Ο κρατούμενος πατέρας, η αγωνία για το φλουρί

1 year ago 116
Ο κρατούμενος πατέρας, η αγωνία για το φλουρί

Εικόνες και γεγονότα από τα μικράτα του, που χαράχθηκαν για πάντα στη μνήμη, ανασύρει και παραθέτει ο επιστολογράφος της «Κ». Οι Γερμανοί κατακτητές που έφευγαν, τα βαριά σύννεφα του Εμφυλίου που μαζεύονταν πάνω από τη χώρα, το λαϊκό δικαστήριο, το καφενείο του χωριού, οι γιορτές της αγωνίας για την τύχη του πατέρα, η ανηφόρα προς το κρατητήριο, η δύναμη της μάνας, το «ταμείο» από τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια, ο οιωνός από το νόμισμα της βασιλόπιτας. Επάνω, «Τρίγωνα - κάλαντα» στην Αθήνα, μπροστά από την Ακαδημία, αρχές δεκαετίας του ’50 σε μια χώρα καθημαγμένη από πόλεμο, κατοχή και αδελφοκτόνο σύγκρουση. Οι μικροί καλαντιστές περίμεναν πώς και πώς να τα πουν, έβγαιναν χαράματα στους δρόμους, καθώς εκείνο το «μεροκάματο» ζέσταινε για μέρες τις άδειες τσέπες τους. Φωτ. Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά αρχεία - Κώστας Μεγαλοοικονόμου.

Κύριε διευθυντά

Ο πατέρας μου από τον Αύγουστο του 1944 και μετά είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Είχε αλλάξει προσωπικότητα. Το έφερε βαρέως που δεν ήταν ελεύθερος να βγει από το χωριό (Μαλακάσι Καλαμπάκας) χωρίς την άδεια της τοπικής οργάνωσης του ΕΑΜ. Ο γλεντζές πατέρας δεν πήγε ούτε ένα βράδυ στο καφενείο να χορέψει για να γιορτάσει την αποχώρηση των Γερμανών από την περιοχή.

Εμένα (ετών 9 1/2) ρωτούσε για να μάθει ποιοι ξενυχτούσαν στο καφενείο με τα όργανα. Σπανίως έβγαινε στην πλατεία και πολύ πρόσεχε τα λόγια του, από φόβο μήπως παρεξηγηθούν ή παραποιηθούν και ξαναμπεί σε περιπέτειες. Τον περασμένο Αύγουστο (1944) είχε καταδικαστεί σε θάνατο από λαϊκό δικαστήριο του ΕΑΜ, αλλά ο Βασίλης Κουβάτης, πρώτος εξάδελφος της μάνας μου και καπετάνιος του ΕΛΑΣ, μετέτρεψε την ποινή του σε αναγκαστική παραμονή του στο χωριό. Μου έκανε επίσης εντύπωση ότι στο ίδιο αυτό διάστημα δεν ήταν αυστηρός μαζί μου όπως πριν. Για να μην εγείρει υποψίες με άφησε να συμπεριφέρομαι ως το ζωηρό «αετόπουλο», παρόλο που είμαι βέβαιος ότι ανησυχούσε μην πάθω κάποιο ατύχημα.

Περάσαμε τα Χριστούγεννα (1944) δίχως να υπάρχει κέφι στην οικογένειά μας, νιώθοντας τον πατέρα σαν λιοντάρι στο κλουβί. Μας περίμεναν δυστυχώς και χειρότερα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς (1945) ειδοποίησαν τον πατέρα μου ν’ ανέβει στα γραφεία της οργάνωσης του ΕΑΜ (οικία Μπάρδα). Πήγε αμέσως αλλά έως αργά το βράδυ δεν είχε επιστρέψει. Εγώ μετρούσα και ξαναμετρούσα τα χρήματα που είχα μαζέψει από τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Τα είχα πει μόνος μου, χωρίς παρέα, σε όλα τα σπίτια του χωριού. Δεν κατόρθωσα όμως να αποσπάσω το μυαλό μου από τον πατέρα. Γιατί αργούσε να επιστρέψει; Είχε νυχτώσει καλά όταν ένας σύνδεσμος μάς ανήγγειλε ότι δεν θα επέστρεφε, γιατί ήταν κρατούμενος. Πάλι από την αρχή. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά (1945) ξημερώσαμε με καινούργιο χιόνι που ξεπερνούσε τα γόνατα των μεγάλων. Η μάνα ζύμωσε τη βασιλόπιτα (μια ειδική τυρόπιτα που τη λέμε κασσάτα) και η Ελένη, η αδελφή μου, βύθισε το «φλουρί» βαθιά στο προζύμι, προτού η μάνα το απλώσει στο ταψί και πάρει την όψη πίτας. Στην τοποθέτηση του νομίσματος στο ζυμάρι της βασιλόπιτας κρατούσαμε σειρά τα τρία αδέλφια, με την ελπίδα ότι όποιος το τοποθετούσε θα είχε περισσότερες πιθανότητες και να βρεθεί στο κομμάτι του. Το μεσημέρι κόψαμε τη βασιλόπιτα και με βιασύνη αρχίσαμε να τρώμε και να ψάχνουμε για το νόμισμα. Κανείς μας δεν το βρήκε. Ψάξαμε και στα κομμάτια του σπιτιού και του Χριστού. Ούτε εκεί βρέθηκε. Καλός οιωνός! Ο πατέρας άρχιζε τη νέα χρονιά με ένα καλό σημάδι. Η μάνα τύλιξε το κομμάτι της πίτας που έλαχε στον πατέρα σε μια πετσέτα, που την είχα δει πολλές φορές, γιατί σ’ αυτήν πήγαινα τα πρόσφορα στην εκκλησία. Φόρεσε παντελόνια και ζήτησε να τη συνοδεύσω. Ηταν η πρώτη και τελευταία φορά που είδα τη μάνα να φοράει παντελόνια. Μπροστά αυτή πίσω εγώ, πήραμε τον ανήφορο για την οικία Μπάρδα. Στον δρόμο απορούσα: Πού βρήκε τόσο κουράγιο και τόση δύναμη η χαϊδεμένη και ντελικάτη μάνα μου να παλεύει τόσο εύκολα με τα χιόνια; Φτάσαμε κάποτε στου Μπάρδα.

Ανοίξαμε την κεντρική είσοδο του σπιτιού και κοντοσταθήκαμε λίγο πιο μέσα. Ανθρωπος του χωριού δεν υπήρχε εκεί. Ηταν όλοι άγνωστοι. Λίγο πιο πέρα, έξω από μια πόρτα, είδαμε έναν ένοπλο φρουρό. Σωστά μαντέψαμε ότι στεκόταν έξω από το κρατητήριο. Του είπαμε το όνομα του πατέρα και μας επέτρεψε να μπούμε μέσα. Στο κέντρο του δωματίου οι τέσσερις κρατούμενοι είχαν τοποθετήσει 3-4 φύλλα τσίγκου και απάνω στους τσίγκους είχαν ανάψει χαμηλή φωτιά. Οι τρεις κρατούμενοι δεν ήταν Μαλακασιώτες. Είχαν ανοίξει ελάχιστα το μοναδικό παράθυρο για να δώσουν διέξοδο στον καπνό. Ο πατέρας μάς αναγνώρισε αμέσως. Εμείς δυσκολευθήκαμε λίγο να τον διακρίνουμε μέσα στον καπνό. – Μίκω, εδώ είμαι (το υποκοριστικό του ονόματος Σταματία είναι Μίκα στην ονομαστική και Μίκω στην κλητική), είπε κάπως δυνατά και ήλθε προς την πόρτα, όπου τον φιλήσαμε και του ευχηθήκαμε χρόνια πολλά. Εγώ του έδωσα την πετσέτα με την πίτα και η μητέρα πρόσθεσε:

– Θα βρεις και το φλουρί. Δεν το κάναμε επίτηδες. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι είναι καλό σημάδι. Ο χρόνος αρχίζει καλά. Σου είπανε γιατί σε κρατάνε; – Τίποτα ακόμα.

Την άλλη ημέρα το μεσημέρι η μάνα κι εγώ ανεβήκαμε ξανά στην οικία Μπάρδα. Η προσπέλαση ήταν εύκολη, γιατί το χιόνι είχε πατηθεί στους δρόμους. Πλησιάζοντας προς το κρατητήριο παρατηρήσαμε ότι δεν υπήρχε φρουρός στην πόρτα. Την ανοίξαμε και το ξάφνιασμα μεγάλωσε. Δεν υπήρχαν ούτε κρατούμενοι. Την ώρα που βγαίναμε από το δωμάτιο-κρατητήριο, ένας αντάρτης έμπαινε στο απέναντι δωμάτιο. Ενιωσε την αγωνία μας και πρόσθεσε: Τη νύχτα τους μετέφεραν στις φυλακές Τρικάλων! Και έπεται συνέχεια…

Read Original