Στην κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων της ΕΣΗΕΑ, σε ένα κοινό που έφερε κοντά παλαιούς και εν ενεργεία διπλωμάτες από τη μία και δημοσιογράφους και αναγνώστες από την άλλη, πραγματοποιήθηκε χθες βράδυ η παρουσίαση του βιβλίου του αγαπημένου συναδέλφου μας στην «Κ» Σταύρου Τζίμα με τίτλο «Κρυφές πτυχές του Μακεδονικού» από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Πρώτος πήρε τον λόγο ο ίδιος ο εκδότης, ο Θεσσαλονικιός Πέτρος Παπασαραντόπουλος, διδάκτωρ Βαλκανικών Σπουδών και συγγραφέας. Αναφέρθηκε στην «ταυτοτική ανασφάλεια» και στα διλήμματα τα οποία αντιμετώπισε η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τη δημιουργία του ζητήματος των Σκοπίων με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της μικρής χώρας το 1991. Μέσα στη δίνη αυτών των γεγονότων, που κράτησαν 30 χρόνια, υπήρξε ένας επίμονος και υπομονετικός δημοσιογράφος, ο Σταύρος Τζίμας, ο οποίος έκανε πρωτογενή ρεπορτάζ με αξία (σήμερα) των ιστορικών ντοκουμέντων όχι μόνο στη Βόρεια Μακεδονία αλλά σε ολόκληρα τα Βαλκάνια. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό αποτελεί στην ουσία το τρίτο μέρος μιας τριλογίας του, μετά την «Κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και οι ελληνικές φαντασιώσεις» και την έκδοση «Στον Αστερισμό του εθνικισμού, Ελλάδα και Αλβανία στη μετά Χότζα εποχή».
Ο Παύλος Τσίμας αναφέρθηκε στο βιβλίο για το Μακεδονικό ως ένα πολύτιμο vade mecum (ένα εγχειρίδιο στο οποίο ανατρέχει κανείς διαρκώς) όχι μόνο για να μάθει για την ιστορία ενός ζητήματος που δίχασε δύο χώρες, αλλά για να στοχαστεί για το μέλλον μιας περιοχής. Ταυτόχρονα, υπογράμμισε το συνθετικό ταλέντο του δημοσιογράφου, που μπορεί να ισορροπεί ανάμεσα στο επίσημο αφήγημα των πολιτικών όσο και στις απόψεις των απλών ανθρώπων. Ο Αλέξης Παπαχελάς εστίασε με τη σειρά του στη δίψα του Σταύρου Τζίμα για ρεπορτάζ, για καταγραφή στο πεδίο, που όχι μόνο δεν έχει κοπάσει έπειτα από τόσα χρόνια δουλειάς, αλλά παραμένει ενθουσιώδης και ακμαία. Την ώρα που μιλούσε ο διευθυντής της «Κ» για το πώς η όρεξη για επιτόπια αυτοψία ενδυναμώνεται και από τη βαθιά γνώση της Ιστορίας, παρατήρησα τα μάτια του καλού συναδέλφου να βουρκώνουν λίγο, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τη συγκίνησή του: «Γνώση, έρευνα, συνεντεύξεις στο προσκήνιο και στο παρασκήνιο μαζί με ταλέντο στη γραφή συνθέτουν αυτό το βιβλίο», κατέληξε ο Αλέξης Παπαχελάς.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, από τη σκοπιά του πολιτικού που έζησε από κοντά τον χειρισμό του ονοματολογικού ζητήματος από διάφορα πόστα, κατέληξε πως η συμφωνία των Πρεσπών –παρά την κριτική για επιμέρους ζητήματα που μπορεί κάποιος να της ασκήσει– είναι εκ του αποτελέσματος μια θετική κατάληξη, ένα κεκτημένο που επιτρέπει στην Ελλάδα να επιτελέσει ένα ρόλο στα Βαλκάνια δίχως να την ταλανίζει μια μακροχρόνια διένεξη. Τελευταίος μίλησε ο ίδιος ο συγγραφέας για τον κίνδυνο αποσχιστικών αναζωπυρώσεων που θα μπορούσαν ακόμη και να μας φέρουν αντιμέτωπους με έναν νέο πόλεμο στα Βαλκάνια. Από την άλλη, υπογράμμισε ότι αυτή η περίοδος με τις γεωπολιτικές εντάσεις προσφέρει στην Ελλάδα μια ευκαιρία να αυξήσει την ισχύ και την ακτινοβολία της στην περιοχή, αξιοποιώντας τα λιμάνια της στο βόρειο τμήμα της χώρας αλλά και τον χερσαίο διάδρομο της Αλεξανδρούπολης για το εμπόριο και την ενέργεια.
«Μπορούμε να γίνουμε ο τροφοδότης των γειτονικών κοινωνιών και οικονομιών», υπογράμμισε. Ολοι οι ομιλητές συμφώνησαν ότι μπορεί το θέμα της συνθήκης των Πρεσπών να έμοιαζε πως τακτοποιεί ένα χρόνιο ζήτημα, όμως η Ιστορία μάς έχει δείξει ότι η κατάσταση στα Βαλκάνια δεν είναι ποτέ στατική και πως διπλωματικές συμφωνίες αποκτούν ισχύ όταν γίνουν αποδεκτές και από τις κοινωνίες.