Εάν κάποιος θέλει να καταλάβει τι είδους άνθρωπος είναι μια νέα γνωριμία ή απλώς θέλει να καταλάβει λίγο περισσότερο τους ήδη γνωστούς του, μια ματιά στο προφίλ που διατηρούν στις πλατφόρμες των κοινωνικών δικτύων είναι επιβεβλημένη. Γιατροί που βρίζουν, δικηγόροι που ειρωνεύονται, συγγραφείς που ακκίζονται απελπιστικά ερωτευμένοι με τον εαυτό τους, καλλιτέχνες που έχουν κάνει την αγένεια τρόπο του συνδιαλέγεσθαι προσφέρουν συμπεράσματα για την προσωπικότητά τους πριν χρειαστεί να καθίσουμε μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις και απόψεις περί δικαίου και αδίκου. Είναι όμως έτσι;
Τα κοινωνικά δίκτυα απελευθερώνουν πλευρές της προσωπικότητας που επιμελώς κρύβονται από την κοινή θέα όταν υπάρχει φυσική παρουσία; Ή δημιουργούν νέες εικονικές προσωπικότητες, ανθρώπους που –συνειδητά ή ασυνείδητα– δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους σε ρόλους διαφορετικούς από τον ένα και μονότονο που επιβάλλεται από την κοινωνική ζωή με φυσική παρουσία, έστω κι αν η εξέλιξη του καθενός δίνει στην πορεία του χρόνου περισσότερες εκδοχές προσωπικότητας και εαυτού; Και μπορεί αυτή η… εκφραστική δυνατότητα που προσφέρουν να λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας, που εκτονώνει ό,τι θα μπορούσε να αποβεί πολλαπλώς επιζήμιο υπό φυσική παρουσία; Εξαρτάται. Μπορεί η δράση να εξελίσσεται σε εικονικό περιβάλλον, αλλά το αποτέλεσμα μπορεί να αποτυπώνεται σε πραγματικά αισθήματα θυμού ή κατάθλιψης και να έχει πραγματικά θύματα, για παράδειγμα μέσα από, δικαιολογημένη ή όχι, διαδικασία «κουλτούρας ακύρωσης».
Σε έρευνες που επιχειρούν να απαντήσουν αν όχι ακριβώς στα παραπάνω, πάντως σε σχετικά ερωτήματα, δεν υπάρχουν μανιχαϊστικές απαντήσεις, αν και κατατείνουν στη διαπίστωση ότι αυτό που «απελευθερώνεται» στα κοινωνικά δίκτυα είναι βία και όχι ευγένεια ή συναίνεση. Ερευνα του 2018 της Pew Research αναφέρει ότι το 71% των χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει έρθει αντιμέτωπο με περιεχόμενο που το εξόργισε και αντέδρασε.
Πράγματι, οι έρευνες του είδους έρχονται απλώς να επιβεβαιώσουν με περισσότερα στοιχεία την εντύπωση που πολλοί από αυτούς που μετέχουμε στα κοινωνικά δίκτυα βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε ακόμη κι αν αποτελούμε ή έχουμε αποτελέσει κάποτε, μέρος του προβλήματος. Το, όχι και τόσο νέο πια, διαδικτυακό περιβάλλον περιλαμβάνει εκατομμύρια ή εκατοντάδες (στη στενή εικονική μας πραγματικότητα) απόψεις. Σύμφωνες, εκνευριστικές ή εχθρικές προς τις δικές μας πεποιθήσεις και στην αντιμετώπιση των οποίων οι κανόνες συμπεριφοράς που πιθανόν θα ίσχυαν σε μια φυσική κοινωνική εκδήλωση με λίγους συμμετέχοντες, είναι αδύνατον να επιβάλουν την τάξη και την ψυχραιμία. Δεν είναι κανόνες φτιαγμένοι να λειτουργούν σε μαζική κλίμακα, στη σχετικά νέα οντότητα του διαδικτυακού όχλου. Και ενώ ακόμη και η απλή εκφορά της λέξης «όχλος» ενεργοποιεί έναν σχεδόν ενστικτώδη φόβο, αυτός ο φόβος δεν μας εμποδίζει να γινόμαστε μέρος του. Πιθανόν διότι αν και όπως γράφει ο Κανέτι («Μάζα και εξουσία», εκδ. Ηριδανός), δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόβος για τον άνθρωπο από το άγγιγμα του αγνώστου, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες τον οδηγεί στο να κρατάει αποστάσεις – ακόμη και «φυσικές» από τους άλλους, στον δρόμο, στο εστιατόριο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αυτός ο φόβος υποχωρεί μέσα σε ένα πλήθος ενώ αρχίζει να διαφαίνεται η απόλαυσή του να διαλύεσαι μέσα σ’ αυτό, να συγχωνεύεσαι με αυτό.
Ενας/μία ή παρέα δύο-τριών ατόμων δεν θα αποτολμούσε την καταστροφή της αφιερωμένης στα θύματα της Marfin στήλης.
Αυτή η ευχαρίστηση, όπως παρατηρεί ο Κανέτι, συνδέεται με έναν σαφή κίνδυνο: «Με την άρση των βαρών της απόστασης», το άτομο «αισθάνεται ελεύθερο» και «η ελευθερία του είναι η υπέρβαση των ορίων». Ενας/μία ή παρέα δύο-τριών ατόμων δεν θα αποτολμούσε την καταστροφή της αφιερωμένης στα θύματα της Marfin στήλης και αν το έκανε, κατά πάσα πιθανότητα, θα βρισκόταν κάποιος άλλος για να τον σταματήσει έστω και ρωτώντας τον απλώς «τι κάνεις εκεί;». Ο όχλος, όμως, το κάνει.
Αυτό το σώμα μέσα στο οποίο έχουν διαρρεύσει εκατοντάδες ή χιλιάδες εαυτοί έχοντας απεμπολήσει τα κοινωνικά όρια του Ενός, φυσικού ή διαδικτυακού, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά: θυμωμένο, επιθετικό, αδικημένο, σίγουρο για το δικό του αλάθητο, αντιστέκεται στη διάλυσή του και, μιλώντας για τα κοινωνικά δίκτυα, στην πραγματικότητα πρέπει να φτιάξεις έναν άλλο όχλο, μια άλλη μάζα αποδοχής, πολλών likes και retweets έχοντας, βέβαια, ήδη ηττηθεί, αφού έτσι αποδέχεσαι τους όρους του όχλου για να υπάρξεις.
Αρκετοί φίλοι μου στην πραγματική ζωή επέλεξαν απλώς να απέχουν αφού διαπίστωσαν ότι κάθε πράξη «άμυνας» χρησίμευε για να κρατήσει τον αγώνα του όχλου ζωντανό. Κάποιοι παραμένουν ασκώντας τη δυναμική της απόστασης και κάποιοι φτιάχνουν τους δικούς τους μικρούς «στρατούς» ακολούθων, από τους οποίους όμως ολοφάνερα κάποιοι διολισθαίνουν σε απόψεις και συμπεριφορές πέραν των «ορίων», λιποτακτώντας κρυφά σε απεχθή στρατόπεδα, όπου η λογική και η ενσυναίσθηση δεν έχουν καμιά θέση. Γιατί ο όχλος ελέγχεται μόνον από δυνάμεις πολιτικές και τάσεις εχθρικές προς το στοιχειοθετημένο επιχείρημα και τον υπολογισμό του συγκείμενου για οποιοδήποτε συμπέρασμα.
Αλλά αυτοί οι φίλοι πορεύονται με την ελπίδα ότι θα δημιουργήσουν ένα νέο κοινό, ικανό να κυκλοφορεί στα διαδικτυακά ανθρωποφάγα μονοπάτια με την ανθρωπιά του ανέπαφη. Και χαρτογραφώντας τα οφέλη και τους κινδύνους της ελπίδας ακόμη και όσοι διαφωνούν με τη χριστιανική παράδοση, που την έχει από καιρό κατατάξει ως θεολογική αρετή μαζί με την πίστη και την αγάπη, μπορούν να συμφωνήσουν σε ένα σημείο: μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποδειχθεί πολύτιμη.