Στο Λος Αντζελες των αρχών της δεκαετίας του 1960, η προφανής επιλογή για τους νέους με καλλιτεχνικές ανησυχίες και αγάπη για τη δημοσιότητα ήταν, φυσικά, το Χόλιγουντ. Οχι όμως και για εκείνους που είχαν δει τα μουσικά είδωλα των Beatles να δοξάζονται περισσότερο από οποιονδήποτε σταρ της μεγάλης οθόνης. Ενας από αυτούς ήταν και ο Ντέιβιντ Κρόσμπι, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών.
Ενα απόγευμα του 1964, ο 23χρονος τότε τραγουδιστής και κιθαρίστας άρχισε να «τζαμάρει» σε ένα από τα στέκια της εποχής μαζί με δύο φολκ καλλιτέχνες, τον Ρότζερ Μαγκίν και τον Τζιν Κλαρκ. Οι τρεις τους θα γίνονταν ο πυρήνας των The Byrds, ενός από τα πιο επιδραστικά γκρουπ της πρώιμης αμερικανικής ροκ σκηνής. Την περίοδο 1964-1967 η Καλιφόρνια υπήρξε, ως γνωστόν, ένα πεδίο πυρετώδους δημιουργικότητας και ταυτόχρονα αχαλίνωτης διασκέδασης, χρήσης ουσιών κτλ. Οχι τυχαία μέσα σε αυτό το διάστημα οι Byrds κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τέσσερις σημαντικούς δίσκους με πρώτο το «Mr. Tambourine Man» του 1965. Αλλαξαν όμως ριζικά τη σύνθεσή τους δύο χρόνια αργότερα, με τον ανοικονόμητο Κρόσμπι να αποχωρεί. Δεν έμεινε βέβαια για πολύ μακριά από τη δράση. Σύντομα εκείνος και ο φίλος του Στίβεν Στιλς, μαζί με τον Γκράχαμ Νας, σχημάτισαν τους Crosby, Stills & Nash, στους οποίους λίγο αργότερα προστέθηκε και ο σπουδαίος Νιλ Γιανγκ. Το γκρουπ δραστηριοποιήθηκε την επόμενη δεκαετία παράγοντας μερικούς εμβληματικούς δίσκους όπως το «Deja Vu» του 1970, και προχωρώντας την ιστορία της αμερικανικής ροκ ψυχεδέλειας σε νέα μονοπάτια. Ωστόσο, ο Κρόσμπι βυθιζόταν στην εξάρτηση. Το ’60 ήταν η προσωποποίηση του «sex-drugs-and-rock ‘n’ roll» αλλά 20 χρόνια αργότερα αναγκάστηκε να κάνει μεταμόσχευση ήπατος από τις καταχρήσεις. Η φωνή του πάντως παρέμενε δυνατή και ακμαία· ο τελευταίος του δίσκος βγήκε το 2022.