Περίμενα τη Νοεμή Βασιλειάδου στο φουαγέ της Παιδικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, μετά τη λήξη της παράστασης Η Χάιντι και τα βουνά. Πριν προλάβω να της μιλήσω, πέρασε «σφήνα» ανάμεσά μας ένα μικρό αγοράκι, την έδειξε με το δάχτυλο και της είπε περιπαικτικά: «Εσύ ήσουν το κακό παιδί τελικά». «Η Χάιντι καταρρίπτει την έννοια του καλού, ευγενικού, υπάκουου παιδιού. Ένα παιδί πρέπει να μπορεί να κάνει σκανταλιές, λάθη, πρέπει να αισθάνεται ελεύθερο να αντισταθεί στα “πρέπει” των άλλων. Από πολύ νωρίς μπαίνουμε σε πλαίσια και είναι προκαθορισμένο το τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς, όμως ένας νέος άνθρωπος πρέπει να ψάχνει ποια ζωή ταιριάζει για εκείνον. Πρέπει να έχει χώρο να βρει τον εαυτό του. Πάντα έτσι ήταν, απλώς τώρα δίνουμε μεγαλύτερη σημασία σε αυτό, στην έννοια της προσωπικής ευτυχίας και ολοκλήρωσης που δεν στριμώχνεται μέσα στις εικόνες και στις λέξεις των άλλων», υποστηρίζει. «Όσο προχωρά η παράσταση, βρίσκω περισσότερα κοινά με την ηρωίδα μου. Κυρίως δεν χάνω την πίστη μου, όπως κι εκείνη».
Η Νοεμή έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με την τέταρτη προσπάθεια. «Σπούδαζα Νομική στη Θεσσαλονίκη και παράλληλα έδινα εξετάσεις και για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και για το Εθνικό. Ήταν μια ψυχοφθόρα διαδικασία, προετοιμαζόμουν, γνωρίζοντας ότι μάλλον δεν θα περάσω, αλλά δεν σταμάτησα να πιστεύω σ’ εμένα και στο θέατρο. Αυτές οι συνεχείς προσπάθειες με εξοικείωσαν με την έννοια της απόρριψης, κατάλαβα πως είναι μέρος της δουλειάς και επίσης συνειδητοποίησα πως, όταν θέλεις κάτι, όποιες και αν είναι οι συνθήκες, στο τέλος θα το καταφέρεις».
Οι γονείς της, αν και υποστηρικτικοί, είχαν και έχουν αγωνία για το πώς θα καταφέρει να βιοποριστεί από το θέατρο. «Όταν πέρασα στη σχολή, ήταν η πρώτη φορά που πίστεψα ότι το όνειρο δεν ήταν τόσο μακρινό. Είχα συμμετάσχει και στην παράσταση Ερωτευμένα Άλογα με την ομάδα Εν Δυνάμει πριν εισαχθώ στο Εθνικό, όμως τώρα είναι η πρώτη μου δουλειά ως επαγγελματίας. Για πρώτη φορά πατάω στα πόδια μου, πληρώνω ενοίκιο και λογαριασμούς μόνη μου και πλέον μπορώ να πω πως έπειτα από τέσσερα χρόνια έχω αρχίσει να γνωρίζω την Αθήνα. Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα, χωρίς φίλους ή γνωστούς. Η πόλη, ωστόσο, είναι πιο ανοιχτή, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες, αξίζει να δοκιμάσεις». Δεν ξέρει να απαντήσει, όμως, αν το θέατρο την έχει αλλάξει. «Με βοήθησε σίγουρα να βρω έναν τρόπο έκφρασης, νιώθω συχνά αμηχανία και στη σκηνή οπλίζομαι με μια ελευθερία που στη ζωή μου δεν την έχω».
Παράλληλα με τις σπουδές στη Δραματική Σχολή ολοκλήρωσε και ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο ΕΚΠΑ πάνω στις πολιτισμικές και κινηματογραφικές σπουδές. «Δεν το έκανα για τον τίτλο, ούτε για να έχω εναλλακτικές λύσεις αν στραβώσουν τα πράγματα με το θέατρο. Με συναρπάζει η γνώση, το ακαδημαϊκό περιβάλλον, η έρευνα. Με εμπνέουν επίσης όλοι οι χώροι της τέχνης, ό,τι έχει σχέση με το δημιουργικό κομμάτι μιας ταινίας ή παράστασης».
Εύχεται να μη χρειαστεί να κάνει εκπτώσεις στις επαγγελματικές της επιλογές. «Θα ήθελα να μπορώ πάντα να λέω τη γνώμη μου, να μου διασφαλίζουν εκείνοι που αποφασίζουν για την ομαλή ροή μιας παράστασης ότι η δουλειά θα γίνεται με σεβασμό, ισότιμα προς όλους». Προσπαθώντας να γίνει πιο συγκεκριμένη, λέει πως την τρομάζει η εξουσία που αποκτά κανείς όταν βρίσκεται σε μια ιεραρχικά ανώτερη θέση. «Το βλέπω παντού, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στην κοινωνία. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να δημιουργηθούν εξουσιαστικές σχέσεις. Οι άνθρωποι σε πολλές περιπτώσεις ζουν κάτω από ένα καθεστώς φόβου. Δεν αισθάνονται πραγματικά ελεύθεροι και δημιουργικοί».