«Μέσα σε µια αγγλική παμπ και μέσα στο μυαλό του σερ Τζον Φάλσταφ». Ετσι περιγράφει o Γιώργος Σουγλίδης το σκηνικό που δημιούργησε για τον «Φάλσταφ» του Τζουζέπε Βέρντι, τη νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) που κάνει πρεμιέρα την προσεχή Πέμπτη, με τον Δημήτρη Πλατανιά στον ομώνυμο ρόλο. Σε αυτήν την παραγωγή ο Γ. Σουγλίδης υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια, μια δουλειά που έχει γίνει με φροντίδα στην παραμικρή λεπτομέρεια.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο διεθνής, αγγλοτραφής Κύπριος σκηνογράφος και ενδυματολόγος συνεργάζεται με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του βρετανικού Φεστιβάλ Οπερας του Γκλάιντμπορν, τον σκηνοθέτη της παράστασης Στίβεν Λάνγκριτζ. «Από την αρχή ο Στίβεν ήθελε να είναι το έργο απολύτως αγγλικό», μας λέει εξηγώντας τον τρόπο που γεννήθηκαν οι ιδέες για τη συγκεκριμένη παραγωγή. Η «χημεία» μεταξύ τους είναι θαυμάσια, ο τρόπος σκέψης τους κοινός και η στενή συνεργασία τους από τις αρχές του 2020 οδήγησε στο σημερινό αποτέλεσμα.
Με την έμπνευση να περνάει από τον έναν στον άλλο –«μόνον μια τέτοια συνεργασία μπορεί πραγματικά να υποστηρίξει ένα σκηνοθετικό όραμα», σχολιάζει ο κ. Σουγλίδης– κατέληξαν να σχεδιάσουν μια ευφρόσυνη, ψυχαγωγική παράσταση. Ο Λάνγκριτζ μεταφέρει την ιστορία του Φάλσταφ στην Αγγλία της δεκαετίας του ’30, μια εποχή όπου κυριαρχούσε η εμμονή της κοινωνικής ιεραρχίας, στα όρια της φεουδαρχίας. Ο σκηνοθέτης σημειώνει: «Ο Φάλσταφ είναι μια κωμωδία με τη βαθύτερη έννοια του όρου –συχνά με στοιχεία φαρσοκωμωδίας– που μας δίνει ωστόσο μια εικόνα από το τι συμβαίνει βαθιά στην καρδιά των χαρακτήρων. Στο επίκεντρο όλου του έργου βρίσκεται ο πιο αγαπητός διαβολάκος του Σαίξπηρ και του Βέρντι: ο Φάλσταφ· ψεύτης, απατεώνας, κατεργάρης, αισθησιακός, φιλόδοξος, παλιομοδίτης».
Ετσι, παρότι το έργο –μια όπερα καθαρά κωμική, τη σύνθεση της οποίας ο τότε 80χρονος Ιταλός συνθέτης απόλαυσε μετά την επιτυχία του «Οθέλλου»– βασίζεται στην κωμωδία του Σαίξπηρ «Οι εύθυμες κυράδες του Ουίνδσορ», με ένα πέταγμα του χρόνου βρισκόμαστε στον Μεσοπόλεμο: ο «άτακτος» πρίγκιπας της Ουαλλίας βασιλεύει για ένα μικρό διάστημα ως Εδουάρδος Η΄ (όπως ο Χαλ στον Ερρίκο Δ΄) πριν παραιτηθεί από τον θρόνο για να παντρευτεί την Αμερικανίδα κοσμική και δις διαζευγμένη αγαπημένη του Ουόλις Σίμσον. Ολα αυτά συμβαίνουν πριν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαλύσει για πάντα τις παλιές αξίες, σε μια εποχή που ακόμη η κοινωνική τάξη παρέμενε σημαντικότερη από την οικονομική επιφάνεια.
«Είναι μια κωμωδία με τη βαθύτερη έννοια του όρου, που μας δίνει ωστόσο μια εικόνα από το τι συμβαίνει βαθιά στην καρδιά των χαρακτήρων».
Μπόιτο – Βέρντι
Ο έμπειρος λιμπρετίστας Αρίγκο Μπόιτο, που στη συγκεκριμένη όπερα συνεργάστηκε με τον Βέρντι εξαιρετικά ξεχνώντας τις προηγούμενες διαφωνίες τους, έξυπνα τοποθέτησε τον Φάλσταφ στο επίκεντρο του έργου. «Αυτός είναι ο μόνος πραγματικά πρωταγωνιστικός ρόλος της όπερας, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλοι οι άλλοι», σχολιάζει ο μουσικολόγος Νίκος Δοντάς. «Ο Βέρντι επιστράτευσε τεράστια παλέτα προκειμένου να αποδώσει τις διαφορετικές όψεις του κεντρικού χαρακτήρα. Στους δύο μονολόγους του κατακρίνει τον άδικο κόσμο και παραδίδει μαθήματα ηθικής, στην Αλίτσε, εμφανίζεται ως μέγας καρδιοκατακτητής, στον σύζυγό της Φορντ ως ματαιόδοξος ιππότης, για να καταλήξει περίγελος στη σκηνή στο δάσος».
Οι τρεις πράξεις της όπερας διαδραματίζονται, λοιπόν, μέσα σε αυτή την τυπική αγγλική παμπ –ένα μπαρ γεμάτο ποτά, ένας κλασικός στόχος για βελάκια–, όλα στα χρώματα του σκούρου ξύλου. Με μια έξυπνη συγγραφική ιδέα, ο Μπόιτο ολοκληρώνει το έργο με μαγικό τρόπο στην τρίτη πράξη μεταφέροντας τη δράση στο δάσος του Ουίνδσορ. Μέσα από την ατμόσφαιρα ενός ονείρου καλοκαιριάτικης νύχτας, εδώ συμβαίνουν τα δύο τελικά κωμικά επεισόδια, κι εδώ ο Φάλσταφ παίρνει το τελικό του «μάθημα» και γίνονται διπλοί γάμοι.
Με μια ανάλογη δεξιοτεχνική κίνηση, ο Γιώργος Σουγλίδης μετακινεί τα ξύλινα δοκάρια της οροφής της παμπ και τα μετατρέπει σε κορμούς των δέντρων του δάσους, για να καταλήξουν όλα πολύ ευτράπελα στην τελική φούγκα του Βέρντι «Ολα στον κόσμο αστείο είναι… όλους τους εξαπατά… Γελάει όμως καλύτερα, όποιος γελάει τελευταίος».
Κοστούμια με τις τεχνικές ραπτικής της Σάβιλ Ρόου
Τι φοράει, λοιπόν, αυτός ο ξεπεσμένος ιππότης, ένας ερωτύλος γεμάτος χρέη που προσπαθεί να εκμεταλλευθεί μέχρις εσχάτων τα κοινωνικά του προνόμια; Προφανώς κοστούμια που μοιάζουν να έχουν βγει από τα χέρια ενός Αγγλου ράφτη του 1930.
Με την τελειομανία που τον διακρίνει, μετά την πολύμηνη έρευνα για ρούχα της εποχής που θα ταίριαζαν στους χαρακτήρες του έργου, ο κ. Σουγλίδης προσκάλεσε στην Αθήνα τον Τζον Λίντελ για να συνεργαστεί με την ΕΛΣ, επιβλέποντας την κατασκευή των κοστουμιών. «Είμαι ειδικός στο να φτιάχνω κοστούμια θεάτρου εποχής και έχω περάσει τη ζωή μου δουλεύοντας στην όπερα στη Βρετανία», μας συστήνεται, όταν τον συναντάμε στο ενδυματολογικό της Λυρικής. Λατρεύει την Ελλάδα, πολλές φορές την έχει επισκεφθεί ως τουρίστας, έχει παρακολουθήσει πολλές παραγωγές της ΕΛΣ, αλλά είναι η πρώτη φορά που εργάζεται εδώ.
Η έμπνευση
Αντλώντας έμπνευση από τα ρούχα αστέρων του κινηματογράφου όπως ο Κλαρκ Γκέιμπλ και η Κάθριν Χέπμπορν, ο ίδιος με την ομάδα του ετοιμάζουν τα κοστούμια του έργου. Υπάρχουν 22 άνδρες στη χορωδία, 22 γυναίκες και 9 σολίστες – 6 άνδρες και 3 γυναίκες. Εχουν τουλάχιστον δύο κοστούμια ο καθένας και όλα είναι φτιαγμένα στα μέτρα τους.
22 γυναίκες και 9 σολίστες (6 άνδρες, 3 γυναίκες) – Εχουν τουλάχιστον δύο κοστούμια ο καθένας και όλα είναι φτιαγμένα στα μέτρα τους.
«Ειδικώς τα ανδρικά κοστούμια της δεκαετίας του 1930 είναι πολύ διαφορετικά από τα σύγχρονα, και ήταν δουλειά μου να εκπαιδεύσω τους πατρονίστ να δημιουργήσουν τα σχέδια, όπως και την ομάδα ραπτικής για να κατασκευάσει τα ρούχα χρησιμοποιώντας τις τεχνικές εκείνης της ιστορικής περιόδου», μας εξηγεί. Στην πραγματικότητα, ο κ. Λίντελ χρησιμοποιεί τις τεχνικές της ραπτικής Savile Row (Σάβιλ Ρόου) και καθώς ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς γίνεται με το χέρι, χρειάζονται περίπου δύο εβδομάδες δουλειάς για να ετοιμαστεί κάθε ανδρικό κοστούμι με τον σωστό τρόπο. Τα γυναικεία φορέματα και οι robe de chambre από μετάξι διαθέτουν τέλειο κόψιμο, με τη γραμμή που ανοίγει στους γοφούς φτάνοντας έως το μέσον της γάμπας να δίνει ύψος και κομψότητα στη σιλουέτα.
H ψυχολογία
«Πρέπει επίσης να ξέρουμε πώς να αντιμετωπίζουμε τους διαφορετικούς σωματότυπους των τραγουδιστών· μερικές φορές πρέπει να είμαστε και λίγο ψυχολόγοι για να σκεφτούμε πώς θα αισθάνεται ο καθένας μέσα στο ρούχο του», προσθέτει ο κ. Λίντελ. Σκοπός τους δεν είναι απλώς να κάνουν τα ρούχα να ταιριάζουν καλά στους ανθρώπους που τα φορούν – «αυτό είναι το εύκολο μέρος όταν έχετε μια εξειδικευμένη ομάδα ανθρώπων», σχολιάζει ο κ. Λίντελ. Βασικός στόχος είναι ο σχεδιαστής να βεβαιωθεί ότι το κοστούμι φαίνεται κατάλληλο για τον συγκεκριμένο χαρακτήρα και εξυπηρετεί την εξέλιξη της ιστορίας. Αυτό το φόρεμα χρειάζεται να έχει περισσότερο υλικό στη φούστα; Πρέπει το ντεκολτέ να είναι χαμηλότερο; Μήπως χρειάζεται να γίνει πιο πλούσιο το φουστάνι, δηλαδή να έχει περισσότερα διακοσμητικά στοιχεία ή φιόγκους; Μήπως το συγκεκριμένο κοστούμι πρέπει να έχει μεγαλύτερους ώμους ή το παντελόνι να είναι πιο φαρδύ;
Το αποτέλεσμα αποτυπώνει πλήρως την ιστορική εποχή και διαθέτει την ακρίβεια της ενδυματολογικής προετοιμασίας μιας κινηματογραφικής ταινίας περισσότερο, παρά του θεάτρου, στο οποίο συνήθως οι απαιτήσεις ως προς την ιστορική ακρίβεια είναι περιορισμένες.