Όταν ξεκινά την προσπάθειά του ένας αθλητής του άλματος επί κοντώ, έχει αντίπαλο τον πήχη και σύμμαχο ένα κοντάρι. Όσο καλά γυμνασμένος κι αν είναι, η επιτυχία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτό, σε μια από τις σπάνιες συγκυρίες που επιτρέπεται σε αθλήματα του στίβου να χρησιμοποιούν οι αθλητές βοηθήματα πέρα από τις φυσικές αρετές τους.
Η εξέλιξη των κονταριών με χρόνο με τον χρόνο, εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την απογείωση των ρεκόρ σε δυσθεώρητα ύψη για το άθλημα. Με τα παλαιάς τεχνολογίας, δύσκαμπτα, κοντάρια, ο Χρήστος Παπανικολάου έκανε τον Οκτώβριο του 1970 παγκόσμιο ρεκόρ με άλμα στα 5,49 μ., επίδοση που σήμερα δεν αρκεί ούτε για τα πρώτα ύψη στους προκριματικούς των μεγάλων διοργανώσεων. Με τα νέας τεχνολογίας κοντάρια, τα έξι μέτρα έπαψαν προ πολλού να είναι όριο και ο πήχης του παγκόσμιου ρεκόρ έφτασε αισίως στα 6,22 μέτρα.
Ακριβώς υπάρχει στη μέση ένα κοντάρι, οι συγκρίσεις εποχή με εποχή δεν μπορεί να είναι σ’ αυτό το άθλημα απόλυτα μετρήσιμες. Πόσο καλύτερος είναι άραγε ο διαστημικός Αρμάντ Ντουμπλάντις από τον Σεργκέι Μπούμπκα κι ας έχει ισοπεδώσει κάθε ρεκόρ του πριν καν κλείσει τα 23 του χρόνια; Ή, αντίστροφα, όσο πιο ψηλά θα μπορούσε να είχε πηδήξει ο «τσάρος των αιθέρων» εάν είχε στα χέρια του τα σύγχρονα κοντάρια της σημερινής εποχής και μέχρι πού θα φτάσει κάποια στιγμή το ρεκόρ εάν η επιστήμη τα εξελίξει ακόμα περισσότερο στο μέλλον;
Στο «αδελφάκι» άλμα εις ύψος, τα δεδομένα είναι πολύ πιο απλά. Όταν ξεκινάει την προσπάθειά του ένας αθλητής, έχει αντίπαλο τον πήχη και σύμμαχο μόνο τον εαυτό του. Πόσο αλτικός, πόσο συγκεντρωμένος, πόσο γυμνασμένος πόσο τυχερός είναι. Στην πραγματικότητα, όμως, το άλμα εις ύψος έχει κι αυτό ένα κοντάρι που άλλαξε θεαματικά τα επίπεδα ανταγωνισμού μέσα σε λίγα χρόνια και το κοντάρι αυτό ακούει στο όνομα… Ντικ Φόσμπερι. Έναν αθλητή που με μια επαναστατική για την εποχή εκείνη τεχνική, έδωσε ζωή σε ένα άθλημα που έμοιαζε να έχει βρει ταβάνι.
Με την παλιά τεχνική στραντλ, οι αθλητές επιχειρούσαν να περάσουν πάνω από τον πήχη με ένα θεαματικό ψαλίδι. Τα πρώτα χρόνια όταν περνούσαν τον πήχη, προσγειώνονταν σε ένα σκάμμα άμμου και κάποια χρόνια αργότερα σε κάτι σωρούς από ψάθες, που τους προστάτευαν υποτυπωδώς από ένα ριψοκίνδυνο πέσιμο. Με τον καιρό καθιερώθηκαν τα αφρώδη στρώματα που πρόσφεραν ασύγκριτα μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να δοκιμάσει ένα διαφορετικό στιλ που δεν θα υποχρέωνε τους αθλητές να προσγειώνονται με τα πόδια.
Ο πρώτος που τόλμησε να αλλάξει το ξεπερασμένο στιλ ήταν ο Ντικ Φόσμπερι, ένας άλτης από το Όρεγκον των ΗΠΑ που δεν έμοιαζε ικανός να μπει στην αφρόκρεμα του σπορ. Πριν εξελίξει την δική του τεχνική, το ρεκόρ του ήταν 2,15 μ. και δεν έδειχνε ικανός να πρωταγωνιστήσει σε πολύ υψηλό επίπεδο σε ένα άθλημα που έμοιαζε να έχει κολλήσει γύρω στα 2,20 μ. για τους άντρες, χωρίς να υπάρχουν πιθανότητες να ανέβει ο πήχης παρά μόνο ελάχιστους πόντους παραπάνω.
Για να αλλάξει την ιστορία του αθλήματος, ο Φόσμπερι σκέφτηκε περισσότερο ως επιστήμονας παρά ως αθλητής. Μαθητής ακόμα, πριν καν συμπληρώσει τα 18 του χρόνια, βρήκε στην βιβλιοθήκη του σχολείου του ένα βιβλίο για τον Φινλανδό άλτη Κάλεβι Κότκας, που χρησιμοποίησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1932 και του 1936 μια περίεργη τεχνική, διαφορετική από τους υπόλοιπους συναθλητές του.
Με τις γνώσεις του από τη φυσική και συνεχείς δοκιμές πάνω σε ένα αυτοσχέδιο στρώμα, ο νεαρός Φόσμπερι διαπίστωσε ότι εάν πατούσε δυνατά με το εξωτερικό πόδι στο τελευταίο βήμα πριν το άλμα και λύγιζε το σώμα του με την πλάτη προς τον πήχη, τότε το κέντρο μάζας θα τον έσπρωχνε πιο εύκολα σε πολύ μεγαλύτερα ύψη.
Ο πρώτος που χρειάστηκε να πειστεί ήταν ο προπονητής του, Μπέρνο Βάγκνερ. Δύσπιστος κι αυτός στην αρχή, είδε τη σαφέστατη βελτίωση του Φόσμπερι στις προπονήσεις και τον ενθάρρυνε να παρουσιάσει την τεχνική του σε αγώνες το 1964. Η δυσπιστία των άλλων αθλητών και προπονητών άγγιξε τα όρια του χλευασμού. Αυτό το περίεργο στιλ που σε έστελνε πάνω από τον πήχη με γυρισμένη πλάτη χωρίς καν να τον βλέπεις, προκάλεσε στην αρχή θυμηδία και πολλά ειρωνικά σχόλια για τον εμπνευστή του.
Η επιμονή του Φόσμπερι άρχισε σιγά – σιγά να κερδίζει κάποιους συμπαραστάτες. Μια τοπική εφημερίδα βάφτισε τη νέα τεχνική «Fosbury flop» (παλμό του Φόσμπερι) και μ’ αυτόν τον ορισμό πέρασε στην Ιστορία, αφού χρειάστηκε τουλάχιστον άλλα τέσσερα χρόνια για να αρχίσει να αλλάζει η γνώμη όλων των άλλων. Με το νέο στιλ που το είχε δουλέψει πλέον πολύ καλύτερα, ο Φόσμπερι πήρε με άνεση την πρόκριση στα «τράιαλς» των ΗΠΑ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Πόλης του Μεξικού όπου στις 20 Οκτωβρίου του 1968 «πέταξε» προς στο χρυσό μετάλλιο με άλμα στα 2,24 μ., επίδοση που συνιστούσε Ολυμπιακό ρεκόρ!
Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ο Φόσμπερι πέταξε τόσο ψηλά. Αν και δεν είχε κλείσει ούτε καν τα 22 του χρόνια όταν έγινε χρυσός Ολυμπιονίκης, αποφάσισε να κάνει στην άκρη και να αφήσει σε άλλους, καλύτερους απ’ αυτόν, την ευθύνη να βελτιώσουν την τεχνική του και να σηκώσουν τον πήχη πολύ ψηλότερα. Έχοντας προφανώς χαμηλή αυτοεκτίμηση ή απόλυτη γνώση των δυνατοτήτων του, έκρινε ότι τη διαφορά την έκανε η τεχνική και όχι το ιδιαίτερο ταλέντο του, γι’ αυτό έμεινε στις δάφνες του 1968 και αποσύρθηκε διακριτικά από το προσκήνιο.
Στην αυτοβιογραφία του «Wizard of Foz», ο Φόσμπερι περιέγραψε τον εαυτό του ως «έναν από τους χειρότερους άλτες εις ύψος στην πολιτεία του Όρεγκον» προτού ανακαλύψει την νέα τεχνική του! Εκεί έκανε λόγο και για όλα όσα άκουγε από τους υπόλοιπους συναθλητές του όταν πρωτοεμφάνισε το «Φόσμπερι φλοπ», με πολλούς να τον προειδοποιούν ότι «πιο εύκολα θα έσπαγε το λαιμό του παρά θα πέρναγε ψηλά πάνω από τον πήχη».
Η επιτυχία του το 1968, οδήγησε αρκετούς αθλητές υψηλού επιπέδου στην απόφαση να αφήσουν στην άκρη την τεχνική στραντλ και να υιοθετήσουν το νέο στιλ. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου οι 28 από τους 40 άλτες χρησιμοποίησαν το «Φόσμπερι Φλοπ» και μ’ αυτήν την τεχνική πήρε την πρώτη θέση η Γερμανίδα Ούλρικε Μάιφαρτ, ισοφαρίζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ.
Ήταν πια θέμα χρόνου να επικρατήσει η νέα τεχνική και να εξελιχθεί από αθλητές με μεγαλύτερο ταλέντο απ’ αυτό του Φόσμπερι. Οι αθλητές που είχαν ξεκινήσει με την τεχνική στραντλ δεν ήταν εύκολο να αφομοιώσουν τις ιδιαιτερότητες του νέου στιλ αλλάζοντας ολοκληρωτικά δουλειά χρόνων και χρειάστηκε να έλθει ουσιαστικά η επόμενη γενιά αθλητών, που τη δούλεψε από την αρχή χωρίς άλλες επιρροές, για να απογειώσει τα ρεκόρ.
Η Σάρα Σιμεόνι πέτυχε με τη μέθοδο Φόσμπερι παγκόσμιο ρεκόρ το 1978 και ο Γιάτσεκ Φσόουα έκανε το ίδιο για τους άνδρες δύο χρόνια αργότερα, το 1980. Από τότε μέχρι τώρα, όλοι οι άλτες και όλες οι άλτριες εφαρμόζουν αποκλειστικά το «Φόσμπερι φλοπ», οδηγώντας σε απλησίαστα (για την προηγούμενη τεχνική) ύψη τα παγκόσμια ρεκόρ, που έχουν φτάσει στα 2,45 μ. για τους άνδρες (Χαβιέ Σοτομαγιόρ το 1993) και στο 2,09 μ. (Στέφκα Κονσταντίνοβα το 1987) για τις γυναίκες.
Ο Ντικ Φόσμπερι έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαρτίου 2023, σχεδόν μία εβδομάδα μετά τη μέρα (6/3) που συμπλήρωσε 76 χρόνια ζωής. Νικήθηκε μετά από μια πολύχρονη μάχη με μια αιματολογική κακοήθεια που κτύπησε το λεμφικό του σύστημα, αλλά πρόλαβε να απολαύσει εν ζωή την τιμή και την αναγνώριση που του οφείλει ο κλασικός αθλητισμός για την καινοτομία του.
Ήταν μια τεχνική που έδωσε νέο «ουρανό» σε ένα άθλημα που έμοιαζε να έχει βρει το ταβάνι του, κάτι που συμβαίνει και στη σημερινή εποχή. Με το παγκόσμιο ρεκόρ των ανδρών να κρατά 30 χρόνια και το αντίστοιχο των γυναικών να φτάνει αισίως τα 36, είναι φανερό ότι από τη στιγμή που δεν υπάρχει κοντάρι στα χέρια των αθλητών για να εξελιχθεί και να τους εκτινάξει ψηλότερα, το άλμα εις ύψος θα τρυπήσει ξανά θεαματικά το ταβάνι του μόνο όταν βρεθεί ένας άλλος «τρελός» σαν τον Φόσμπερι να ανακαλύψει μια νέα τεχνική για να το απογειώσει…
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr