Ο Τζέφρι Χέιλι, διευθύνων σύμβουλος της αμερικανικής τράπεζας American National Bank and Trust Company, είδε την κρίση να έρχεται στις αρχές του 2023. Η αύξηση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της οικονομίας σήμαιναν ότι η αύξηση των δανείων πιθανότατα θα μειωνόταν στο ήμισυ, ενώ η τοπική τράπεζα με έδρα το Ντάνβιλ της Βιρτζίνια των Ηνωμένων Πολιτειών έστρεψε το κέντρο βάρους της σε βελτιωμένης ποιότητας πιστώσεις με υψηλότερη απόδοση, χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα για τον όγκο τους.
Στη συνέχεια, κατέρρευσαν απότομα στα μέσα Μαρτίου δύο περιφερειακές τράπεζες της χώρας και το δικό του ένστικτο του είπε ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν έτι περαιτέρω. Ο ρυθμός αύξησης των δανείων της τράπεζάς του American National Bank and Τrust Company μειώθηκε ίσως και στο 25% του 2022 συνολικά, όταν το χαρτοφυλάκιο δανείων της αυξήθηκε κατά 13% σε περίπου 2,1 δισ. δολάρια. Ερχόμενοι στο 2023, «ο εμπειρικός μου κανόνας ήταν πως απ’ ό,τι κάνατε πέρυσι, πιθανότατα θα κάνετε τα μισά φέτος», είπε ο Τζέφρι Χέιλι.
Μετά μια εκστρατεία ενός χρόνου προς την απεριόριστη αύξηση των επιτοκίων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ βρίσκεται για πρώτη φορά μπροστά σε μια μεγάλη λακκούβα, διότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εκατοντάδες αίθουσες διοικητικών συμβουλίων τραπεζών είτε θα συμβάλουν είτε όχι σε μια συρρίκνωση πιστώσεων, οι οποίες και διαμορφώνουν την ίδια την οικονομία.
Αυξάνοντας το επιτόκιο αναφοράς, βάσει του οποίου οι τράπεζες δανείζουν χρήματα η μία στην άλλη, η αυστηρότερη νομισματική πολιτική καθιστά τα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ακριβότερα και δυσκολότερα στη λήψη. Θεωρητικά αυτό μειώνει τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, που χρηματοδοτούνται από πιστώσεις και με την πάροδο του χρόνου μειώνει επίσης τον πληθωρισμό.
Οι τραπεζικοί λογαριασμοί των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων παραμένουν συγκριτικά στάσιμοι, ένα ανάχωμα έναντι της υπερβολικά γρήγορης οικονομικής ύφεσης. Ωστόσο, οι συνολικές τραπεζικές πιστώσεις έχουν σταματήσει στα σχεδόν 17,5 τρισ. δολάρια από τον Ιανουάριο.
Η αύξησή τους από τη μια χρονιά στην άλλη υποχωρεί ραγδαία, ενώ η επικείμενη απόφαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) τον Μάιο για τα επιτόκια εξαρτάται πλέον από το εάν οι αξιωματούχοι της αποφασίσουν πως πρόκειται απλά για την εξελισσόμενη νομισματική πολιτική ή για κάτι πιο βαθύ.
Ο πληθωρισμός, όπως μετριέται με τον προτιμώμενο δείκτη της Fed, παραμένει υπερδιπλάσιος από τον στόχο της του 2%, και προς το παρόν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής εκτιμούν ότι δικαιολογεί ακόμη μία αύξηση στο κόστος δανεισμού κατά τη συνεδρίασή τους στις 2-3 Μαΐου. Ωστόσο, η πιθανότητα για μια χειρότερη από την αναμενόμενη πιστωτική κρίση παραμένει αυξημένη μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank τον περασμένο μήνα, γεγονός που δημιούργησε ανησυχίες για μεγαλύτερο οικονομικό πανικό.
Παρά ταύτα, τα χειρότερα μάλλον έχουν αποτραπεί. Τα μέτρα εκτάκτου ανάγκης, τα οποία ελήφθησαν από τη Fed και το υπουργείο Οικονομικών, προστάτευσαν τους καταθέτες και στις δύο τράπεζες, βοηθώντας να αποκλιμακωθεί αυτό, που θα μπορούσε να ήταν μια αποσταθεροποιητική πορεία με μεταφορές κεφαλαίων από τις μικρότερες τράπεζες προς τις μεγαλύτερες. Αλλες ενέργειες της Fed, τέλος, συνέβαλαν στη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα.