Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς

1 year ago 66

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το ιταλικό πρωτάθλημα ήταν το πιο λαμπερό σε όλη την Ευρώπη. Οι ομάδες του καμπιονάτο ξόδευαν δισεκατομμύρια λιρέτες προκειμένου να φέρουν στα γήπεδα της χώρας τους κορυφαίους παίκτες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έφτιαχνε την αυτοκρατορία της Μίλαν με την τριάδα των Ολλανδών, Ρουντ Γκούλιντ, Μάρκο Φαν Μπάστεν και Φράνκ Ράικαρντ, ενώ, ο Ερνέστο Πελεγκρίνι έχτιζε την Ιντερ με «θεμέλια» τους Γερμανούς, Αντρέας Μπρέμε, Γιούργκεν Κλίνσμαν και Λόταρ Ματέους. Στο Τορίνο, η Γιουβέντους είχε τινάξει την μπάνκα στον αέρα, ντύνοντας στα ασπρόμαυρα τον Ρομπέρτο Μπάτζιο και ανοίγοντας με αυτή την κίνηση έναν κύκλο μίσους με την Φιορεντίνα ο οποίος ακόμα δεν έχει κλείσει. Αν και ο «μικρός Βούδας» δεν ήθελε να αφήσει την πανέμορφη Φλορεντία για το μουντό Τορίνο, ο πρόεδρος των «βιόλα», Φλάβιο Ποντέλο δεν ήταν σε θέση να πει όχι στα 25 δισ. λιρέτες που του έδινε ο Ανιέλι στην πιο ακριβή (μέχρι τότε) μεταγραφή όλων των εποχών. 

Τη χρονιά εκείνη είχε κερδίσει την άνοδό της στην πρώτη κατηγορία και η Τορίνο. Η «γκρανάτα» είχε μάθει για χρόνια να ζει στην σκιά της Γιουβέντους και η επιστροφή της στα σαλόνια του ιταλικού ποδοσφαίρου είχε αναγκάσει τον πρόεδρό της, Τζιαν Μάουρο Μπορσάνο, να βάλει όσο πιο βαθιά μπορούσε το χέρι στην τσέπη, με βάση τις δικές του οικονομικές δυνατότητες, για να φέρει στην ομάδα τον Ισπανό μέσο Ραφαέλ Μάρτιν Βάσκες, καθώς και έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό τερματοφύλακα, τον Λούκα Μαρκετζιάνι.

Την 3η αγωνιστική του πρωταθλήματος, η Ιντερ που είχε ξεκινήσει με δύο στα δύο θα ταξίδευε στο γειτονικό Τορίνο για να αντιμετωπίσει την νεοφώτιστη ομάδα που ακόμη δεν είχε πετύχει κάποια νίκη.

Μεταξύ των παικτών που είχε να διαχειριστεί ο προπονητής της Τορίνο, Εμιλιάνο Μοντόνικο και οι περισσότεροι βρίσκονταν και στην ομάδα που έναν χρόνο πριν αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία, ήταν και ένας ακραίος επιθετικός που είχε γεννηθεί 21 χρόνια νωρίτερα σε έναν μικρό δήμο 29 χιλιόμετρα νότια του Τορίνο, την Καρμανιόλα. Ηταν ο Τζιανλουίτζι «Τζίτζι» Λεντίνι που είχε τραβήξει τα βλέμματα σε όλη την προσπάθεια της Τορίνο να φτάσει μέχρι την άνοδο. Σε αντίθεση με το ιταλικό ποδόσφαιρο στο οποίο λατρεύονταν ως θεοί όσοι παίκτες ήξεραν να κόβουν καλά, ο Λεντίνι κατάφερε να ξεχωρίσει, καθώς είχε ένα αστείρευτο ρεπερτόριο να εκθέτει τους αμυντικούς, δείχνοντας να μην ενδιαφέρεται πολύ για τις τακτικές που ήθελαν οι προπονητές του να ακολουθεί. Εμοιαζε με ένα αντίδοτο στην ακαμψία που χαρακτήριζε τότε τις ιταλικές ομάδες. Βέβαια η Serie B’ δεν είχε καμία σχέση με τις ομάδες που είχε να αντιμετωπίσει τώρα η Τορίνο και η πρόκληση για αυτόν ήταν ακόμα μεγαλύτερη.

Σε εκείνο το παιχνίδι με την Ιντερ, ο Λεντίνι είχε απέναντί του τον Αντρέας Μπρέμε, τον καλύτερο ίσως μπακ της εποχής. Το τέλος του αγώνα βρήκε την «Τόρο» νικήτρια με 2-0, τον Λεντίνι να έχει σκοράρει και τον Γερμανό αμυντικό να μην έχει καταλάβει το τι έχει συμβεί, καθώς είχε ηττηθεί από έναν παίκτη που μάλλον δεν ήξερε καν το όνομά του.

Ο Λεντίνι συνέχισε τις πολύ καλές εμφανίσεις του και έτσι τον Φεβρουάριο βρέθηκε για πρώτη φορά στην εθνική ομάδα της Ιταλίας, ενώ τον Απρίλιο η Τορίνο κέρδισε το πρώτο ντέρμπι απέναντι στην Γιουβέντους μετά από επτά χρόνια. Η «γκρανάτα» τερμάτισε τελικά στην 5η θέση εξασφαλίζοντας, αμέσως μετά την άνοδο, την συμμετοχή της στο Κύπελλο UEFA.  

Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, λίγο πριν και λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τορίνο ήταν η ομάδα που κυριαρχούσε στα γήπεδα της Ιταλίας. Η πορεία όμως σταμάτησε με τραγικό τρόπο τον Μάιο του 1949, όταν το αεροπλάνο με το οποίο επέστρεφε η αποστολή από έναν φιλικό αγώνα με την Μπενφίκα στην Πορτογαλία, συνετρίβη στον λόφο Σουπέργκα, καθώς εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών πετούσε αρκετά χαμηλά για να αποκτήσει οπτική επαφή με το αεροδρόμιο της πόλης. Από τη σύγκρουση σκοτώθηκαν και οι 31 επιβαίνοντες: οι 18 παίκτες της ομάδας, 3 μέλη του προπονητικού τιμ (προπονητής, κόουτς και φυσιοθεραπευτής), 3 μέλη της διοίκησης, το 4μελές πλήρωμα του αεροσκάφους και 3 δημοσιογράφοι που κάλυπταν τον αγώνα.

Υπολογίζεται ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία, ενώ στους τέσσερις αγώνες που απέμεναν για την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, και ενώ δεν είχε εξασφαλίσει μαθηματικά τον τίτλο, η Τορίνο «κατέβηκε» με την ομάδα των εφήβων της. Προς τιμήν τους όλες οι ομάδες σε αυτά τα παιχνίδια αγωνίστηκαν επίσης με τις Κ19 και έτσι η Τορίνο έφτασε στις νίκες που της χάρισαν έναν «μουγκό» τίτλο καθώς κανείς στην πόλη μπορούσε να χαρεί και να πανηγυρίσει.

Από εκείνο το σημείο και μετά, η Τορίνο ποτέ δεν κατάφερε να σηκώσει κεφάλι, με την ομάδα μάλιστα να γίνεται συνώνυμο της ατυχίας. Όταν στο τιμόνι της βρέθηκε ο μεγαλοεργολάβος, Τζιαν Μάουρο Μπορσάνο, η μοίρας της έδειχνε να αλλάζει. Εχοντας χρηματοδοτήσει την άνοδο από την τσέπη του, η 5η θέση στο πρωτάθλημα τον «μέθυσε» ακόμα περισσότερο. Βλέποντας την δημοτικότητα του να αυξάνεται και έχοντας πολιτικές φιλοδοξίες, αποφάσισε να πάρει μεγάλα δάνεια για να ρίξει και άλλα χρήματα στην ομάδα, πιστεύοντας ότι η δική της επιτυχία θα εξασφάλιζε και τη δική του στις εκλογές που πλησίαζαν.

Ο αστικός μύθος αναφέρει ότι κάποια στιγμή το καλοκαίρι του 1991 πήρε μαύρα μεσάνυχτα τηλέφωνο τον Μοντόνικο και του είπε ότι έχει για αυτόν ένα σημαντικό δώρο. Το όνομά του ήταν Εντζο Σίφο…

Την περίοδο 1991-92 η «Τόρο» θα έφτανε σε δύο μεγάλες επιτυχίες. Αρχικά θα κατάφερνε να τερματίσει στην 3η θέση του λαμπερού καμπιονάτο, ενώ παράλληλα θα έφτανε και στον τελικό του Κυπέλλου UEFA. Μάλιστα στο δρόμο της βρέθηκε στον 3ο γύρο της διοργάνωσης και η ΑΕΚ με τον πρώτο αγώνα να βρίσκει τις δύο ομάδες ισόπαλες 2-2 στη Νέα Φιλαδέλφεια και τους Ιταλούς να επικρατούν με 1-0 στη ρεβάνς. Στον ημιτελικό η «Τόρο» κατάφερε να αποκλείσει την τεράστια Ρεάλ Μαδρίτης, καθώς αν και έχασε με 2-1 στο Μπερναμπέου, κατάφερε να επικρατήσει με 2-0 στο «Ντέλε Αλπι» μπροστά σε 69.000 θεατές, με δύο ασίστ του Λεντίνι.

Τέσσερις ημέρες αργότερα, καθώς η Ιταλία πήγαινε στις κάλπες, η Τορίνο σάρωσε ξανά τη Γιούβε στο τοπικό ντέρμπι, ενώ την ίδια στιγμή ο Μπορσάνο έκανε το όνειρό του πραγματικότητα, καθώς εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

Στον τελικό η «γκρανάτα» αντιμετώπισε τον Αγιαξ. Στο πρώτο ματς στο Τορίνο οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες 2-2, ενώ στη ρεβάνς του Αμστερνταμ η τύχη για ακόμα μια φορά γύρισε την πλάτη στους Ιταλούς καθώς είδαν την μπάλα να χτυπά τρεις φορές στο δοκάρι και έτσι το τελικό 0-0 χάρισε το τρόπαιο στους Ολλανδούς.

Παρά την επιτυχία, τα νέα πλέον δεν ήταν ευχάριστα. Ο πρόεδρος αντιμετώπιζε πλέον οικονομικές δυσκολίες και όλα έδειχναν ότι ήταν έτοιμος να βγάλει στο… σφυρί όλα τα μεγάλα ονόματα της ομάδας, μεταξύ αυτών και του Λεντίνι, ο οποίος λίγες μέρες νωρίτερα είχε δηλώσει ότι η μη κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA, ήταν «η μεγαλύτερη λύπη της επαγγελματικής του καριέρας».

Η πρώτη ομάδα που θέλησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση ήταν η Γιουβέντους, η οποία χτύπησε την πόρτα ζητώντας τον αεράτο εξτρέμ της συμπολίτισσας. Η απάντηση ήταν αρνητική, όχι γιατί ο Μπορσάνο δεν χρειαζόταν τα χρήματα, αλλά γιατί αν η μετακίνηση ολοκληρωνόταν η πόλη θα έπαιρνε φωτιά. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί 25 χρόνια νωρίτερα, όταν η Γιούβε πήγε να πάρει τον Τζίτζι Μερόνι. Μόλις η είδηση διέρρευσε στον Τύπο, οι οπαδοί της Τορίνο απέκλεισαν τους κεντρικούς δρόμους, ενώ δεκάδες χιλιάδες που δούλευαν στην FIAT του Ανιέλι απείλησαν με γενική απεργία και έτσι η μεταγραφή ακυρώθηκε.

Ετσι βρήκε την ευκαιρία να δράσει ο Μπερλουσκόνι. Ο Λεντίνι μετέβη στη βίλα του «καβαλιέρε» με ελικόπτερο, αρχικά τον έκανε να αισθανθεί φίλος του και στη συνέχεια του αποκάλυψε την αλήθεια. Η μεταγραφή θα γινόταν είτε ήθελε και ο παίκτης, είτε όχι, καθώς ο ίδιος είχε ήδη συμφωνήσει κάτω από το τραπέζι με τον Μπορσάνο. Η συμφωνία έφτασε σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής τα 65 δισ. λιρέτες (τα 43 ο Λεντίνι για 4ετές συμβόλαιο), ποσό αστρονομικό για την εποχή, ενώ ο πρόεδρος της Τορίνο, πήρε περίπου άλλα 10 δισ. λιρέτες κάτω από τραπέζι για να βγει μάλιστα στη συνέχεια και να κατηγορήσει ως «προδότη» τον παίκτη που έφυγε, ενώ εκείνος έκανε τα πάντα για να τον κρατήσει. Παράλληλα η μεταγραφή ξεσήκωσε σχεδόν όλη την χώρα που κατηγόρησε τον Μπερλουσκόνι ότι ξόδεψε ένα αστρονομικό ποσό, απλά και μόνο για έναν παίκτη, την στιγμή που η Ιταλία αντιμετώπιζε σοβαρή οικονομική κρίση.

Ο Μπορσάνο θα ξεφορτωνόταν στη συνέχεια τους Μπρέσιανι, Ρομπέρτο Κραβέρο και Σιλβάνο Μπενεντέτι, μαζί με τον Μάρτιν Βάσκες και τον Ρομπέρτο Πολικάνο. Με τη ραχοκοκαλιά της ομάδας τους να ξεριζώνεται μέσα σε τρεις απελπισμένες εβδομάδες, οι οπαδοί της Τόρο βγήκαν στους δρόμους. Ο Μπορσάνο ενημερώθηκε ότι καλά θα κάνει να εξαφανιστεί, καθώς εκατοντάδες ultras πολιορκούσαν τα γραφεία του συλλόγου.

Μάλιστα ένας οπαδός υπέβαλε μήνυση στην ομάδα, βάσει του ιταλικού αντίστοιχου νόμου περί πώλησης αγαθών. Ισχυρίστηκε ότι το εισιτήριο διαρκείας του είχε χάσει την αξία του σε σχέση με τα χρήματα που έδωσε για να το αποκτήσει και μάλιστα δικαιώθηκε στα δικαστήρια.

Η επιχείρηση του Μπορσάνο θα κατέρρεε και παρά το γεγονός ότι είχε εκλεγεί βουλευτής δεν κατάφερε να γλιτώσει την σύλληψη και τη δίωξη.

Από την άλλη ο Τζίτζι Λεντίνι βρέθηκε στην Μίλαν που έμοιαζε με ποδοσφαιρικός γαλαξίας, κουβαλώντας στις πλάτες του το ποσό που δαπανήθηκε για τη μετακίνησή του, καθώς και τις… κατάρες μιας ολόκληρης πόλης που ακόμα δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ότι ο παίκτης που προοριζόταν για σημαία της Τορίνο, έπαιζε πλέον για τους «ροσονέρι».

Η πρώτη του σεζόν στο Μιλάνο ήταν καλή, όχι όμως τόσο για τον κάνει να ξεχωρίσει μέσα σε ένα εξαιρετικό ρόστερ. Ηταν απλά ένας καλός παίκτης σε μια πολύ καλή ομάδα. Στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 1993 με αντίπαλο την Μαρσέιγ, όπου οι Γάλλοι κατέκτησαν το τρόπαιο είναι… άφαντος και αυτή ήταν η αφορμή που έψαχναν οι πολέμιοι του για να τον… θάψουν. Πλέον ακόμα και η εμφάνισή του, με σκουλαρίκι και μακριά μαλλιά ενοχλούσε τον Τύπο στο Μιλάνο, καθώς τον θεωρούσαν «παρακατιανό», ενώ στο στόχαστρο μπήκε και η ζωή του εκτός γηπέδων. Εκεί όμως έδωσε δικαίωμα και ο ίδιος. Το φτωχό παιδί από την Καρμανιόλα τελικά δεν κατάφερε ποτέ να προσαρμοστεί στη νέα του πλούσια ζωή μακριά από τα μέρη που μεγάλωσε. Η παπαράτσι τον κυνηγούσαν σχεδόν σε κάθε του νυχτερινή έξοδο και τελικά η πικρή για αυτόν ιστορία θα κορυφώνονταν – υπό τις πιο δραματικές συνθήκες – αργότερα εκείνο το καλοκαίρι…

Οι φήμες που τον ήθελαν να έχει παράνομη σχέση με τη Ρίτα Μπονακόρσο είχαν πλέον επιβεβαιωθεί. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι και η συγκεκριμένη ήταν απλά μια ακόμα «καυτή» Ιταλίδα που βρέθηκε στην αγκαλιά ενός ακριβοπληρωμένου σταρ, όμως εδώ υπήρχε μια μικρή λεπτομέρεια που μετέτρεπε την ιστορία σε σαπουνόπερα. Η Μπονακόρσο ήταν σύζυγος του επιθετικού της Γιουβέντους, Τότο Σκιλάτσι, που τρία χρόνια νωρίτερα είχε γίνει εθνικός ήρωας με τις εμφανίσεις του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας. Τώρα όμως είχε πάρει την κάτω βόλτα και στα γήπεδα και έξω από αυτά. Οι πρώτες ενδείξεις της σχέσης τους είχαν κάνει την εμφάνισή τους λίγο καιρό πριν τον Αύγουστο του ’93 όταν ο Λεντίνι είχε τρακάρει κοντά στο σπίτι του Σκιλάτσι, με τις «κακές γλώσσες» να υποστηρίζουν ότι προσπάθησε να φύγει βιαστικά από αυτό, όταν ο απατημένος σύζυγος θέλησε να τους πιάσει στα πράσα, χωρίς όμως να το καταφέρει. 

Τα πράγματα έγιναν πιο σοβαρά το βράδυ της 2ας Αυγούστου του 1993. Ο Λεντίνι επέστρεφε στο Μιλάνο με την Porsche 911 που είχε, έπειτα από ένα φιλικό με την Μίλαν στην Γένοβα. Κάποια στιγμή τον έπιασε λάστιχο και σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο για να το διορθώσει. Βγήκε ξανά στην εθνική οδό, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι ο εφεδρικός τροχός ήταν φτιαγμένος για να αντέχει μέχρι τα 80χλμ και όχι τα 200 ταχύτητα που ανέπτυξε με την Porsche του. Η ρόδα διαλύθηκε και το αυτοκίνητο άρχισε να παίρνει μια τρελή τροχιά μοιάζοντας με χαρταετό που χορεύει στην καταιγίδα. Η πορεία σταμάτησε όταν η Porsche διαλύθηκε στην άκρη του δρόμου παίρνοντας φωτιά και ευτυχώς για τον Λεντίνι, ένας οδηγός φορτηγού που ακολουθούσε κατάφερε να τον βγάλει έξω από τα συντρίμμια πριν καεί ζωντανός.

Η Ρίτα ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που έτρεξαν στο πλευρό του και μάλιστα ορκίστηκε ότι αν γινόταν καλά θα τον άφηνε στην ησυχία του. Ο Λεντίνι συνήλθε μετά από λίγο καιρό από το κώμα, η ίδια τον χώρισε και ο Σκιλάτσι έφυγε για την μακρινή Ιαπωνία για να γλιτώσει από την ντροπή. Μετά από αρκετούς μήνες επέστρεψε στα γήπεδα και την Μίλαν, αλλά δεν ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος, με αποτέλεσμα ο Φάμπιο Καπέλο να τον χρησιμοποιήσει μόλις τέσσερα λεπτά στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ του 1995, όταν η Μίλαν ηττήθηκε από τα «μωρά» του Αγιαξ που καθοδηγούσε ο Λουίς Φαν Χάαλ.

Κάποιοι υπέθεσαν ότι οι σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις που είχε υποστεί στο ατύχημα είχαν επηρεάσει την ισορροπία του, άλλοι είπαν ότι οι γνωστικές του ικανότητες είχαν μειωθεί. Εχοντας αφήσει πίσω τη θυελλώδη σχέση του με την  Ρίτα Μπονακόρσο, ο Λεντίνι παντρεύτηκε το 1996 την Αλεξάντρα Κάρλσον, μοντέλο από τη Σουηδία με την οποία την ίδια χρονιά απέκτησε τον γιό του Νίκολας. Η τελετή έγινε στο μέρος που γεννήθηκε, χωρίς την παρουσία δημοσιογράφων, ενώ δεν κάλεσε σχεδόν κανέναν από τους παίκτες με τους οποίους είχε συμπορευθεί στην καριέρα του.

Κάθε μέρα που περνούσε η φόρμα του και η φυσική του κατάσταση χειροτέρευαν και κάποιος είπε ότι παρόλο που ο Λεντίνι αγαπούσε το ποδόσφαιρο, δεν το είχε αγκαλιάσει ποτέ ως δουλειά. Το καλοκαίρι του 1996 το συμβόλαιό του με την Μίλαν ολοκληρώθηκε και πλέον βγήκε στην αναζήτηση νέας ποδοσφαιρικής στέγης.

Αυτή την βρήκε μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Μπέργκαμο και στην Αταλάντα όπου προπονητής ήταν ο Εμιλιάνο Μοντόνικο, ο άνθρωπος που μπορούσε να κάνει τον Λεντίνι να βγάλει στο γήπεδο όλο του το ταλέντο. Το είχε πετύχει στην Τορίνο, το πέτυχε σε κάποιο βαθμό και τώρα. Η παρουσία του στην Αταλάντα του άνοιξε το δρόμο της επιστροφής και στην εθνική ομάδα, όταν ο Αρίγκο Σάκι τον κάλεσε ξανά και στα 27 του πλέον χρόνια έβλεπε να του παρουσιάζεται η ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα στην καριέρα του.

Όμως στο τέλος της σεζόν ο Λεντίνι θα πάρει μια απόφαση που μόνο σε καλό δεν του βγήκε. Μην μπορώντας να ακολουθήσει τους ρυθμούς του καμπιονάτο αποφασίζει να επιστρέψει στην Τορίνο που ήταν στην Serie B’. Πλέον δεν συμπεριφερόταν ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά περισσότερο ως χομπίστας που έκανε απλά το κέφι του. Ακόμα και έτσι θα κερδίσει κάποια στιγμή άνοδο με την «Τόρο», αλλά ο υποβιβασμός ήταν άμεσος. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 2001, θα βρει ξανά τον μέντορά του, Μοντόνικο στην Κοζέντζα, επίσης στη δεύτερη κατηγορία. Μάλιστα ρωτήθηκε κάποια στιγμή αν νιώθει ότι το άθλημα τον τιμωρεί καθώς 10 χρόνια πριν υπήρξε ο πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης του κόσμου και τώρα αγωνίζεται μπροστά σε 3000 άτομα σε κάτι που μοιάζει με γήπεδο. «Το ποδόσφαιρο είναι ποδόσφαιρο», απάντησε και μάλιστα έμεινε στην ομάδα ακόμα και ότι το 2004 υποβιβάστηκε στην Serie D, εξαιτίας οικονομικών ατασθαλιών. Το έκανε –όπως είπε- γιατί του το ζήτησαν  και επειδή ήταν καλοί άνθρωποι.

Στο τέλος της χρονιάς επέστρεψε σπίτι του αποφασισμένος να βάλει τέλος σε ηλικία 35 ετών, όμως ένας παλιός φίλος, του πρότεινε να παίξει στην τοπική ερασιτεχνική ομάδα Κανέλι. Και σε αυτόν είπε «ναι» και τελικά παρέμεινε ενεργός στις ερασιτεχνικές κατηγορίες της Ιταλίας μέχρι το 2012, όταν και κρέμασε σε ηλικία 43 ετών τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια.

Ο Λεντίνι, σήμερα 54 ετών, εξακολουθεί να ζει στην Καρμανιόλα και να παίζει μπιλιάρδο – το μεγάλο του πάθος – με τους ανθρώπους με τους οποίους μεγάλωσε. Η πιο πρόσφατη ιστορία που δημοσιεύτηκε για αυτόν στον ιταλικό Τύπο αφορούσε 100.000 ευρώ που δόθηκαν σε ένα τοπικό αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Λεντίνι δεν αρνήθηκε ποτέ ότι παρέδωσε τα χρήματα, αλλά ισχυρίστηκε ότι επρόκειτο για δάνειο. Ο παραλήπτης κρίθηκε αθώος για εκβιασμό, αλλά η υπόθεση ανέδειξε την προφανή αφέλεια του.

Ακόμα και τώρα στην Ιταλία είναι πολλοί εκείνοι που τον αναφέρουν ως το παράδειγμα ενός παίκτη που πλήρωσε τα πάθη του. Τον αναφέρουν επίσης ως έναν από τους τελευταίους μια γενιάς ποδοσφαιριστών που διέπρεψαν χάρη στο ταλέντο τους και στη συνέχεια εξαφανίστηκαν σαν τους δεινόσαυρους, δίνοντας τη θέση τους σε παίκτες που στηρίζονταν στην ταχύτητα και τη δύναμη.

Το μόνο που τον κρατά πλέον κοντά στον χώρο του ποδοσφαίρου είναι ο γιος του, Νίκολας, που αγωνίζεται ως τερματοφύλακας και στον οποίο έχει δώσει μια και μόνο συμβουλή: να μην τρέχει όταν οδηγεί…

Read Original