Κολοσσιαία φυσιογνωµία της σύγχρονης μουσικής πρωτοπορίας, με μοναχικό καλλιτεχνικό δρόμο και εντελώς υποκειμενική μουσική γλώσσα, εκτός σχολών και μουσικών ρευμάτων, ο συνθέτης Γιάννης Χρήστου (Ηλιούπολη Αιγύπτου, 8 Ιανουαρίου 1926 – Αθήνα, 8 Ιανουαρίου 1970) είχε παραδεχθεί 21 έργα του. Η 2η Συμφωνία ήταν το τελευταίο που δόθηκε στη δημοσιότητα και ένα από τα αριστουργήματα του 20ού αιώνα.
Ακούγεται στον δίσκο βινυλίου «Γιάννης Χρήστου Συμφωνία Αρ. 2 για ορχήστρα και χορωδία» από το μουσικό αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, μια θαυμάσια, σπάνια έκδοση του 1990 από την ΕΡΑ – Πρώτο Πρόγραμμα, αλλά και στο τέταρτο cd της πολυτελούς κασετίνας δώδεκα cds «Αντίς για Ονειρο – Εργα Ελλήνων Συνθετών 19ος-20ό αιώνας» (Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού Α.Ε., Universal, 2004). Πρόκειται για ζωντανή ηχογράφηση της πρώτης παγκόσμιας εκτέλεσης του έργου στις 4 Αυγούστου 1987 στο Ηρώδειο με τη Συμφωνική Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΡΤ (διδασκαλία χορωδίας: Αντώνης Κοντογεωργίου) υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Μιλτιάδη Καρύδη. Δεδομένου ότι ολοκληρώθηκε το 1958, το έργο πρωτοπαίχτηκε 29 χρόνια αργότερα και 17 χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη, στοιχείο ενδεικτικό της ανικανότητας και αδιαφορίας του ελληνικού μουσικού κόσμου να προωθήσει το έργο του Χρήστου.
Κατά καιρούς υποστηρίχτηκε ότι ο Χρήστου αρνιόταν τις δημόσιες εκτελέσεις των έργων του, κάτι ανεδαφικό, όπως αναφέρει η Αννα Μαρτίν Λουτσιάνο στο βιβλίο της «Γιάννης Χρήστου» (μτφρ. Γιώργος Λεωτσάκος, εκδ. βιβλιοσυνεργατική, 1987). Αυτό που επιζητούσε ο Χρήστου ήταν εκτελέσεις με τέλειες τεχνικές προδιαγραφές, διαφορετικά τις ακύρωνε. Στο εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου του «Τελευταία Εργα» (Columbia, 1974), πληροφορούμαστε ότι θεωρούσε «ξεπερασμένη δέσμευση την εκτέλεση μουσικής στις καθιερωμένες αίθουσες συναυλιών, με τη γνωστή εξωτερική επισημότητα, με τις γνωστές κοινωνικές συνθήκες συμμετοχής του κοινού και με τη γνωστή σχέση (αγεφύρωτη απόσταση) εκτελεστών – κοινού». Για την ηχογράφηση στο Ηρώδειο, ο ηχολήπτης Γιάννης Σιγλέτος υπογράμμισε την παρουσία ήχων ξένων προς το ακρόαμα (θόρυβο κοινού, τζιτζίκια), δυστυχώς αναπόφευκτων σε τέτοιες περιπτώσεις. Η εκτέλεση της παραγωγής ανήκει στους συνθέτες Μιχάλη Γρηγορίου και Βαγγέλη Κατσούλη.
Ο Γιώργος Λεωτσάκος αναφέρει ότι το έργο δόθηκε σε μια αυτόγραφη καθαρογραμμένη παρτιτούρα 220 σελίδων χωρίς πρόχειρα σχέδια, με ημερομηνίες όλων των σταδίων γραφής της. Αρχισε να γράφεται στις 7 Αυγούστου 1957 στην Αλεξάνδρεια, ολοκληρώθηκε στις 4 Αυγούστου 1958 στη Χίο, ενώ μέρη του γράφτηκαν σε Αθήνα και Λωζάννη. Λίγο πριν (1956) είχαν προηγηθεί καθοριστικά γεγονότα: γάμος με παιδική του φίλη από τη Χίο, Θηρεσία Χωρέμη, και θάνατος (αυτοκινητικό δυστύχημα) του αγαπημένου αδελφού, μέντορα-πνευματικού καθοδηγητή του, Ευάγγελου (Εύη) με καταλυτική επίδραση στην προσωπικότητά του. Ο θάνατος άλλαξε την εξέλιξη της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Τελευταίο έργο της δεύτερης «κατεξοχήν μουσικής» περιόδου του, άνοιξε τον δρόμο για την επόμενη φάση του έργου του με συνθέσεις που υποκαθιστούσαν το μουσικό έργο εισάγοντας την έννοια της μετα-πράξης (τελετουργία, έκσταση, κάθαρση).
Ηταν το τελευταίο παραδεκτό από τον συνθέτη έργο, όπως παρουσιάστηκε 29 χρόνια μετά τη δημιουργία του.
Διαρκεί 47 λεπτά. Αποτελείται από τρία μέρη (οκτώ τμήματα το πρώτο, επτά το δεύτερο, τέσσερα το τρίτο). Κατά τον Χρήστου, χαρακτηριζόταν από «ελεύθερη ατονικότητα». Δεσπόζει το τρίφθογγο μοτίβο της «Μουσικής του Φοίνικα», κανονικό και ανεστραμμένο, που διαρκώς μετασχηματίζεται, πρώτη ύλη και γενεσιουργός αιτία σε μουσικό και συμβολικό-φιλοσοφικό επίπεδο. Εργο ακραίας λιτότητας, σε ημι-σειραϊκό ύφος (τα ελεύθερα ατονικά στοιχεία εναλλάσσονται με στοιχεία που οικοδομούνται πάνω σε δωδεκάφθογγες σειρές), η «Λατινική Λειτουργία» (1951) στην αρχική της γραφή για μεικτή χορωδία, χάλκινα και πνευστά πάνω στο κείμενο του λειτουργικού μέλους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ενσωματώθηκε επτά χρόνια μετά στη 2η Συμφωνία, αποτελώντας το τρίτο μέρος της και ενισχύοντας την παραδοχή ότι ο Χρήστου αντιλαμβανόταν την έμπνευση και τη γραφή ως ανοιχτό έργο, που μπορεί να μεταπλαστεί ανά πάσα στιγμή.
Οι θρησκευτικές αναφορές («Κύριε ελέησον», «Πιστεύω») δεν καθιστούν θρησκευτικό το έργο, αλλά υποστηρίζουν τον στοχασμό για την αδυναμία του ανθρώπου και της θρησκείας να κατανοήσουν την υπέρτατη δύναμη του κόσμου. Ο απόηχος της συμφωνίας είναι το τραγικό συμπέρασμα της αποτυχίας του ανθρώπου. Ο συνθέτης Χάρης Βρόντος στο τεύχος 26 (Ιανουάριος 1980) του περιοδικού «Μουσική» υπογραμμίζει ως κύριο χαρακτηριστικό του Χρήστου, πολεμίου του αισθητισμού και του διακοσμητικού στοιχείου στη μουσική, την τραγικότητα που πηγάζει από τη μοίρα του δημιουργού που μόνος απέναντι σε έναν κόσμο διαλυμένο, τραβάει προς την καταστροφή…, αγωνιά, κραυγάζει, προφητεύει.
Συνθετική σφραγίδα
Παρά κάποιες συγγένειες με έργα των Στραβίνσκι και Μπεργκ, η ιδιοσυγκρασιακή συνθετική σφραγίδα αποκαλύπτει ένα πρωτοφανέρωτο έως τότε πρόσωπο. Δονείται από αυθεντικότητα, πρωτοτυπία, αμεσότητα, ευρηματικότητα, ψυχολογική και υπαρξιακή αγωνία, συναισθηματική ένταση, δραματικότητα, έκφραση ενστίκτων, παθών, και μυστηριακή, μεταφυσική ατμόσφαιρα, και είναι προέκταση των φιλοσοφικών θεωριών του συνθέτη.