«Μια χαρά καιρός» ή «ανάποδα πράγματα»; «Καλοκαιρία» ή «αρρώστια»; Αν βρεθήκαμε παγιδευμένοι στα στενά ενός διλήμματος ακόμη και για τον καιρό, και δυσκολευόμαστε να διαλέξουμε απάντηση, δεν φταίει ούτε η Μητέρα Φύση ούτε ο Πατέρας Θεός. Οι παρατεταμένες Αλκυονίδες που ζούμε, Αλκυονίδες εβδομάδες πια και όχι ημέρες, μπορεί να μοιάζουν δώρο Θεού και ευλογία της φύσης, στον πυρήνα τους όμως υπάρχει κάτι επίφοβο. Κάτι επικίνδυνο ή και σάπιο, ικανό να τις μετατρέψει σε δώρο σαν των Δαναών.
Ναι, ο ιμπεριαλιστής Πούτιν δεν βρήκε σύμμαχο τον βαρύ χειμώνα για να τσακίσει τους Ουκρανούς, όπως προσδοκούσε. Ναι, όλοι εμείς οι Ευρωπαίοι, και ιδιαίτερα οι Ελληνες με τα όχι και τόσο ανθηρά οικονομικά μας, καταναλώνουμε λιγότερο πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, και κάπως αντέχουμε. Και ναι, δεν συντρέχει λόγος να αποδείξει και πάλι την «πλήρη ετοιμότητά» της η κρατική μας μηχανή, όπως πέρυσι τέτοιες μέρες, με μια χιονοθύελλα που μάταια την ξορκίσαμε βαφτίζοντάς τη «Ελπίδα». Οσον αφορά όμως το κλίμα αυτό καθαυτό, δηλαδή τη μοίρα του πλανήτη, το δίλημμα παραμένει ισχυρό: ευλογία ή κατάρα οι Αλκυονίδες διαρκείας; Ισως ο μύθος έχει ακόμη κάτι να μας πει, στην αρχαιοελληνική εκδοχή του και όχι στη «μεταμόρφωσή» του από τον Οβίδιο. Παραδόξως, αυτή τη φορά δεν έχουμε να κάνουμε με μια από τις συνήθεις ερωτοδουλειές του Δία με την ακόρεστη λιβιδώ. Την Αλκυόνη τη σπλαχνίστηκε, όχι όμως επειδή νωρίτερα την πρόσβαλε θεϊκώ δικαίω. Κόρη του Αιόλου η Αλκυόνη, παντρεύτηκε τον Κήυκα, τον γιο του Εωσφόρου. Και ζούσαν αυτοί καλά και οι Ολύμπιοι καλύτερα, το ζευγάρι όμως καυχήθηκε υπέρμετρα, διέπραξε δηλαδή ύβριν. Ποιος Δίας και ποια Ηρα, είπαν. Η ευτυχία μας μάς κάνει ισάξιούς τους. Ταράχτηκε ο Ολυμπος από την αθέμιτη σύγκριση και τιμώρησε τους αλαζόνες μεταμορφώνοντάς τους σε ψαροπούλια, ή σε αλκυόνη και κολυμπίδα ή σε γλάρους και τους δύο. Με ταραγμένο φαίνεται τον νου της από την απότομη αλλαγή είδους, η αλκυόνη έφτιαχνε τη φωλιά της στην ακρογιαλιά. Και τα κύματα την κατέστρεφαν πάλι και πάλι. Ωσπου ο Δίας πρόσταξε τους ανέμους να γαληνεύουν όσο επώαζε τ’ αυγά της το θαλασσοπούλι. Κατά το δικό μας μέτρημα, εφτά μέρες πριν από το χειμερινό ηλιοστάσιο και άλλες εφτά μετά.
Η ύβρις ευθύνεται λοιπόν, έννοια κομβική στην αρχαιοελληνική σκέψη. Ισόθεοι δεν νιώθουμε και σήμερα, παντοδύναμοι χάρη στην τεχνολογία που διαθέτουμε; Υβριστικά δεν φερόμαστε απέναντι στον έρμο τον πλανήτη, καταληστεύοντάς τον, με την ψευδαίσθηση ότι η αντοχή του δεν έχει όρια ούτε η ικανότητά του να αυτοϊαίνεται; Κι όμως, πληθαίνουν τα σημάδια που βεβαιώνουν και πως η Γη εξαντλείται και πως η άπληστη δράση μας ήδη τιμωρείται. Μόνο που μαζί με τους ενόχους τιμωρούνται και οι αθώοι, άνθρωποι, ζώα και φυτά. Στην καθοδική «σκάλα του κακού» η ταχύτητα με την οποία άλλαξε η ορολογία θα ήταν διδακτική, αν είχαμε όρεξη να μαθαίνουμε από τα παθήματά μας. Επί δεκαετίες οικολόγοι, φυσικοί και μετεωρολόγοι μιλούσαν για «κλιματική αλλαγή». Χρησιμοποιούσαν δηλαδή έναν σχετικά ήπιο όρο. Τα τελευταία χρόνια, οπότε τα πράγματα ζόρισαν πολύ περισσότερο, εισήχθη ο όρος «κλιματική κρίση». Γρήγορα, όμως, η «κρίση» αποδείχθηκε ανεπαρκής, ανίκανη να περιγράψει με πιστότητα όσα συμβαίνουν. Μετατοπιστήκαμε έτσι στην «κλιματική κατάρρευση», που κι αυτή ώρες ώρες μοιάζει ευφημισμός. Γι’ αυτό και ο μεν ΟΗΕ προτείνει πλέον όρους όπως «κλιματική κόλαση» ή «κλιματικό μακελειό», οι δε επιστήμονες χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα τον όρο «Ανθρωπόκαινος», ο οποίος ακόμη και μετά το μιλένιουμ ακουγόταν υπερβολικός. Και δεν ήταν.
«Με τα αυριανά ας ασχοληθούν οι αυριανοί», λέμε. Δεν πάει έτσι. Γιατί το αύριο που ετοιμάσαμε είναι αφόρητο.
Κάπως πρέπει να ονομαστεί και να ιστορηθεί η κατάσταση του πλανήτη, με την προσδοκία ότι η δραματικότερη ορολογία θα συγκινήσει περισσότερους («επώνυμους» και «ανώνυμους») και θα τους παρακινήσει να δράσουν. Αλλωστε βρισκόμαστε ήδη στο χθες. Κάθε νέο έτος δαπανούμε όλο και νωρίτερα το «κεφάλαιο» που πρέπει να αντέξει για 365 μέρες. Τα ρεκόρ θερμοκρασίας καταρρίπτονται παντού κάθε λίγο και λιγάκι («ο πιο ζεστός χειμώνας», «ο θερμότερος μήνας», η «θερμότερη εβδομάδα όσο υπάρχει σύστημα καταγραφής»). Και τα «ακραία καιρικά φαινόμενα» κατάντησαν συνήθεια και κανονικότητα. Και πήραν πια να χάνονται οι αρχέγονοι πάγοι στους πόλους και τα παμπάλαια χιόνια στα χειμερινά τουριστικά θέρετρα. Λέτε να συγκινηθούν οι τρανές κεφαλές του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ που συσκέπτονται τούτες τις μέρες στο Νταβός, αντικρίζοντας τις γυμνές από χιόνια Αλπεις; Ή θα ξαναπούν το γνωστό, ότι «κάθε κρίση είναι και μια ευκαιρία», και θα στείλουν συγχαρητήρια τηλεγραφήματα σε όσους δραστηριοποιούνται σε έναν ανερχόμενο κλάδο, την παραγωγή και εμπορία τεχνητού χιονιού;
Παρότι σαφείς και τεκμηριωμένες οι προειδοποιήσεις, δεν ακούγονταν ούτε από τους πολιτικούς ιθύνοντες, εθνικού ή πλανητικού βεληνεκούς, ούτε από όσους θησαύριζαν στραγγίζοντας τους πόρους της Γης, είτε για τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες πρόκειται είτε για τις κολοσσιαίες βιομηχανίες, συνηθισμένες να περιφρονούν νόμους και κανόνες – ατιμωρητί. Και είναι αποκαρδιωτικό, απελπιστικό μάλλον, το γεγονός ότι η επόμενη παγκόσμια διάσκεψη για το κλίμα θα γίνει στη Σαουδική Αραβία, χώρα πρωταθλήτρια στην απομύζηση του πλανήτη, και στον αυταρχισμό βεβαίως. Τα πετροδολάρια, φάνηκε και με το Μουντιάλ στο Κατάρ αλλά και με το σκάνδαλο των εξαγορασμένων ευρωβουλευτών, είναι από τις αποτελεσματικότερες «λευκαντικές σκόνες» πλυντηρίου. Και η κοινωνική πλειονότητα όμως δεν έδειχνε να συγκινείται ιδιαίτερα, παρότι ο δραματικός χαρακτήρας των προειδοποιήσεων εντεινόταν όσο μειωνόταν η απόσταση ανάμεσα στον ωροδείκτη και στον λεπτοδείκτη, στο Ρολόι της Αποκάλυψης. Συνέχιζε λοιπόν να πορεύεται στους ρυθμούς της, και στην καταστροφική σχέση της με το περιβάλλον. Κι ας είναι πολλά πια τα χρόνια με το μάθημα της περιβαλλοντικής αγωγής ενταγμένο στη σχολική ύλη.
Προφανώς και δεν είναι ίδια η ευθύνη όποιου λεηλατεί και την Ανταρκτική πια ή την Αρκτική με την ευθύνη των επιχειρηματιών του τουρισμού σε όλους τους ελκυστικούς προορισμούς του κόσμου. Κι ωστόσο, το ίδιο δόγμα ασπάζονται: «τούτ’ η γης που την πατούμε, θα τη στραγγίξουμε». Στα Κυκλαδονήσια, λ.χ., οι φιλόδοξοι ή απλώς άπληστοι «επενδυτές» ισοπεδώνουν τις αμμοθίνες, για να χτίσουν κι άλλα συγκροτήματα, πάντα με πισίνες, γιατί πού να τρέχεις τώρα στη θάλασσα, εκατό μέτρα απόσταση απ’ το κατάλυμά σου. Τι εκμεταλλεύονται; Την εθελοτυφλία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, την εθελοβαρηκοΐα της κεντρικής εξουσίας (που νομιμοποιεί τα κάθε είδους αυθαίρετα, ανάμεσά τους και τα ευλογημένα από τη ναοδομία, για να νομιμοποιήσει κατά βάθος τη δική της πολύμορφη αυθαιρεσία) και το «δε βαριέσαι» ημών των τουριστών. Που, όσο να ‘ναι, τη θέλουμε τη βολή μας. «Με τα αυριανά ας ασχοληθούν οι αυριανοί», λέμε από μέσα μας και ησυχάζουμε. Αλλά δεν πάει έτσι, γιατί το αύριο που ετοιμάσαμε είναι αφόρητο.