Ο 23χρονος Νικόλας Τζάθας εργάζεται ως εκπρόσωπος πωλήσεων και μάρκετινγκ σε μια εταιρεία ηλεκτροκίνησης, ενώ παράλληλα είναι DJ και διοργανωτής του Juicy, ενός «πάρτι» που κάθε Τρίτη ξεσηκώνει τη χιπ χοπ Αθήνα. Τον ξέρω από παιδάκι και το χαρακτηριστικό του από τότε ήταν ότι «την έβρισκε την άκρη του». «Την πρώτη μου εργασιακή εμπειρία την είχα όταν ήμουν δέκα ετών. Δεν είχα υπολογιστή, όπως όλα τα φιλαράκια μου, και ήθελα μανιωδώς να παίζω ένα παιχνίδι που παίζαμε τότε. Παρακάλεσα έναν οικογενειακό φίλο να δουλέψω στο μαγαζί του, καλοκαίρι στην Κεφαλονιά, ενώ οι γονείς μου ουσιαστικά επέβλεπαν ότι είμαι ασφαλής».
Για τον Νικόλα ήταν σημαντικό να μπορεί να είναι παραγωγικός από νωρίς. «Έπαιξε ρόλο το ότι μεγαλώνοντας ήμασταν μία ακόμη οικογένεια που την έριξε η κρίση και τα πράγματα πήγαν λίγο στραβά. Δεν είχαμε πρόβλημα επιβίωσης, απλώς έβλεπα και από τον αδερφό μου, που ήταν οκτώ χρόνια μεγαλύτερος, ότι, αν θες το κάτι παραπάνω, αφού δεν μπορεί να σου το παρέχει η οικογένεια, πρέπει να δουλέψεις για να το αποκτήσεις». Όσο πήγαινε σχολείο, ο Νικόλας συνέχιζε να βγάζει χαρτζιλίκι, είτε συμμετέχοντας σε τουρνουά με παιχνίδια με κάρτες είτε αγοράζοντας παπούτσια, μεταποιώντας τα και πουλώντας τα ακριβότερα. Όταν μετακόμισε στην Πάτρα για να σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων, γρήγορα αναρωτήθηκε πώς θα μπορούσε να συμπληρώσει το φοιτητικό χαρτζιλίκι. «Πήγα στο αφεντικό του μπαρ όπου σύχναζα και εξήγησα ότι δεν έχω πιάσει κοντρόλερ στη ζωή μου, αλλά έχω πολύ καλή γνώση της χιπ χοπ και θέλω να με δοκιμάσει. Δύο μήνες μετά χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπε: “Σε πέντε μέρες παίζεις”.
Αγόρασα ένα φθηνό κοντρόλερ και πέρασα την επόμενη εβδομάδα μαθαίνοντας από το Youtube πώς να το χειρίζομαι. Δεν ξεκίνησα να είμαι DJ επειδή έψαχνα ένα χόμπι, όπως πολλοί, αλλά από ανάγκη για δουλειά. Στην αρχή οι μείξεις δεν ήταν αυτές που θα έπρεπε, αλλά το μουσικό κομμάτι, αυτό που εγγυήθηκα ότι ξέρω, ήταν σωστό. Για τα επόμενα δύο χρόνια έπαιζα εκεί δύο φορές την εβδομάδα. Ξεκίνησα να χτυπάω κι αλλού πόρτες, να δουλεύω πολύ και να πηγαινοέρχομαι στην Αθήνα».
Κάποια στιγμή ξεκίνησε μαζί με τον Γιώργο Καλοκαιρινό να διοργανώνουν το Juicy. Στην αρχή αραιά, μετά μία φορά τον μήνα και πλέον μία φορά την εβδομάδα, στο Diego. Ο Νικόλας είναι ο βασικός DJ, ενώ υπάρχουν και γκεστ κάθε εβδομάδα. «Ο ήχος έχει ως βάση τα 2000s RnB/χιπ χοπ και, ενώ αφουγκράζεται το σύγχρονο, διατηρεί έναν χαρακτήρα σεβασμού στην κουλτούρα της μουσικής – η νέα γενιά έχει μάθει αυτόν τον ήχο κυρίως από την τραπ, αλλά εμείς θέλουμε να μαθαίνει κάποιος και πέντε πράγματα όταν έρχεται. Μπορεί το χιπ χοπ να έχει διαδοθεί πολύ, στην Αμερική έχει ξεπεράσει τη ροκ, αλλά δεν ξέρουν όλοι την ιστορία του».
Τα σχέδιά του για το μέλλον; «Έχω βλέψεις για δικές μου επιχειρήσεις. Για μένα η μουσική θα είναι πάντα ένας πυλώνας αυτοπροσδιορισμού και είμαι τυχερός που μου αποφέρει χρήματα, αλλά επενδύω εξίσου σοβαρά και στην πρωινή δουλειά, γιατί η δουλειά το βράδυ έχει συνθήκες κούρασης που τώρα ηλικιακά μπορώ να αντέξω, αλλά σε βάθος χρόνου δεν ξέρω πόσο θα είναι βιώσιμο». Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη γενιά του, πιστεύει, είναι η «αποβλάκωση» που προκαλεί ο τρόπος ζωής: «Μονίμως κοιτάμε τι συμβαίνει στον έξω κόσμο μέσα από μια οθόνη και δεν κοιτάμε τι συμβαίνει στη ζωή μας. Αυτό καθυστερεί την εξέλιξή μας. Αν τις ώρες που αφιερώναμε στο τι κάνουν οι Καρντάσιαν στο Instagram τις αφιερώναμε σε ένα σεμινάριο ή χόμπι, θα ήταν όλα καλύτερα».