Κωλόκαιρος: δυνατή βροχή, αστραπές, βροντές, χαλασμός Κυρίου. Καταιγισμός βωμολοχιών, λόγος επίπεδος, τετριμμένοι διάλογοι, προσχηματικά νοήματα, ηχηρός επιτονισμός των υβριστικών κυρίως κραυγών των δραματικών προσώπων. Ο κυριολεκτικός και μεταφορικός «Κωλόκαιρος» είναι το καινούργιο έργο του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου (συμπαραγωγή του Θεάτρου Νέου Κόσμου και του Θεάτρου Τζένη Καρέζη), που σε ένα βαθμό προεκτείνει τη θεατρική γραφή στο πεδίο της δραματουργίας του «ξένου», του «άλλου» και του «διαφορετικού».
Η έλευση του «ξένου» προκαλεί τις αναμενόμενες αναταράξεις, διεγείροντας στον κοινωνικό ιστό τον εγχώριο φοβισμό μας. Η δράση εκτυλίσσεται σε ένα παρακμιακό μπουζουξίδικο της Ελευσίνας. Ο Σοφοκλής είναι εξαφανισμένος για πέντε χρόνια και επιστρέφει με αφορμή τον θάνατο της μητέρας του στο νυχτερινό κέντρο «Διυλιστήριο», του οποίου υπήρξε ιδιοκτήτης στο παρελθόν, κι εκεί συναντάει τον αδελφό του, τη γυναίκα του, τον κουμπάρο του και τους υπαλλήλους του. Ωστόσο, η επιστροφή του κρύβει μια έκπληξη για την οικογένεια γιατί ο Σοφοκλής επιστρέφει ως «γυναίκα» με φούστα, γόβες και περούκα, ως «τέτοιος», ως «τραβέλι», όπως τον αποκαλεί ουρλιάζοντας ο αδελφός του.
Ο συγγραφέας τρυπώνει στο σκυλάδικο της Ελευσίνας, στα απομεινάρια της διασκέδασης της προηγούμενης νύχτας, με τον «κωλόκαιρο» έξω να παραμονεύει, για να μαγνητοφωνήσει κυριολεκτικά τα σκουπίδια ενός τεμαχισμένου λόγου, τα ράκη των λέξεων και των νοημάτων, να φωτογραφίσει όλες τις λεπτομέρειες αυτής της αδιέξοδης σχέσης των φίλων και των συγγενών. Σαφώς το θέμα του θεατρικού έργου θα μπορούσε να διδαχθεί σε ένα τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, αλλά ως δραματουργία παρουσιάζει πολλά κενά, χάσματα και ατέλειες κυρίως ως προς την ψυχολογική υφή των ρόλων και την επεξεργασία των δραματικών καταστάσεων. Δεν αρκεί η αληθοφάνεια του λόγου ή οι κωμικές σφήνες, χρειάζεται και το βύθισμα στο αδιέξοδο πλέγμα αυτής της ιδιότυπης δραματικής κατάστασης. Η «οικογένεια» της Ελευσίνας έχει ως μακρινό συγγενή της την οικογένεια του Κορυδαλλού, του «Σπιρτόκουτου». Είναι το λούμπεν προλεταριάτο που μιλάει τη γλώσσα των βωμολοχιών και προσπαθεί να αναδειχθεί και να πλουτίσει, να «τακτοποιηθεί» γενικά, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς ή αξιακές αναστολές.
Η «οικογένεια» της Ελευσίνας έχει ως μακρινό συγγενή της την οικογένεια του Κορυδαλλού, του «Σπιρτόκουτου».
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: σε ποιο βαθμό ο συγγραφέας πετυχαίνει την υπέρβαση του ρεαλιστικού πλαισίου ώστε να αποφύγει το να θεωρηθεί το έργο του προϊόν «ευκολίας» και την εγγραφή του στο είδος της ρεαλιστικής «ρηχής» ηθογραφίας; «Ρομαντισμός ή ρεαλισμός;». «Ρεαλισμός», απαντάει ο συγγραφέας. Νατουραλισμός για την ακρίβεια, όπως αποτυπώνεται και στον αυθεντικό σκηνικό χώρο που σκηνογράφησε με εμμονή στη λεπτομέρεια του σκυλάδικου η Νατάσσα Παπαστεργίου και επιμελήθηκε εύστοχα ως προς τον φωτισμό του ο Βασίλης Κλωτσοτήρας. Η μουσική του Κώστα Νικολόπουλου πλαισίωσε τα «καψούρικα» τραγούδια του πόνου και του ερωτικού καημού, και ολοκλήρωσε την αντιστοιχία θεματικού υλικού και πραγματικής ζωής στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης, εξοικειωμένος με τους κώδικες του κοινωνικού ρεαλισμού (σκηνοθέτησε πρόσφατα τα «Αξύριστα πηγούνια»), οργανώνει τη θεατρική πράξη αναδεικνύοντας τα δραματικά πρόσωπα που κινούνται συνεχώς στα όρια της παραβατικότητας, διατηρώντας παράλληλα έναν τόνο μυστηρίου για το παρελθόν και το μέλλον τους. Επεξεργάζεται εύστοχα την ταύτιση της παραπτωματικότητας με τη λαϊκότητα, αλλά δεν αποφεύγει τον πειρασμό της ρηχής ηθογράφησης, της γραφικής περιγραφής των χαρακτήρων και των καταστάσεων που βιώνουν. Ο ρυθμός της παράστασης, γρήγορος κι επιθετικός, βρίσκεται σε μόνιμη ένταση, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον ενός ετερόκλητου κοινού.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος ερμηνεύει τον Σοφοκλή ως έναν ευαίσθητο ήρωα που πενθεί αληθινά τη μητέρα του και χρωματίζει τον ρόλο του τρανς με ιδιαίτερες ερμηνευτικές πινελιές, ίσως πιο ενδιαφέρουσες από τις αποχρώσεις του Σοφοκλή ως συζύγου της Μαρίας. Ο Στέλιος Δημόπουλος στον ρόλο του Δημήτρη ακολουθεί τον έντονο σκηνοθετικό ρυθμό, αποδίδοντας ωραίες εναλλαγές ερμηνευτικής γκάμας, κωμικότητας και δράματος. Εξοχος ο Θάνος Αλεξίου ως Μάκης και ως κωμικό αντίβαρο στη δραματική φόρμα. Η Βασιλική Διαλυνά και ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος τονίζουν με τις ερμηνείες τους τον υπογραμμισμένο ωμό ρεαλισμό και στηρίζουν την αισθητική των λούμπεν ηρώων της παράστασης. Ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης ρίχνουν το υλικό στο καζάνι που βράζει, αλλά στο τέλος δεν προκαλούν την έκρηξη. Οι νατουραλιστικές λεπτομέρειες δεν τυλίχτηκαν με μια ποιητική αχλή ώστε να απογειωθεί το θέαμα σε μια σφαίρα σκοτεινή, υπαρξιακή και αληθινά οντολογική. Αλλωστε, όπως διαπιστώνει με χιούμορ και κυνισμό ένας από τους ήρωες του έργου: «Με τέτοιον κωλόκαιρο, παπάρια κηδεία θα γίνει».
H κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.