«Μισώ τους μεν γιατί είν’ αισχροί, καθάρματα μεγάλα, τους δε γιατί με τους αισχρούς τα πάνε μέλι γάλα».
Τετρακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Μολιέρου, ο Αλσέστ εξακολουθεί να περιδιαβάζει στη θεατρική αυλή του Λουδοβίκου ΙV, να μπαινοβγαίνει στα αστικά σαλόνια του Παρισιού, να περιπλανιέται στις αίθουσες του παλατιού και να παρατηρεί τις υποκριτικές συμπεριφορές των αριστοκρατών του 17ου αιώνα. Ακούει τα ψέματα, τις κολακείες, τα κακεντρεχή σχόλιά τους και αντιδρά με απέχθεια στις ίντριγκες, στις δολοπλοκίες, στην αλαζονεία και στην ύβρι τους.
Ο μολιερικός «Μισάνθρωπος» («Le Misanthrope», 1666) είναι ένας απολύτως θετικός ήρωας. Δεν μισεί τους ανθρώπους γιατί ο ίδιος είναι κακός και ιδιότροπος χαρακτήρας, αλλά επειδή διαπιστώνει πόσο διεφθαρμένοι είναι οι άλλοι γύρω του. Στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Λευτέρης Βογιατζής το 1996, ο Αλσέστ κρατάει μία κάμερα και παρατηρεί μέσα από αυτήν τα δραματικά πρόσωπα. Τότε συνειδητοποιεί τα μίση, το ψέμα, την απάτη και τη διαφθορά. Ο Αλσέστ θα ήθελε πολύ ο κόσμος να είναι ηθικός και δίκαιος και τα ηθικά ελαττώματα των ανθρώπων να τίθενται προς διερεύνηση και προς διόρθωση. Οταν όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτό δεν ισχύει, τότε μισεί τους ανθρώπους γιατί δεν ανταποκρίνονται σε αυτό το όραμα του ανθρωπισμού. Καθώς γι’ αυτόν η «φύση δεν μιλά ποτέ με ψεύτικα στολίδια», οργανώνει τη «μισανθρωπία» του ως ένα είδος άμυνας αλλά και επίθεσης ή και έκφρασης μιας απόγνωσης απέναντι στην ηθική κατάπτωση που τον περιβάλλει. Ο Αλσέστ, όπως και ο σαιξπηρικός Τίμων Αθηναίος, αποκωδικοποιεί και απογυμνώνει τα πάντα γύρω του.
Η Μαρία Μαγκανάρη σκηνοθέτησε αυτό το δύσκολο έργο της μολιερικής πινακοθήκης με ουσιαστική γνώση, ευαισθησία και έμπνευση, αναδεικνύοντας όλες τις πτυχές της «σοβαρής κωμωδίας» (sérieuse comédie), ενός είδους μεικτού, όπου το κωμικό ενυπάρχει με το δραματικό και λειτουργεί ενίοτε ως περιφερειακή αρτηρία του αστικού δράματος. Ανέδειξε όλες τις σατιρικές αιχμές του έργου, αυτές που οδηγούσαν τους θεατές του 17ου αιώνα να φεύγουν ενοχλημένοι από την παράσταση επειδή αναγνώριζαν τον εαυτό τους ολοκάθαρα στο μολιερικό θέαμα. Μετέφερε χαλαρά τη δράση στην ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του 1990 και επέτρεψε στον σύγχρονο θεατή να κρίνει και να σκεφθεί ο ίδιος αν οι «θανάσιμες πληγές» που τυραννούν τον «Μισάνθρωπο» έχουν επουλωθεί. Τον οδήγησε με χιούμορ και οξύτητα στο να αναζητήσει τη θέση του σε ένα σύστημα σχέσεων, βασισμένων στην εγγύτητα και την απόσταση, στην εξοικείωση και την αποξένωση, σταθμίζοντας τα νοήματα ανάμεσα στο «τότε» και στο «τώρα».
Οι θεατές του 17ου αιώνα έφευγαν ενοχλημένοι από την παράσταση επειδή αναγνώριζαν τον εαυτό τους σε όσα κατέκρινε ο συγγραφέας.
Στον ευκίνητο, ευλύγιστο και γοητευτικό σκηνικό χώρο του θεάτρου «Θησείον» που σκηνογράφησε με λιτό τρόπο η Φιλάνθη Μπουγάτσου, η Μαγκανάρη πέτυχε επίσης τη διαλεκτική σχέση της έμμετρης μετάφρασης με τη σκηνοθεσία. Στην παράστασή της ακούστηκε το παιγνίδισμα των λέξεων, της ανεκτίμητης απόδοσης της Χρύσας Προκοπάκη. Στη μολιερική ρίμα διατηρήθηκε η «πατίνα» του παλαιού, όπως διατηρείται στις πολύτιμες αντίκες το λούστρο τους, ώστε να αναδειχθεί πιο έντονα η γοητεία τους στο σύγχρονο περιβάλλον.
Οι ερμηνείες
Οι ηθοποιοί διήνυσαν μια ενδιαφέρουσα ερμηνευτική κλίμακα και οδήγησαν την κωμωδία στη δραματική της λύση με τον Αλσέστ να επιλέγει τη μοναξιά και να πληρώνει το τίμημα της μισανθρωπίας του, που δεν είναι άλλο από τη μοναχική ζωή του. Ο Κώστας Κουτσολέλος, έξοχος Αλσέστ, με ιδιαίτερη φωνητική τεχνική ερμηνεύει την εμμονή στην ειλικρίνεια, την αλήθεια και την ανιδιοτέλεια. Εχει την όψη του διανοούμενου αλλά και του ευάλωτου άνδρα στα βέλη του έρωτα. Η Σύρμω Κεκέ ως δυναμική κοσμική κυρία Σελιμέν, το αντικείμενο του πόθου του Αλσέστ, ανήκει στον κόσμο της διαφθοράς και αναμειγνύει δύο θηλυκές μορφές: της διαβολικής χήρας που απολαμβάνει τη ζωή χωρίς ίχνος αναστολών και της ερωτευμένης θηλυκής ύπαρξης που απολαμβάνει το ερωτικό παιχνίδι στο πολλαπλών χρωματισμένων στρωμάτων κρεβάτι της. Ο Κώστας Κορωναίος στον δύσκολο ρόλο του Φιλέντ, ερμηνεύει με υφολογικό μέτρο και υποκριτική ουσία το πρότυπο του καλλιεργημένου ανθρώπου (honnête homme). Ο Γιάννης Κλίνης, ως ανέντιμος και υποκριτής Ορόντ, χρωμάτισε εύστοχα τον υπερφίαλο χαρακτήρα του τύπου που απεχθάνεται ο Αλσέστ. Χαρισματικός ο Βαγγέλης Αμπατζής γέμισε τη σκηνή με την κίνηση και το ταλέντο της μεταμόρφωσής του σε μαρκήσιο Ακάστ. Η Μαρία Γεωργιάδου απέδωσε με ιδιαίτερη επιμέλεια τη συναισθηματικά ασταθή Ελιάντ. Ζωηρός και μοντέρνος ο μαρκήσιος Κλιτάντρ της Πάολα Καλλιγά και εξαιρετική η Αρσινόη της Μαγκανάρη, δουλεμένη υφολογικά και κινησιολογικά ως την τελευταία λεπτομέρεια του ρόλου.
Η παράσταση του «Μισάνθρωπου» στο θέατρο «Θησείον» αποτελεί ένα σημαντικό μάθημα σκηνοθετικής προσέγγισης ενός κλασικού έργου και παρά το δυστοπικό δραματικό νόημα του έργου, θεωρώ ότι μεταδίδει και ένα αισιόδοξο μήνυμα στον σύγχρονο θεατή, συμπυκνωμένο στο δίστιχο: «Ας δούμε με επιείκεια, τα ανθρώπινα τα πάθη».
* H κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ και καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.