Νέοι αγρότες στην Αττική

1 year ago 52

Δεν είναι λίγοι από μας όσοι ανά διαστήματα έχουμε πει «δεν πάει άλλο με τη ζωή στη μεγαλούπολη». Είναι θορυβώδης, αγχωτική, κενή, καταπιεστική και η επαφή με τη φύση, και κατ’ επέκταση με τον εαυτό μας, είναι μηδαμινή. Γιατί να μην προσπαθήσουμε να έρθουμε πιο κοντά της, χωρίς να φύγουμε εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά; Κάτι τέτοιο πρέπει να πέρασε από το μυαλό αυτών των νέων αγροτών, οι οποίοι ως επί το πλείστον δεν βρέθηκαν στα χωράφια ακολουθώντας τους γονείς τους, αλλά έκαναν μια συνειδητή επιλογή να αναπνέουν, όσο πιο πολύ μπορούν, καθαρό αέρα και να ζήσουν λίγο πιο κοντά στις πεποιθήσεις τους. Αυτές είναι οι ιστορίες τους.

Νέοι αγρότες στην Αττική-1Ο Τζώρτζης Ευθυμίου καλλιεργεί το χωράφι του στη Βάρη, αποφεύγει την Αθήνα όσο μπορεί και όταν λέει ότι έχει παραδόσεις «έξω», εννοεί τη Γλυφάδα.  

«ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ; ΠΑΡΑΙΤΟΥΜΑΙ»

«Ούτε η μάνα μου ούτε ο πατέρας μου ακούμπησαν χώμα ποτέ στη ζωή τους. Εκτός του ότι με λένε Γιώργο και είμαι γεωργός, δεν είχα κάποια παράδοση με τη φύση», μου λέει ο Τζώρτζης Ευθυμίου, 42 ετών, τον οποίο συναντώ στη φάρμα του στη Βάρη, μια ανάσα από την Αθήνα. Ο Τζώρτζης μέχρι το 2017 δούλευε σε μια πολυεθνική εταιρεία με ρούχα για παιδιά ως διευθυντής πωλήσεων. «Με έπαιρναν τηλέφωνο την Πέμπτη και μου έλεγαν “έχουμε μίτινγκ το Σάββατο στην Ισπανία”, το οποίο σήμαινε τέσσερα αεροπλάνα πήγαινε-έλα, και τους απαντούσα “βρήκα πτήση με 1.000 ευρώ”, ευελπιστώντας ότι θα αλλάξουν γνώμη». Δεν άλλαζαν. Πάνω στα δέκα χρόνια της θητείας του στην εταιρεία, το λογιστήριο τον ενημέρωσε ότι θα είχε πρόσβαση σε καλύτερο μισθό, άδεια, μπόνους. Εκείνος ρώτησε: «Δηλαδή είμαι δέκα χρόνια εδώ;». «Nαι», του απάντησαν. «Ευχαριστώ, παιδιά. Παραιτούμαι». Τόσο απλά. Στα χρόνια που ο Τζώρτζης δούλευε στην εταιρεία, είχε κάνει οικογένεια και δεν έβλεπε ποτέ ούτε τη σύντροφό του ούτε την κόρη του. Έτσι, το 2017 αποφάσισε να ακολουθήσει το πάθος του. Είχε το κηπάκι του, διάβασε τα βιβλία του, είδε βίντεο στο YouTube και προχώρησε. Το 2017, λοιπόν, άρχισε να συνεργάζεται με έναν άλλο αγρότη, τον Άντι, και δούλευαν και οι δύο ένα κτήμα στο Λαγονήσι, πριν ο Τζώρτζης εγκατασταθεί στη Βάρη. Τον Άντι θα τον ξανασυναντήσουμε αργότερα. 

Νέοι αγρότες στην Αττική-2

Όσο μιλάμε, χτυπάει το τηλέφωνο του Τζώρτζη και τον βλέπω που σημειώνει κάτι σε ένα μικρό σημειωματάριο. «Να εδώ», μου λέει, «η παραγγελία ενός πελάτη». Γράφει: ένα κρεμμυδάκι φρέσκο, μία ρόκα, δύο κολοκύθια, μία σαλάτα. Ο Τζώρτζης παίρνει όλες τις παραγγελίες του τηλεφωνικά και έχει περίπου 30-40 –δεν ξέρει ακριβώς πόσες– οικογένειες στις οποίες δίνει εποχικά λαχανικά – κολοκύθια, βολβούς, μαϊντανό, για παράδειγμα. Α, και αυγά. Μου δείχνει τις κότες του. Είναι κότες αυγοπαραγωγής, μου εξηγεί. «Είναι υβρίδια, δηλαδή γεννημένες από κόκορα με χαρακτηριστικά της βέλτιστης αυγοπαραγωγής, δηλαδή η κότα δίνει πολλά αυγά και τρώει λίγο. Δεν μας ενδιαφέρει το κρέας της». Τις ταΐζει χορτάρι και βιολογικές τροφές. Τον ρωτάω πόσο καιρό βγάζει αυγά μια κότα. «Το περισσότερο δύο χρόνια. Μετά αρχίζει η κατακόρυφη πτώση της απόδοσης». Τι τις κάνεις μετά; τον ρωτάω. «Τις γηροκομώ». Γελάω. «Δεν σου κάνω πλάκα», μου λέει. Δεν μπορεί να σκοτώσει ζώο. Δεν τρώει κρέας εδώ και πολλά χρόνια. Η επαφή με τη φύση έχει αυτή την επίδραση. 

«ΚΑΝΟΝΙΚΑ, ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ»

Συναντώ τον Άντι Παξινό, 40 ετών, που παλιότερα συνεργαζόταν με τον Τζώρτζη, στο κτήμα του Δημήτρη Χατζηδημητρίου στο Μαρκόπουλο. Ο Δημήτρης, 37 ετών, και ο Άντι είναι συνέταιροι και στο κτήμα δουλεύουν και η Ελένη, η αδελφή του Άντι, και η Ροσίν. Όλοι είναι παιδικοί φίλοι από τη Βούλα, που η ζωή κάπως τους έφερε να συνεργάζονται. «Μη βλέπεις που είναι ήσυχα σήμερα. Είναι επειδή μας παίρνεις συνέντευξη. Κανονικά, βάζουμε μουσική και χορεύουμε», λέει η Ελένη, η οποία ημιαπασχολείται στο κτήμα και δουλεύει ως αισθητικός τον υπόλοιπο καιρό.

Όσο μιλάμε, πλένουν τις πράσινες σαλάτες. Μου εξηγούν ότι έχουν πάει το μηχάνημα που τις στεγνώνει για σέρβις – είναι βέβαια το μόνο μηχανοκίνητο εργαλείο που θα βρεις στο κτήμα τους. 

Νέοι αγρότες στην Αττική-3Με βρώσιμα λουλούδια –άλυσσο, πανσέδες, μποράγο– ξεκίνησε τη γεωργία ο Άντι. Με τον σεφ Δημήτρη πρόσθεσαν σαλάτες, μικρόφυτα, λαχανικά. 

Ο Άντι και η Ελένη γεννήθηκαν στο Γιοχάνεσμπουργκ και ήρθαν στην Ελλάδα όταν ο Άντι ήταν επτά και η Ελένη τεσσάρων ετών. «Άρχισα να ασχολούμαι ερασιτεχνικά από χόμπι. Έμενα στη Βούλα και το έβρισκα μια ωραία ασχολία για να αποσυμφορίζομαι από το στρες της δουλειάς». Ο Άντι δούλευε προγραμματιστής. «Ευαισθητοποιήθηκα πολύ με τη διατροφή. Ήταν η περίοδος με τις τρελές αγελάδες. Έγινα και βίγκαν εκείνη την εποχή. Άρχισα να ενημερώνομαι, έβλεπα άλλους στην Αμερική στο διαδίκτυο που καλλιεργούσαν ό,τι έτρωγαν σε μικρούς κήπους στο σπίτι, ακόμη κι αν ήταν σε μεγάλες πόλεις. Εγώ έκανα επέκταση του κήπου μου στην ταράτσα του σπιτιού μου.

Άρχισα να ποστάρω πολύ στο Internet, στο Facebook, γύρω στο 2008-2010, και απέκτησα ζήτηση. Μέσα από ένα άρθρο μου στο bostanistas, ένα σάιτ γύρω από την αγροτική ζωή, είδε τη δουλειά μου ο σεφ Άρης Βεζενές και με ρώτησε αν θέλω να του δίνω βρώσιμα λουλούδια». Τα βρώσιμα λουλούδια λοιπόν, όπως πανσέδες, άλυσσο, μποράγο, περιζήτητα σε γκουρμέ εστιατόρια, εκείνη την εποχή έρχονταν στη χώρα μας αποκλειστικά από την Ολλανδία, απ’ όπου έφταναν ταλαιπωρημένα και φυσικά πανάκριβα. «Υπήρχε πάρα πολλή ζήτηση για κάτι φρέσκο και τοπικό, κι έτσι βούτηξα σ’ αυτό. Στην αρχή δεν ήξερα τίποτα και έφαγα τα μούτρα μου», λέει. Η πρώτη του φάρμα ήταν λοιπόν στο Λαγονήσι (εκεί συνεργάστηκαν και με τον Τζώρτζη). «Είχα και σπιτάκι εκεί, και το ξεκίνησα μόνος μου, αλλά ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος.

Νέοι αγρότες στην Αττική-4

Χρειαζόμουν μια φάρμα με νερό σε αγροτικό πλαίσιο, να είναι επαγγελματικός χώρος, γιατί στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι όπως τα βίντεο που έβλεπα από τον Καναδά. Έχει πολύ λιγότερο νερό», λέει. Εκείνη την εποχή έδινε κάποια προϊόντα σε μαγαζιά και μιλώντας με έναν από τους σεφ, τον Δημήτρη, σκέφτηκαν να συνεργαστούν.

Γνωρίζονταν από παλιά, ο Δημήτρης ήταν συμμαθητής της Ελένης. Σήμερα δουλεύουν όλοι μαζί στο κτήμα στο Μαρκόπουλο. Ο Δημήτρης δουλεύει παράλληλα ως σύμβουλος μενού σε εστιατόρια και προωθεί έτσι τα προϊόντα που έχει το χωράφι τη δεδομένη σεζόν. Τα προϊόντα είναι τα microgreens (μικρόφυτα), δηλαδή νεαρά φυτά που κόβονται μόλις δύο-τρεις εβδομάδες από τη σπορά τους, με κύριο χαρακτηριστικό την τραγανή υφή και το μοναδικό τους άρωμα. Αλλά και μικροί βολβοί, μικρά καρότα, ραπανάκια και άλλα, όπως και πεντανόστιμες σαλάτες: το βασικό μιξ, το πικάντικο μιξ. Αυτές τις σαλάτες είναι που βλέπω να καθαρίζουν, μόνο με νερό. 

Νέοι αγρότες στην Αττική-5«Σκεφτόμαστε την οικολογία με λάθος τρόπο όταν ζούμε στην πόλη. Όταν ζεις κοντά στη φύση, μαθαίνεις και πώς να τη φροντίσεις», λέει ο Βέλγος αγρότης Αρνό Σοκάρτ.

«Ό,ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, ΘΑ ΕΧΩ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΑ»

Και ο Αρνό Σοκάρτ, 32 ετών, από την πλευρά του προσπαθεί να δουλεύει με όσο γίνεται πιο φυσικό τρόπο. Ούτε εκείνος σπούδασε σε γεωργική σχολή, αλλά κι αυτός είδε βίντεο από τον Καναδά. Σαν μια μικρή κοινωνία που μοιάζουν να είναι, γνωρίζονται και με τον Άντι, και με τον Τζώρτζη.

Νέοι αγρότες στην Αττική-6

«Η συνθετική γεωργία μεγάλης κλίμακας με μηχανήματα είναι ο λόγος για τον οποίο οι αγρότες είναι παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο, γιατί λόγω των χημικών ταλαιπωρείται το εδάφος και χαλάει το οικοσύστημα», λέει ο Βέλγος γεωργός. Ο 32χρονος Αρνό ζει στην Ελλάδα εδώ και εννέα χρόνια, αφού γνώρισε τη μητέρα της κόρης του στο Βέλγιο όπου εκείνη έκανε Εrasmus. Σήμερα δεν ζει μαζί της, αλλά εκμεταλλεύεται το χωράφι της οικογένειάς της στους Αγίους Αποστόλους (μία ώρα από το κέντρο της Αθήνας) μέχρι να μετακομίσει σε έναν άλλο χώρο που αγόρασε ο πατέρας του. Ο Αρνό, όπως και οι άλλοι γεωργοί, θέλησε να κάνει κάτι που να τον εκφράζει περισσότερο, ενώ ταυτόχρονα ανησυχούσε για την ποιότητα των τροφών που κατανάλωνε. «Όταν απέκτησα το παιδί, πολλά πράγματα άρχισαν να αλλάζουν για μένα. Απέκτησα εμμονή με την κηπουρική και ήθελα να καλλιεργώ εγώ τα προϊόντα μου, γιατί έτσι ένιωθα ότι θα είχα ασφάλεια. Ό,τι και να συνέβαινε, θα είχα τα δικά μου προϊόντα», λέει. Στράφηκε στη γεωργία γιατί δεν είχε πολλές επαγγελματικές προοπτικές στη χώρα μας. «Έκανα δουλειές από δω κι από κει. Το γεγονός ότι δεν μιλούσα καλά τη γλώσσα ήταν τροχοπέδη». Είχε σπουδάσει φωτογραφία στο Βέλγιο και αργότερα στην ΑΚΤΟ (δεν του ταίριαξε) και εργαζόταν περιστασιακά ως σερβιτόρος. «Οι πεθεροί μου είχαν αυτό το κτήμα, που δεν χρησιμοποιούσαν, οπότε τους το ζήτησα». Και για εκείνον ήταν μια επιλογή για να δουλεύει σε κάτι που τον αφορά και τον παθιάζει, αλλά και για να περνάει περισσότερο χρόνο με αυτούς που αγαπάει. «Σκέφτηκα ότι αυτή η οργάνωση θα μου επέτρεπε να δουλεύω και να βλέπω το παιδί μου, να της μάθω τη γεωργία και τα λοιπά. Βέβαια τα πράγματα ήρθαν αλλιώς, γιατί η πρώην σύντροφός μου δεν ήθελε να μετακομίσει εδώ, οπότε τώρα βλέπω την κόρη μου τα Σαββατοκύριακα». 

Νέοι αγρότες στην Αττική-7Η Μυρτώ και η Σεμέλη Παυλίνη ασχολούνται με το κελυφωτό φιστίκι, εκμεταλλευόμενες την κληρονομιά των παππούδων τους και μπολιάζοντάς τη με το επιχειρηματικό τους πνεύμα. 

ΕΝΑ ΔΥΝΑΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ BRAND ΦΙΣΤΙΚΙΟΥ

Οι αδελφές Παυλίνη –Μυρτώ, 34 ετών, και Σεμέλη, 32 ετών– οδηγήθηκαν στον κόσμο της γεωργίας από άλλη οδό. Ακολουθώντας την παράδοση των παππούδων τους –και όχι των γονιών τους, που είναι νομικοί– έχτισαν από το μηδέν τη μάρκα Νuts ’Ν Νuts εκμεταλλευόμενες αρχικά το οικογενειακό κτήμα, το οποίο, πριν δραστηριοποιηθούν, έβγαζε κελυφωτά φιστίκια, που τα έδιναν σε χονδρεμπόρους. «Εδώ στο Μαρκόπουλο υπήρχε πάνω από 60 χρόνια μια οικογενειακή καλλιέργεια από τον παππού με φιστικιές.

Αλλά ήταν μόνο παράδοση. Δεν υπήρχε επιχείρηση», λέει η Μυρτώ, που καταφθάνει από το Μαρούσι στο παλιό αρχοντικό τους σπίτι με τις φιστικιές. Μαζί με τη Σεμέλη, που έρχεται από το σπίτι της στη Νέα Σμύρνη, αφού τελείωσαν τις σπουδές τους στην Αγγλία, ήθελαν να φτιάξουν μια δική τους επιχείρηση και αποφάσισαν να δημιουργήσουν μαζί μια μάρκα – την πρώτη στην Ελλάδα που θα δημιουργούσε ένα αληθινό brand γύρω από το φιστίκι. Τα δύο κορίτσια, που έχουν γραφεία στη Νέα Σμύρνη και έρχονται στο Μαρκόπουλο κυρίως τις περιόδους που μαζεύουν τα φιστίκια –το φθινόπωρο–, είναι περισσότερο «το μυαλό» γύρω από την επιχείρηση. «Πριν από τον κορωνοϊό κάναμε κυρίως εξαγωγές», μου εξηγούν. «Η ιδέα ήταν να φτιάξουμε ένα δυνατό brand και να εξάγουμε, αλλά στην πορεία είδαμε ότι είχε απήχηση και στην ελληνική αγορά».

Ξεκίνησαν αρχικά με δύο προϊόντα, το ωμό φιστίκι και το ψημένο. Σήμερα έχουν πολύ περισσότερα προϊόντα και έχουν εισαγάγει και άλλους καρπούς. Στην εταιρεία τους είναι οι δυο τους, ο θείος τους και ο ξάδελφός τους, που ασχολούνται με την καλλιέργεια και τη συγκομιδή των κτημάτων τους – τα δικά τους και κάποια άλλα που νοικιάζουν, τώρα που η εταιρεία έχει επεκταθεί περισσότερο.

Νέοι αγρότες στην Αττική-8Μπορεί ο Τζώρτζης να είναι ο πιο φιλόξενος αγρότης που έχεις γνωρίσει, το σκιάχτρο όμως πρέπει να κάνει τη δύσκολη δουλειά αυτού που διώχνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες.

ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Για τη σχέση με την αγροτική ζωή λένε «είναι ωραίο να έχεις τέτοιες αγροτικές παραστάσεις χωρίς να είσαι μακριά από την Αθήνα» και η Μυρτώ προσθέτει: «Ήρθα από το Μαρούσι μέσα σε είκοσι λεπτά». Ο Άντι και η παρέα του πηγαίνουν επίσης συχνά πυκνά στην Αθήνα, τα Σαββατοκύριακα. Η Ελένη, για παράδειγμα, ασχολείται πολύ με τον εθελοντισμό και ο Άντι απολαμβάνει δραστηριότητες γύρω από τον πολιτισμό, ξεναγήσεις σε αρχαιολογικούς χώρους και βόλτες σε δάση της Αττικής. Ο Τζώρτζης, βέβαια, βρίσκεται πολύ μακριά απ’ όλα αυτά. «Ο πατέρας μου μένει στην Αθήνα. Δεν πηγαίνω ποτέ να τον δω. Του λέω να έρχεται εκείνος εδώ», λέει, και όταν, αναφερόμενος στις παραδόσεις των προϊόντων του, λέει ότι «πάω έξω», εννοεί ότι πάει μέχρι τη Γλυφάδα. Ούτε κι ο Αρνό θέλει να έχει πολλά πάρε-δώσε με το κέντρο. «Η μέρα που κάνω παραδόσεις στην Αθήνα είναι αυτή που κουράζομαι περισσότερο. Δουλεύω πάρα πολύ σκληρά στο κτήμα, αλλά η πιο κουραστική μου μέρα είναι αυτή που περνάω πίσω από το τιμόνι με το φορτηγό», λέει. Εκείνος διασκεδάζει γύρω από μια φωτιά, με μια μπίρα με φίλους από την περιοχή.
 
Η κοπέλα του έχει επίσης ένα παιδί και το πλάνο είναι ότι θα μετακομίσει κι εκείνη εκεί. «Είχα πρόβλημα. Δεν μπορούσα να δουλεύω για άλλους», λέει και μου παρουσιάζει τη θεωρία του: «Σήμερα ένας αγρότης θρέφει 20.000 ανθρώπους σε αυτές τις τεράστιες εκτάσεις. Όλοι ζουν στην πόλη και η ποιότητα του φαγητού είναι πολύ κακή. Αλλά, αν ένας άνθρωπος καλλιεργούσε για 200 ανθρώπους, πολύ περισσότεροι άνθρωποι θα ζούσαν στην εξοχή», λέει. «Ως εκ τούτου», συνεχίζει, «πολλοί περισσότεροι άνθρωποι θα ένιωθαν συνδεδεμένοι με τη φύση. Όσο ζεις στην πόλη, δεν ξέρεις πραγματικά τίποτα. Οι άνθρωποι μιλάνε για την οικολογία. Αλλά όλες οι λύσεις που προτείνουν δεν βγάζουν κανένα νόημα. Αν όμως ζεις στη γη και έχεις το χωράφι σου, ξέρεις πώς να φροντίσεις το οικοσύστημα και να φροντίσεις τη φύση», λέει. Ο ίδιος αισθάνεται πολύ στενά με την κοινότητα της περιοχής του και νιώθει ότι καλύπτονται όλες οι ανάγκες του («έχω έναν ηλεκτρολόγο, έναν υδραυλικό, γιατρό, αν θέλω κρέας θα πάω σ’ έναν φίλο που έχει δικά του ζώα και θα αγοράσω ψάρι από τον τοπικό ψαρά»), παρ’ όλα αυτά τα προϊόντα του δεν τα αγοράζουν οι γείτονές του. «Τα βρίσκουν πολύ ακριβά και δεν έχουν την παράδοση του να τρώνε ιδιαίτερα υγιεινά». Πάντως, το αυτοκίνητό του δεν κλειδώνει το βράδυ. «Εδώ η εννιάχρονη κόρη μου γνωρίζει παιδιά. Και στην Αθήνα υπάρχουν παιδικές χαρές, αλλά δεν είναι το ίδιο. Είναι σίγουρα πιο ασφαλές. Σαν να μένεις δίπλα στην πόλη, αλλά σ’ ένα μικρό χωριό», λέει. 

Συζητάω με τη Μυρτώ και τη Σεμέλη για το φιστίκι τους. «Δεν κάνουμε συμβιβασμούς στην ποιότητα. Προσέχουμε πολύ τις συνθήκες καλλιέργειας και συγκομιδής, όπως και την ποιότητα και την εμφάνιση των καρπών», λένε. Μου εξηγούν πως επιλέγουν μόνο εξαιρετικής ποιότητας φιστίκια, με ανοιχτό άσπρο κέλυφος, ζωντανό πράσινο χρώμα ψίχας και γλυκιά γεύση. Με τη σειρά τους, κι αυτές προσπαθούν στις συνεργασίες τους να δουλεύουν με μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις και επίσης στηρίζουν τη χορτοφαγική δίαιτα με το προϊόν τους. Όλες οι συσκευασίες τους είναι ανακυκλώσιμες. 

Νέοι αγρότες στην Αττική-9

Η ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Αυτό που και ο Αρνό, και ο Τζώρτζης, και ο Άντι συμμερίζονται είναι η ανάγκη της τοπικότητας. Ακόμη κι αν έχουν διαφορετική άποψη για την κλιματική αλλαγή –ο Αρνό δεν εμπιστεύεται την παραδοχή ότι το κλίμα αλλάζει, σε αντίθεση με τους άλλους δύο–, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το να τρώμε τοπικά προϊόντα έχει θετικό αντίκτυπο όχι μόνο στην υγεία μας, αλλά και στη βιωσιμότητα της κοινότητάς μας. «H τοπικότητα είναι μεγάλο κομμάτι της κλιματικής αλλαγής. Επειδή κανείς δεν μπορεί να βγάλει ικανοποιητικό εισόδημα με μικρές εκτάσεις, αναγκαζόμαστε να παίρνουμε προϊόντα από πολύ μακριά. Έτσι, για να καταφέρουμε να φτάσουν μέχρι εδώ, ξοδεύουμε καύσιμο για να μεταφερθούν, πλαστικό για να συσκευαστούν, και γραμμή για το σούπερ μάρκετ· ακόμη περισσότερο πλαστικό. Με την τοπικότητα λύνονται κι άλλα προβλήματα: η δυσκολία μεταφορών λόγω του κορωνοϊού ή λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Η τοπικότητα βοηθάει να μην εξαρτόμαστε από άλλους, οικονομικά, τροφικά και ενεργειακά», λέει ο Άντι. 

Ο Τζώρτζης δεν συμμερίζεται τον φόβο μου ότι σε 30 χρόνια η Ελλάδα μπορεί να μην είναι βιώσιμη. «Εμπιστεύομαι τους επιστήμονες, τους φυσικούς, τους χημικούς, αλλά δεν νομίζω ότι η Ελλάδα κινδυνεύει στον βαθμό που να μην μπορούμε να ζήσουμε από τις θερμοκρασίες».

Νέοι αγρότες στην Αττική-10

ΠΩΣ Ο ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ ΑΛΛΑΞΕ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ

Μιλώντας για τον κορωνοϊό, η πανδημία άλλαξε τα πράγματα για τον Τζώρτζη. Μέχρι τότε έδινε κι εκείνος σαλάτες και αυγά σε εστιατόρια. Όταν τα εστιατόρια έκλεισαν εν μια νυκτί, είχε μείνει χωρίς δουλειά. «Τώρα τι κάνω; Πρέπει κάπως να βιοποριστώ. Είχα κάποιους ανθρώπους που έπαιρναν σαλάτες και ζητούσαν να βάλω όλο και κάτι παραπάνω, από τη δική μου σοδειά, και αποφάσισα να μειώσω την παραγωγή της σαλάτας στο χωράφι και να βάλω και άλλα εποχικά λαχανικά», λέει. Ούτε Facebook, ούτε Instagram. Μόνο στόμα με στόμα. «Δεν παρακολουθώ τα νέα, αλλά εν μέσω πανδημίας αρκετοί άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται ότι θέλουν να τρώνε καλύτερα. Εγώ είχα το προνόμιο να μπορώ να κάνω παραδόσεις λόγω επαγγέλματος κι έτσι απέκτησα πελάτες», συμπληρώνει. Όσο μιλάμε, εμφανίζεται ο δύο ετών γιος του και η σύντροφός του. Μοιραζόμαστε λεπτομέρειες για τα παιδιά μας και σκέφτομαι πόσο θα άρεσε στον ενός έτους γιο μου να περπατήσει στο χωράφι και να δει τις κότες, να αγγίξει τις παπαρούνες και να κόψει το χαμομήλι. «Να έρθετε και μια, και δυο, και δέκα φορές. Πολλοί πελάτες μου έρχονται εδώ με τα παιδιά τους, για βόλτα. Αυτή η επαφή με τον κόσμο μού αρέσει πάρα πολύ», λέει. 
 
Κάθε μέρα ξεκινάει δουλειά κατά τις επτά και μου λέει ότι δουλεύει τουλάχιστον οκτώ ώρες, χωρίς να μετράει τον χρόνο που τρώει ή τον χρόνο που περνάει με την Γκαέλ, τη Γαλλίδα σύντροφό του και τα δύο παιδιά του. Τον ρωτάω αν τα κάνει όλα μόνος του. «Σήμερα ήρθε ένας φίλος να με βοηθήσει να κλαδέψουμε ελιές, γιατί θέλει να μάθει τη δουλειά. Τον προηγούμενο χρόνο είχα τον Νίκο που με βοηθούσε – δεν μου αρέσει η λέξη “υπάλληλος”. Πρόπερσι είχα έναν Πακιστανό. Είχα μπει επίσης σε μια πλατφόρμα για εθελοντές, αλλά αποφάσισα να μην τη συνεχίσω», λέει. Γιατί; τον ρωτάω: «Γνώρισα μερικούς ωραίους ανθρώπους και μερικούς πολύ άσχημους ανθρώπους, αλλά σε κάθε περίπτωση μου πήρε πάρα πολλή ενέργεια και στο τέλος δεν ήταν αληθινό ανθρώπινο δυναμικό. Ήταν όλα τα άλλα εκτός από ανθρώπινο δυναμικό», διαπίστωσε. 

ΤΙ ΑΞΙΑ ΕΧΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ;

Όταν η γεμάτη αυτή μέρα κλείνει και το απογευματινό φως χρυσίζει το χωράφι του Τζώρτζη, σκέφτομαι τα λόγια του: «Πέρα από τη δουλειά σαν δουλειά, όλο αυτό που κάνουμε εδώ αυτή τη στιγμή» –αναφερόμενος στην κουβέντα και στη βόλτα μας– «και αυτό που θα κάνουμε όταν φέρεις τον γιο σου και τον σύντροφό σου, μου αρέσει πάρα πολύ, κατάλαβες γιατί; Δεν ξέρω τι αξία έχει να κερδίζεις λεφτά;» ρωτάει, αλλά δεν έχω απάντηση. Με κάποιον τρόπο συγκινούμαι, δεν ξέρω πώς το κάνει, αλλά σκέφτομαι το χαμομήλι που έκοβε ο γιος του και τον Νικόλα, τον δικό μου, να τρέχει στο χωράφι και ξαφνικά, ναι, τι σημασία έχουν όλα τ’ άλλα;

Read Original