληθούν κ.λπ. Οι Ενώσεις Συντακτών είναι απούσες. Βρίσκονται στο κοινό που παρακολουθεί και πάλι καλά που δεν εκδίδουν κάποια ανακοίνωση λέγοντας «δεν μάθαμε τίποτε από την περίφημη τηλεμαχία…». Μήπως πρέπει, επιτέλους, να αποκτήσουν λόγο; Στο κάτω κάτω της γραφής, τα debates δεν αφορούν μόνο τους πολιτικούς που συμμετέχουν. Αφορούν και τη δημοσιογραφία.
Την περασμένη Κυριακή, ο Αλέξης Παπαχελάς έγραφε ότι εμείς οι δημοσιογράφοι έχουμε κακομάθει τους πολιτικούς, επειδή πολλοί συνάδελφοι δείχνουν «κατανόηση» στις «αγωνίες» τους: «”Να κάνουμε συνέντευξη, αλλά μόνο γραπτή”, “να βάλετε αυτόν τον τίτλο που σας προτείνουμε”, “μα είναι ερωτήσεις αυτές που θέλετε να κάνετε; Είναι όλες πολύ επιθετικές, τι θέλετε, να με καταστρέψετε;”» («Καθημερινή», 23.4.2023). Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, τα debates κορωνίδα αυτής της διαδικασίας.