Η ηγεσία της Κίνας γνωρίζει εδώ και καιρό ότι η χώρα πλησιάζει σε ένα δημογραφικό «σταυροδρόμι» και πρέπει να προετοιμαστεί για έναν πληθυσμό που συρρικνώνεται αργά, με λιγότερους εργαζόμενους και περισσότερους συνταξιούχους. Τα κρατικά ΜΜΕ προτρέπουν τα νέα ζευγάρια να κάνουν δύο ή τρία παιδιά προκειμένου το Πεκίνο να μη βρεθεί σε οικονομικό αδιέξοδο.
Η επίσημη επιβεβαίωση πως πέρυσι, για πρώτη φορά εδώ και εξήντα χρόνια, ο πληθυσμός της χώρας συρρικνώθηκε, προκάλεσε πανικό, καθώς αυτό συνέβη νωρίτερα και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις προβλέψεις.
Στα μάτια των ειδικών, αλλά και της κοινής γνώμης, η χώρα είναι απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τις ανάγκες ενός πληθυσμού που γερνά, κι αυτό παρά τις προειδοποιήσεις που έχουν προηγηθεί.
Οπως η ξαφνική στροφή 180 μοιρών της πολιτικής της χώρας από τη «μηδενική ανοχή στον Covid» αποκάλυψε ήδη τις αδυναμίες μιας κυβέρνησης που αποδείχτηκε απροετοίμαστη για την έκρηξη κρουσμάτων, αντίστοιχα το δημογραφικό εκθέτει τις αδυναμίες της να πάρει δύσκολες αποφάσεις. Τα διλήμματα στήριξης των νέων ή των ηλικιωμένων και χρηματοδότησης είτε του κράτους πρόνοιας είτε της τεχνολογίας και του στρατού, γίνονται πλέον πιεστικά.
Προκειμένου να διαχειριστεί τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα μιας κοινωνίας που γερνά, ο ηγέτης της χώρας Σι Τζιπίνγκ έχει κάνει βήματα προς την κατεύθυνση του κοινωνικού κράτους και ανακοίνωσε μια νέα αναπτυξιακή φάση, που θα στηρίζεται λιγότερο στο φθηνό εργατικό δυναμικό.
Σύμφωνα με ορισμένους απαιτείται πιο τολμηρή πολιτική, με μέτρα όπως η καθιέρωση επιδόματος γέννας, μεγαλύτερες άδειες για τους γονείς και προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών στους χώρους εργασίας.
Μετά τη δημοσιοποίηση των νέων στατιστικών δεδομένων, πολλοί κατηγορούν την κυβέρνηση ότι άργησε και πως δεν έκανε αρκετά, σε συνεντεύξεις αλλά και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Θέλω να κάνω παιδί, αλλά οι απαιτήσεις της ζωής με ξεπερνούν» είπε η 34χρονη ιδιοκτήτρια μαγαζιού στο Πεκίνο, προσθέτοντας πως θεωρεί αρκετό ένα και μόνο παιδί.
Πέρυσι ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 850.000 κατοίκους, με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις -κάτι που είχε να συμβεί από τον μεγάλο λοιμό τη δεκαετία του ’60. Γεγονός που, όπως είναι φυσικό, αυξάνει το άγχος και την ένταση.
Παρά την εγκατάλειψη της πολιτικής του ενός παιδιού το 2016 που εφαρμοζόταν για πάνω από τρεις δεκαετίες, και την ακόμη μεγαλύτερη χαλάρωση το 2021, όταν επιτράπηκε η απόκτηση τριών παιδιών, τα περισσότερα ζευγάρια αποκτούν μόνο έναν απόγονο, ειδικά στις πόλεις. Πολλοί νέοι, ιδίως οι γυναίκες, αμφιβάλλουν για τη δυνατότητά τους να είναι ταυτόχρονα γονείς και εργαζόμενοι, παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες για τη στήριξη των οικογενειών.
Υπάρχουν ζευγάρια που σκέφτονται να μεταναστεύσουν σε χώρες με αποτελεσματικότερο κοινωνικό κράτος, ανήσυχα για το οικονομικό μέλλον μιας κοινωνίας που γερνά.
Παρά τις κυβερνητικές υποσχέσεις για τα δικαιώματα των γυναικών, πολλοί εργοδότες προσλαμβάνουν μόνον άνδρες θέλοντας να αποφύγουν την άδεια μητρότητας. Οι κυβερνητικές πολιτικές αγνοούν την πίεση που ασκείται στις γυναίκες, οι οποίες καλούνται να διαλέξουν μεταξύ μητρότητας και εργασίας, σε μια κοινωνία που ταυτόχρονα τις θεωρεί υπεύθυνες για τη φροντίδα των γονιών και των πεθερικών τους.
Η γήρανση του πληθυσμού δεν είναι αποκλειστικά κινεζικό φαινόμενο, αλλά λόγω των πολιτικών περιορισμών στο μέγεθος της οικογένειας που εφάρμοζε η χώρα για δεκαετίες, το πρόβλημα είναι πολύ πιο επείγον από χώρες όπως η Ιαπωνία ή η Νότια Κορέα.
Οι οικονομικές και πληθυσμιακές πιέσεις που θα προκύψουν θα μειώσουν την ισχύ του ασιατικού γίγαντα και δεν αποκλείεται να οδηγήσουν τους ηγέτες του να γίνουν πιο επιθετικοί, όπως αναφέρει σε βιβλίο του ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Ταφτς, Μάικλ Μπέκλεϊ. Κάθε χρόνο, η Κίνα αναμένεται να χάνει 5 έως 10 εκατομμύρια εργαζόμενους που θα είναι πλέον ηλικιωμένοι, γεγονός που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την αύξηση του ηλικιακού ορίου συνταξιοδότησης, σύμφωνα με τον ίδιο ακαδημαϊκό.
Πολλοί διαφωνούν με αυτήν την πρόβλεψη, στην οποία αντίδοτο θα μπορούσε να είναι η καλύτερη κατάρτιση του εργατικού δυναμικού που θα αύξανε την παραγωγικότητα και η ανάπτυξη της καινοτομίας και της αυτοματοποίησης της βιομηχανίας. Κάτι τέτοιο, όμως, θα απαιτούσε υψηλότερες κρατικές δαπάνες, άρα και μείωση των επενδύσεων σε τομείς όπως ο εκσυγχρονισμός του στρατού, η τεχνολογία και η εσωτερική ασφάλεια.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στους The New York Times.