Μοχλός ανάπτυξης η ανάλυση big data για μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις

1 year ago 61

Αρνητικό αντίκτυπο έχει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις -και ιδιαίτερα για τις μικρές και πολύ μικρές- η μη αξιοποίηση της ανάλυσης μεγάλων δεδομένων (big data), η χρήση των οποίων διευρύνεται ολοένα και περισσότερο στις μεγάλες οντότητες.

Παρότι τα big data διευκολύνουν σε πολύ σημαντικό βαθμό τη λειτουργία και κατά συνέπεια την κερδοφορία και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, οι μικρές και πολύ μικρές τα «αποφεύγουν» για μια σειρά από λόγους. Το κρίσιμο αυτό ζήτημα φέρνει στην επιφάνεια μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία εξηγεί «γιατί οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις χρειάζονται τα big data και πώς θα επωφεληθούν».

Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη, τα big data συμβάλλουν σε πολλούς τομείς των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα των big data είναι η ικανότητα απόκτησης γνώσεων σχετικά με τη συμπεριφορά των πελατών, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό με τις παραδοσιακές μεθόδους ανάλυσης δεδομένων.

Τα πλεονεκτήματα

Οι τεχνολογίες big data καθιστούν δυνατή τη γρήγορη ανάλυση μεγάλων όγκων δεδομένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό τάσεων και προτύπων που δεν θα ήταν ανιχνεύσιμα με μικρότερα σύνολα δεδομένων. Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γνώση για να βελτιώσουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους και να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες των πελατών τους.

Επιπλέον, οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα big data για να ενισχύσουν τις στρατηγικές μάρκετινγκ, να στοχεύσουν πιο αποτελεσματικά σε πελάτες και να δημιουργήσουν μια εξατομικευμένη εμπειρία πελάτη. Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις μπορούν επίσης να χρησιμοποιούν big data για να βελτιώσουν τις δραστηριότητές τους. Για παράδειγμα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν big data για να βελτιστοποιήσουν τις επιχειρηματικές διαδικασίες, να εντοπίσουν περιττά κόστη ή και σπατάλες, να περιορίσουν την αναποτελεσματικότητα και να βελτιώσουν τη λήψη αποφάσεων.

Επιπλέον, τα big data μπορούν να βοηθήσουν τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις να κατανοήσουν καλύτερα τους πελάτες τους και τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται. Αυτή η διαδικασία είναι εφικτό στη συνέχεια να χρησιμοποιηθεί για τη λήψη πιο τεκμηριωμένων επιχειρηματικών αποφάσεων και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, αλλά και να κατανοήσουν τις ανάγκες των πελατών τους και να στοχεύσουν σε συγκεκριμένες ομάδες πελατών που ενδιαφέρονται για τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες της επιχείρησης.

Παράλληλα, όπως αναφέρεται στη μελέτη, είναι πολύ σημαντική η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης καθώς τα δεδομένα που απορρέουν από αυτά βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των συμπεριφορών και των προτιμήσεων των πελατών. Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, προκειμένου να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, είναι βέβαιο ότι επιθυμούν να επεκτείνουν τον όγκο των δεδομένων τους με δεδομένα προερχόμενα από κοινωνικά δίκτυα, αρχεία καταγραφής προγραμμάτων περιήγησης, καθώς και παρεμφερή δεδομένα προκειμένου να αποκτήσουν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των πελατών τους. Τα δεδομένα που πηγάζουν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ικανά να οδηγήσουν σε πιο ασφαλείς προβλέψεις και να συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση αλλά και στη βελτιστοποίηση των επιχειρηματικών διαδικασιών.

Εκτός των παραπάνω ωφελειών, η χρήση των big data μπορεί να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να αποφύγουν απάτες από προμηθευτές ή και πελάτες. Πλέον, οι περισσότερες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται και διαφημίζονται στο διαδίκτυο το οποίο αποτελεί μια τεράστια πηγή ανοιχτών δεδομένων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τις επιχειρήσεις προκειμένου να επαληθεύσουν εάν οι προμηθευτές ή οι πελάτες είναι υπαρκτοί και όχι προϊόν απάτης. Επίσης, τα big data μπορούν να συμβάλουν στην καλύτερη γνώση του κλάδου της επιχείρησης και των ανταγωνιστών της μέσω των ανοιχτών δεδομένων που είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο.

Οι προκλήσεις

Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις σχετικά με τη χρήση των big data είναι πολλές, καθώς οι επιχειρηματίες δεν έχουν τις γνώσεις για να κατανοήσουν τη λειτουργία τους και τη θετική επίδραση αυτών στην αποτελεσματικότητα της επιχείρησης.

Οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις θεωρούν ότι τα δεδομένα που χρειάζονται είναι περιορισμένου όγκου και ποιότητας και επομένως δεν χρειάζονται εργαλεία big data, αγνοώντας τη δυναμική που μπορεί να προκληθεί από δεδομένα εφαρμογών και διαδικτύου που μέχρι τώρα αγνοούσαν. Επιπλέον, οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε έναν συγκεκριμένο τομέα και δεν διαθέτουν εξειδικευμένο προσωπικό που μπορεί να κατανοήσει τα οφέλη της χρήσης των big data.

Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτού του είδους οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνήθως διακατέχονται από μια συντηρητική κουλτούρα, ακολουθούν συγκεκριμένη στρατηγική διοίκησης και δεν διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο για να ασχοληθούν με οτιδήποτε τοποθετείται εκτός του τομέα τους. Σε αυτές τις επιχειρήσεις θα πρέπει να επικοινωνηθεί ότι τα big data αποτελούν εξέλιξη της υφιστάμενης τεχνολογίας και ότι τα σχετικά εργαλεία αποτελούν μοχλό ανάπτυξης και είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της θέσης της επιχείρησης στον υφιστάμενο και μελλοντικό ανταγωνισμό.

Σε αυτές τις προκλήσεις, πάντως, μπορεί να συμβάλουν θετικά η πολιτεία αλλά και οι κοινωνικοί φορείς. Η δημιουργία σεμιναρίων και σχετικής εκπαίδευσης σε απλή και κατανοητή γλώσσα, με παρουσίαση μελετών εργασίας (case studies), αλλά και η χρήση δοκιμαστικών εργαλείων είναι βέβαιο ότι θα συμβάλουν θετικά στην κατανόηση των big data.

Εν συντομία, σε κάθε περίπτωση τα υφιστάμενα εργαλεία big data μπορούν να βοηθήσουν τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην έρευνα αγοράς των πελατών και των ανταγωνιστών, να πραγματοποιήσουν μετρήσεις για τη λειτουργική αποτελεσματικότητα σε πραγματικό χρόνο, να πραγματοποιήσουν έλεγχο για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των εργαζομένων και για την αξιολόγηση του μάρκετινγκ και των πωλήσεων.

Η ψηφιακή υστέρηση

Η χρήση των big data, πάντως, προϋποθέτει τη γενικότερη ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων. Οι προκλήσεις για τις επιχειρήσεις σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους αποτελεί κύριο στόχο για την Ευρωπαϊκή Ένωση για τη δεκαετία 2020-2030. Για τον λόγο αυτό η ενίσχυση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων θα πρέπει να κινηθεί σε δύο άξονες:
α) ενισχύσεις για την αγορά εξοπλισμού και
β) ενισχύσεις για κατάρτιση του προσωπικού.

Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (2022α) φαίνεται ότι οι επενδύσεις σε ψηφιακό εξοπλισμό των ΜμΕ είναι πολύ μικρής κλίμακας και γίνονται με ίδια κεφάλαια. Κατά συνέπεια, οι εθνικές κυβερνήσεις θα πρέπει να συνδράμουν στον ευρωπαϊκό ψηφιακό μετασχηματισμό και να αναλάβουν σχετικές πρωτοβουλίες. Ο ψηφιακός εξοπλισμός θα πρέπει να επιδοτηθεί σε ένα μεγάλο ποσοστό είτε από ευρωπαϊκά προγράμματα είτε από εθνικά κονδύλια. Με την αγορά εξοπλισμού και την αξιοποίηση των προηγμένων συστημάτων και τεχνολογιών, οι επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ενισχύσουν τη λειτουργική ευελιξία τους, να βελτιώσουν την παραγωγή τους και την ανταγωνιστικότητά τους. Επιπλέον, τέτοιου είδους ενισχύσεις θα συνέβαλαν στη μαζική εφαρμογή εργαλείων big data στις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις, καθώς αυτές δεν επενδύουν εύκολα σε projects στα οποία δεν είναι εξοικειωμένες, ιδίως όσον αφορά τομείς εκτός του κλάδου τους, όπως είναι ο τομέας της πληροφορικής που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις.

Όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη, οι επιχειρήσεις χρειάζεται να αποκτήσουν ή να αναβαθμίσουν τις υπηρεσίες τους και τον εξοπλισμό του όσον αφορά τις ηλεκτρονικές πληρωμές με τη χρήση τερματικών τελευταίας τεχνολογίας και κινητών συσκευών, τις ηλεκτρονικές πωλήσεις με τη δημιουργία e-shops και τις εφαρμογές ηλεκτρονικής τιμολόγησης. Επιπλέον, χρειάζεται να υιοθετήσουν εργαλεία ψηφιακής διαφήμισης καθώς και συστήματα τηλεργασίας. Το δεύτερο σκέλος το οποίο θα πρέπει να επιδοτηθεί από ευρωπαϊκά προγράμματα ή/και εθνικά κονδύλια αφορά την κατάρτιση του προσωπικού, καθώς ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στη μετάβασή τους προς την ψηφιακή εποχή είναι η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων των στελεχών και εργαζομένων.

Στο άμεσο μέλλον οι περισσότερες θέσεις εργασίας θα απαιτούν ψηφιακές δεξιότητες, ενώ οι περισσότεροι Έλληνες που αποτελούν το εργατικό δυναμικό δεν φαίνεται να διαθέτουν βασικές ψηφιακές δεξιότητες. Υπό αυτό το πρίσμα, η ψηφιακή γνώση, από τις βασικές ψηφιακές ικανότητες έως τις πιο προηγμένες δεξιότητες τεχνητής νοημοσύνης, θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμη από τους εργαζόμενους και να ενθαρρύνεται από τους εργοδότες.

Επομένως, σημειώνεται στη μελέτη, γίνεται αντιληπτό ότι η ψηφιακή μετάβαση αποτελεί μονόδρομο για τις επιχειρήσεις οι οποίες θα πρέπει να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η Ε.Ε., το κράτος και οι κοινωνικοί φορείς θα πρέπει να σταθούν αρωγοί στην προσαρμογή των επιχειρήσεων μέσω οικονομικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που θα συντελέσει στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και τον υγιή ανταγωνισμό, καταλήγει η μελέτη του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.

Read Original