Κύριε διευθυντά
Οταν μιλάς για μία ιστορική περίοδο πρέπει να μπαίνεις από την πόρτα του τότε παρόντος και όχι να σχολιάζεις από τον ασφαλή καναπέ του σήμερα. Είναι σαν να βάζεις τον Αντετοκούνμπο να παίξει στα τσιμεντένια γήπεδα μπάσκετ του ’50 και του ’60, όταν το άθλημα ήταν ακόμη παρθένο. Οι συμπαίχτες και οι αντίπαλοι θα τον αντιμετώπιζαν σαν να είχε κατέβει από το Διάστημα.
Να έχουμε στο μυαλό μας τι συνέβαινε τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού. Τότε διεξαγόταν ο Ψυχρός Πόλεμος και η υφήλιος είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Υπήρχε μάλιστα έντονος και ο φόβος ενός πυρηνικού πολέμου που έφτασε μία ανάσα πριν από τη διεξαγωγή του με την κρίση των πυραύλων στην Κούβα. Ναι, οι αριστεροί δεν πέρναγαν καλά στη χώρα, αλλά αλλού οι πάντες δεν μπορούσαν όχι να περάσουν καλά αλλά ούτε καν να διαμαρτυρηθούν. Ναι, οι εκλογές δεν ήταν τουλάχιστον έγκριτες, αλλά αλλού δεν γίνονταν καν. Αν ήσουν στη Δυτική Ευρώπη δεν μπορούσες να επισκεφθείς την Πράγα ή τη Βουδαπέστη αλλά και αντίστροφα. Μέχρι και στη γιορτή των Ολυμπιακών Aγώνων υπήρχαν δύο ολυμπιακά χωριά, ένα για τους δυτικούς και ένα για τις σοβιετικές χώρες.
Αλλά εκείνοι οι παλιοί Ελληνες προσπάθησαν να κλείσουν τις πληγές που είχαν ανοίξει ο ένας στον άλλο, να κοιτάξουν μπροστά και να χτίσουν ξανά τη χώρα. Αυτό δηλαδή που δεν έκανε η πολιτική τάξη στην οικονομική κρίση πριν από μία δεκαετία. Γι’ αυτό πρέπει να συζητήσει και να προβληματιστεί και όχι για γεγονότα που οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ανήλικοι αν δεν ζούσαν καν.