«Δεν πρόκειται αρχικά για ένα αρχιτεκτονικό πρότζεκτ», μου λέει με εμφανώς ισχυρή δόση ειλικρίνειας ο διακεκριμένος αρχιτέκτονας Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ για το έργο της επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου που ανέλαβε να υλοποιήσει πριν από λίγες ημέρες. «Δεν βλέπουμε αυτό το εγχείρημα ως ένα νέο κτίριο μπροστά από ένα παλιό. Το βλέπουμε ως έναν τρόπο να ενδυναμώσουμε το μουσείο. Αυτό που εννοώ είναι ότι από τη μουσειολογική του πλευρά, είναι κυρίως ένα πρότζεκτ για να δώσει μια μεγαλύτερη ευκαιρία (ανάδειξης) στην εξαιρετική (αρχαιολογική) συλλογή», συμπληρώνει.
Από την πλευρά της πόλης, συνεχίζει, αυτό που έχει σημασία για τον ίδιο και την ομάδα του είναι το νέο κτίριο να απευθυνθεί στην Αθήνα με έναν πιο δυναμικό τρόπο και να αναβαθμίσει την περιοχή. «Αυτές είναι οι δύο μεγάλες ευθύνες μας».
Συναντήσαμε τον Βρετανό αρχιτέκτονα λίγες ώρες πριν από την επίσημη παρουσίαση της αρχιτεκτονικής του πρότασης ενώπιον της ελληνικής κυβέρνησης, αρχιτεκτόνων και αρχαιολόγων. Ντυμένος κάζουαλ, μαύρη μπλούζα, λευκό παντελόνι και σκούρο μπλε πανωφόρι, τον βρήκαμε στο προαύλιο του μουσείου, συνοδευόμενο από τη σύζυγό του, να απολαμβάνει τον μεσημεριανό ήλιο και να βγάζει φωτογραφίες με το κινητό του τηλέφωνο. Οχι το μουσείο αλλά το έδαφος. «Θέλω να δω αν οι πλάκες του πεζοδρομίου μπορούν αργότερα να επαναχρησιμοποιηθούν και με ενδιαφέρουν τα επίπεδα του εδάφους. Η τοπογραφία είναι λίγο περίεργη μεταξύ των σκαλοπατιών και του δρόμου και θέλουμε το πάρκο της επιφάνειας να είναι εύκολα προσβάσιμο για όλους», λέει.
Από τον 19ο στον 21ο αιώνα
Από εκεί που σήμερα σχηματίζεται η ουρά των επισκεπτών στα σκαλοπάτια του μουσείου, στην οποία στεκόμαστε για να μπούμε μέσα με τον Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ στο κτίριο που σχεδίασαν τον 19ο αιώνα ο Λούντβιχ Λάνγκε και ο Ερνέστος Τσίλλερ, από τη βάση επιβλητικού κτιρίου θα ξεκινήσει η επέκταση που θα φτάσει μέχρι τον δρόμο της Πατησίων όπου θα βρίσκεται και η νέα είσοδος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Το νέο οικοδόμημα θα εκτείνεται κάτω από τη γη και θα προσθέτει δύο επίπεδα υπόσκαφων εκθεσιακών χώρων, έκτασης 20.000 τετραγωνικών μέτρων. Στην επιφάνεια, θα δημιουργηθεί ένα νέο πάρκο με πλούσια βλάστηση και δέντρα, όπως υπόσχονται οι αρχιτέκτονες τοπίου που συμμετέχουν στο εγχείρημα μαζί με το ελληνικό αρχιτεκτονικό γραφείο «Τομπάζης και Συνεργάτες».
Η πρόκληση
«Οπότε το νέο κτίριο πρέπει να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται. Πρέπει να είναι διακριτικό αλλά την ίδια στιγμή και δυναμικό. Αυτή είναι η πραγματική αρχιτεκτονική πρόκληση», μας λέει ο Τσίπερφιλντ.
Καθισμένος στο καφέ του μουσείου, σε ένα τραπέζι στο αίθριο αψηφώντας το κρύο της ημέρας, ο Τσίπερφιλντ χρησιμοποιεί τα χέρια του για να μας δείξει πώς σκέφτεται να πετύχει τη χρυσή τομή μεταξύ των δύο κτιρίων ώστε το νέο να μην ανταγωνίζεται το παλιό. «Οσο “ψηλώνεις” το νέο κτίριο», λέει, «τόσο πιο παρεμβατικός φαίνεσαι ως προς το υφιστάμενο, αλλά αν “χαμηλώσεις” παραπάνω απ’ όσο πρέπει το καινούργιο, δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια συνέχεια με το παλιό». Στόχος του, συμπληρώνει, είναι οι επισκέπτες να μη νιώθουν ότι μετακινούνται από ένα καινούργιο σε ένα παλιό κτίριο, αλλά ότι βρίσκονται σε ένα ενιαίο μουσείο. «Οπότε πρέπει να ισορροπήσουμε το παλιό και το νέο μουσείο, τη συνέχεια των δύο για την εμπειρία των επισκεπτών και βέβαια να γίνει ένας διάλογος μεταξύ της παλιάς και της νέας αρχιτεκτονικής».
Τα μουσεία δεν είναι μόνο ακαδημαϊκά κέντρα. Είναι και τόποι συνάντησης, εκεί όπου ο πολιτισμός μας επιτρέπει να συναντιόμαστε. Αλλιώς, τα βλέπεις όλα από την τηλεόρασή σου.
Το νέο κτίριο θα φιλοξενεί τις βασικές λειτουργίες του μουσείου και στο κέντρο του θα δημιουργηθεί ένα αίθριο που θα ενώνει το νέο με το παλιό οικοδόμημα. Εκεί θα γίνεται η έκδοση των εισιτηρίων, εκεί θα βρίσκεται το εστιατόριο και το πωλητήριο του μουσείου, ένα αμφιθέατρο και οι νέοι εκθεσιακοί χώροι. Ο Τσίπερφιλντ δίνει μεγάλη σημασία στη σχέση του μουσείου με τον αστικό ιστό και φαντάζεται τα εκθέματα να είναι ορατά από το ύψος του δρόμου.
«Νομίζω ότι υπάρχει ένας προβληματισμός ότι το μουσείο είναι αρκετά αποκομμένο από το κοινό τώρα», μας λέει. Για να φτάσεις στο μουσείο τώρα, πρέπει να περάσεις μέσα από ένα πάρκο, να ανέβεις τις σκάλες, να μπεις στο φουαγιέ και μετά να βρεις τα αγάλματα και τα εκθέματα της συλλογής. «Η ιδέα του τι είναι ένα μουσείο έχει αλλάξει από τότε που κατασκευάστηκε το 1866. Τα μουσεία ήταν τότε ένα κουτί θησαυρών για μορφωμένους και καλλιεργημένους ανθρώπους. Τώρα θέλουμε τα μουσεία να είναι πιο δημοκρατικά, πιο διαθέσιμα και διαπερατά, πιο δημοφιλή. Οπότε το νέο κτίριο φέρνει στο επίπεδο του δρόμου όχι μόνο το ίδιο το μουσείο αλλά και τη συλλογή και ο επισκέπτης βλέπει ορισμένα κομμάτια αυτής της υπέροχης συλλογής από την αρχή».
Ο «Τζόκεϊ» του Αρτεμισίου
Ενα από αυτά που ο Τσίπερφιλντ θα ήθελε να δει στο νέο μουσείο είναι και ο «Τζόκεϊ» του Αρτεμισίου. «Είναι μια προφανής επιλογή επειδή ο “Τζόκεϊ” έχει μια δυναμική και νομίζω ότι ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο της συλλογής είναι ότι μπορεί να παρουσιαστεί με μια αυτονομία. Σε μια πινακοθήκη για παράδειγμα, είναι περίεργο να αφαιρέσεις έναν πίνακα από το ιστορικό του πλαίσιο και να τον βάλεις σε ένα λόμπι. Θα φαίνεται παράξενα και μοναχικά. Αλλά ένα μεγάλο αντικείμενο έχει τη δυνατότητα να υπάρχει από μόνο του».
Σε ποιους όμως απευθύνεται ένα σύγχρονο «κουτί με θησαυρούς»; Τα μουσεία είναι για τους τουρίστες ή για τους πολίτες, ρωτάμε. «Πρώτα απ’ όλα πρέπει να απευθύνονται στους πολίτες», λέει κοφτά.
«Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας είναι η κληρονομιά σας. Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια περισσότερο έντονη εκπροσώπηση της κουλτούρας μιας χώρας. Στην Αγγλία δεν υπάρχει μια συλλογή που να μας εκπροσωπεί. Εχουμε την Εθνική Πινακοθήκη αλλά εκεί υπάρχουν πίνακες Ολλανδών, Γάλλων, Ιταλών ζωγράφων. Αλλά εδώ είναι Ελλάδα, αυτό είναι όλο το DNA σας, ο πολιτισμός σας. Οπότε είναι πολύ σημαντικό πρώτα απ’ όλα να υπάρχει η αίσθηση ότι είναι η εθνική σας αρχαιολογική συλλογή. Και φυσικά πρέπει να είναι ελκυστικό για τους τουρίστες αλλά οι επισκέπτες πρέπει να είναι και Ελληνες», σημειώνει και προσθέτει ότι αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση για τα μουσεία διεθνώς, καθώς η πλάστιγγα έχει γείρει περισσότερο προς την προσέλκυση τουριστών με αποτέλεσμα να μην τα προτιμούν οι κάτοικοι των πόλεων.
Κτίριο, όχι πυροτέχνημα
«Γι’ αυτό και η νέα επέκταση πρέπει να στέκεται με σεβασμό στην ιδέα ότι αυτό είναι ένα κτίριο της πόλης. Δεν είναι ένα κέντρο ψυχαγωγίας για τον κόσμο. Αποψή μας είναι ότι η αρχιτεκτονική δεν χρειάζεται να είναι ένα πυροτέχνημα. Το κτίριο είναι το σπίτι και τα αντικείμενα που έχει μέσα είναι το θέμα».
Αραγε τον αποθάρρυνε το γεγονός ότι το μουσείο βρίσκεται σε μια υποβαθμισμένη περιοχή που έχει περάσει από διάφορα κύματα τα τελευταία χρόνια; «Οχι, κάθε άλλο», απαντάει. «Αυτό που μου αρέσει στην Αθήνα είναι ότι ακόμη τη νιώθω σαν μια πραγματική πόλη, έχει μια οικιακή (domestic) ποιότητα. Δεν πιστεύω ότι το ζήτημα της υποβάθμισης είναι τόσο επικίνδυνο όσο το θέμα του εξευγενισμού (gentrification). Οι πόλεις χάνουν πολύ γρήγορα την ταυτότητά τους όταν κανείς δεν μπορεί να πληρώσει το ενοίκιό του ή όταν δεν μπορεί να ζήσει π.χ. στο κέντρο του Λονδίνου. Τι είναι μια πόλη τότε; Και αν η πόλη δεν είναι ένα μέρος όπου ζουν διαφορετικές κοινότητες, κοινωνικά και οικονομικά, δεν έχει πια ενδιαφέρον». «Οι πόλεις», συνεχίζει, «δεν αποτελούνται μόνο από σπίτια, γραφεία και μαγαζιά, αλλά και από σχολεία, βιβλιοθήκες και πράγματα που ενδυναμώνουν τον πολιτισμό και την κοινωνία».
Και συμπληρώνει: «Τα μουσεία δεν είναι μόνο ερευνητικά ή ακαδημαϊκά κέντρα. Είναι επίσης τόποι συνάντησης, εκεί όπου ο πολιτισμός μας επιτρέπει να συναντιόμαστε. Αλλιώς, τα βλέπεις όλα από την τηλεόρασή σου».
Με πράσινα υλικά και φυσικό φως
Ο 70χρονος σερ Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ υπηρετεί την αρχιτεκτονική τα τελευταία 35 χρόνια με γραφεία στο Λονδίνο, στο Μιλάνο, στη Σαγκάη και στο Βερολίνο. Ο βραβευμένος αρχιτέκτονας δούλεψε για την ελληνική πρόταση μαζί με το αρχιτεκτονικό γραφείο Τομπάζη.
Εργα του βρίσκονται σε 25 διαφορετικές τοποθεσίες στις τέσσερις ηπείρους και η δουλειά του αφορά όλο το φάσμα της αρχιτεκτονικής, από τη σύλληψη μιας ιδέας και τη δημιουργία νέων κτιρίων, όπως το δεύτερο κτίριο του Κουνστχάουζ της Ζυρίχης, έως την ανακαίνιση ιστορικών οικοδομημάτων, με πιο πρόσφατο έργο την ανακαίνιση της Πινακοθήκης Μις βαν ντερ Ρόε στο Βερολίνο.
Ελληνες συνάδελφοί του που γνωρίζουν τον ίδιο και τη δουλειά του μιλούν για έναν αρχιτέκτονα που ανδρώθηκε την εποχή της μεγάλης κριτικής του μοντερνισμού· όταν έγινε κατανοητή η αποτυχία των μεγάλων κτιρίων και συγκροτημάτων που ξεφύτρωναν απομονωμένα στο τοπίο και η αρχιτεκτονική άρχισε να επιστρέφει στο οικοδομικό τετράγωνο και στην κοινωνική ώσμωση. Χωρίς όμως να απορρίπτει την παράδοση, ο Τσίπερφιλντ σχεδιάζει νοητές γραμμές που συνδέουν τις εποχές, βλέποντας κριτικά τον μοντερνισμό και χρησιμοποιώντας νέα υλικά και τεχνολογίες – αυτό δεν σημαίνει ότι τα σχέδιά του περνούν άνευ αντιδράσεων και κριτικής.
Σταρ που δεν φωνάζει
Είναι ένας σταρ της αρχιτεκτονικής χωρίς να το φωνάζει. Η στάση του εκπέμπει έναν άνθρωπο που ξέρει το αντικείμενό του και που δεν θα δεχτεί να κάνει εκπτώσεις σε αυτό που πιστεύει.
Πίσω από τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά του, τα μάτια του εξερευνούν τον χώρο όσο μιλάμε και η φωνή του δεν ανεβαίνει ούτε μισό τόνο όταν περιγράφει τις αίθουσες του νέου μουσείου ή τις νέες προκλήσεις της αρχιτεκτονικής που κατά την άποψή του αφορούν περισσότερο την κοινωνία παρά τα κτίρια.
«Το θέμα με ένα νέο κτίριο δεν είναι μόνο λειτουργικό –ποιος δηλαδή χρησιμοποιεί το εσωτερικό του– αλλά αυτό που σκεφτόμαστε ολοένα και περισσότερο είναι ποια είναι η συνεισφορά του στη ζωή της πόλης».
Υπάρχει μια αλλαγή, συμπληρώνει, στην αρχιτεκτονική και κοινωνική φιλοσοφία. «Παλιότερα όλα καθορίζονταν από την οικονομία. Οι πελάτες μου έλεγαν πόσο κοστίζει αυτό. Δεν μπορούμε να το έχουμε. Τώρα πρέπει να μετράμε τα πράγματα κυρίως με βάση το περιβαλλοντικό και κοινωνικό τους αποτύπωμα. Ως αρχιτέκτονες, πρέπει να εμπλακούμε περισσότερο σε αυτή τη συζήτηση. Το πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε στην άκρη της τροφικής αλυσίδας. Οταν φτάνουν σε εμάς, συνήθως έχουν ληφθεί οι πολιτικές αποφάσεις, ο σχεδιασμός έχει αποφασιστεί, ακόμη και ο εμπορικός, και ζητούν από τους αρχιτέκτονες, π.χ., ένα κτίριο με 20 ορόφους. Είναι στο σωστό μέρος; Χρειάζεται; Μπορεί να γίνει; Ως αρχιτέκτονες πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη επιρροή και να αμφισβητούμε τα πράγματα. Εχουμε μάθει να σκεφτόμαστε τις συνέπειες των πραγμάτων, αλλά τα τελευταία 50 χρόνια, μεταπολεμικά, φτιάξαμε σπίτια, σχολεία, νοσοκομεία, σχεδιάσαμε και τώρα είμαστε κάτι σαν επέκταση ενός εμπορικού συστήματος. Δεν πρέπει να αποθαρρύνουμε τις επενδύσεις, αλλά να σκεφτόμαστε λίγο παραπάνω. Δεν ξέρω τι γίνεται στην Ελλάδα, όμως στο Λονδίνο οι πολιτικοί δεν κάνουν τέτοιες συζητήσεις, θεωρούν ότι η ελεύθερη αγορά θα σχεδιάσει τις πόλεις».
Επιστρέφουμε στο μουσείο καθώς ένα από τα διακυβεύματα της αρχιτεκτονικής παγκοσμίως είναι η βιωσιμότητα. Ο Τσίπερφιλντ μας περιγράφει τους εσωτερικούς χώρους του νέου κτιρίου, τα νέα, φιλικά για το περιβάλλον, υλικά που θα χρησιμοποιήσει στην κατασκευή, όπως το συμπιεσμένο χώμα (rammed-earth construction), την αξιοποίηση του φυσικού φωτός από ανοίγματα στην οροφή και περιμετρικά του κτιρίου, που θα φωτίζει τα αρχαία αγάλματα.
«Τα υλικά αυτά θα μας δώσουν μεγάλη μάζα και θερμική σταθερότητα και θα προσδώσουν μια ταυτότητα στο κτίριο. Πρέπει να σκεφτόμαστε επίσης ότι για ένα αρχαιολογικό μουσείο οι αίθουσες παίζουν μεγάλο ρόλο, σε αντίθεση με μια πινακοθήκη που χρειάζεται μεγαλύτερη ευελιξία και ελαφριά υλικά. Εμείς θα έχουμε αντικείμενα στον χώρο, οπότε θα πρέπει να συγκεντρωθούμε περισσότερο στην ποιότητα των υλικών, του χώρου και του φωτός».
Διαφορές
Εσωτερικά, η διαδρομή που θα ακολουθεί ο επισκέπτης θα διαφέρει σε σχέση με το υφιστάμενο κτίριο, που αποτελείται από μικρότερες και μεγαλύτερες αίθουσες και δωμάτια, όπως ήταν ο κανόνας της εποχής. Και εκεί η παρουσίαση της συλλογής θα ανανεωθεί, αλλά, όπως πάντα, με σεβασμό στην ταυτότητά του.
Στη νέα πτέρυγα θα δημιουργηθούν «διαγώνιες συνδέσεις». «Χρησιμοποιούμε το δωμάτιο ως δομή, αλλά οι γωνίες του παραμένουν ανοιχτές για να βλέπει ο επισκέπτης το επόμενο έκθεμα και χώρο. Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια πιο δυναμική σχέση με τον χώρο».
Στο πλαίσιο του «ανοιχτού μουσείου», οι αρχιτέκτονες θα σχεδιάσουν και έναν ειδικό τρόπο πρόσβασης και στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου για ερευνητές ή και ειδικό κοινό, αλλά με γνώμονα την ασφάλεια των εκθεμάτων.
«Το Βερολίνο του Νότου»
Περίπου 20 χρόνια έκανε για να υλοποιηθεί το masterplan του Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ στο «Νησί των Μουσείων» στο Βερολίνο. Η ενοποίηση των μουσείων, που θεωρούνται η «Ακρόπολη» του γερμανικού Βορρά, με άξονα την αποπεράτωση του μουσείου James Simon Gallery –που η κριτική τον παρομοίασε με Παρθενώνα που στέκεται πάνω στον ποταμό Σπρέε του Βερολίνου– δεν ήταν εύκολο έργο.
«Το Νησί είναι η Αθήνα του Βορρά για το Βερολίνο και τώρα είμαστε εδώ και σχεδιάζουμε για το Βερολίνο του Νότου», λέει χαριτολογώντας.
Οταν όμως η συζήτησή μας έρχεται στο θέμα του χρονοδιαγράμματος, εκεί φαίνεται ότι μπαίνουμε σε άγνωστα… νησιά. «Αν αυτό το πρότζεκτ πάρει 20 χρόνια, τότε οι άνθρωποι δεν θα πιστέψουν ποτέ ότι θα γίνει», σημειώνει ο ίδιος.
Το κόστος
Πρόθεση της κυβέρνησης είναι οι αναγκαίες μελέτες που θα χρειαστούν (και θα διαρκέσουν 2-3 χρόνια) να χρηματοδοτηθούν από ιδιωτικές δωρεές, ενώ η κατασκευή του μουσείου και του περιβάλλοντος χώρου από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους. Οι πρώτες εκτιμήσεις όριζαν ότι το συνολικό κόστος θα ανέλθει σε περίπου 300 εκατομμύρια ευρώ, αλλά ακόμη δεν έχουν επιβεβαιωθεί.
Αγνωστο παραμένει, επίσης, εάν θα χρειαστεί να κλείσει προσωρινά το μουσείο για να γίνουν εργασίες ή εάν τελικά θα κατασκευαστεί πάρκινγκ σε μια περιοχή που είναι προσβάσιμη από πολλά μέσα μεταφοράς. Δεν ακούγεται και τόσο «πράσινο».