Οι ευρωπαϊκές τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη θέση σε σχέση με τις αμερικανικές με γνώμονα το πώς θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν σε οποιεσδήποτε πιέσεις από την αγορά εμπορικών ακινήτων μετά την άνοδο των επιτοκίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Γηραιά Ηπειρος είναι αυτή τη στιγμή εκτός της «κόκκινης ζώνης». Οι επιθετικές επιτοκιακές αυξήσεις, ο αντίκτυπος των οποίων δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως αισθητός σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα, μετά την πανδημία που άλλαξε τις συνθήκες εργασίας, έχουν οδηγήσει τα ποσοστά πληρότητας σε χώρους γραφείων σε χαμηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα. Τα σχετικά αναφέρει σε δημοσίευμά του το moneyreview.gr. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), ειδικότερα, σημειώνει πως η άμεση έκθεση των τραπεζών στα εμπορικά ακίνητα κυμαίνεται στο 6% των συνολικών τραπεζικών δανείων κατά μέσο όρο στην Ευρώπη έναντι ποσοστού της τάξεως του 18% στις ΗΠΑ με τα στοιχεία του 2022. Κι αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη φαίνεται λιγότερο ευάλωτη στους κινδύνους, σύμφωνα με αναλυτές. Ωστόσο, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής βρίσκονται σε ύψιστο βαθμό ετοιμότητας για τον αντίκτυπο του υψηλότερου κόστους δανεισμού, οι εν δυνάμει «κόκκινες γραμμές» τελούν υπό εξέταση.
Στην πιο ευπαθή θέση βρίσκονται οι σκανδιναβικές και οι γερμανικές τράπεζες, ειδικά εάν προκύψουν κίνδυνοι συστημικού τύπου, όπως προειδοποίησε σε σχετική της έκθεση η βρετανική τράπεζα Barclays. Και παρότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν συζητήθηκαν στις πρόσφατες εαρινές συνόδους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, οι ανησυχίες αυτές έχουν γίνει αισθητές. Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, υπογράμμισε την ανάγκη παρακολούθησης των κινδύνων, που ενδεχομένως να παραμένουν κρυμμένοι στις τράπεζες και στα σκιώδη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στην έκθεσή του για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, το ΔΝΤ υπογράμμισε τους αυξανόμενους κινδύνους στην αγορά ακινήτων για επαγγελματική χρήση, συνεκτιμώντας την εκτεταμένη εξάρτησή τους από μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα. «Παρά το γεγονός ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής μία μεγάλη απειλή για τις τράπεζες, οι αποτιμήσεις στην αγορά ακινήτων για εμπορική χρήση της Ευρωζώνης αναμένεται να υποχωρήσουν περαιτέρω κατά 20%, προτού καταβυθιστούν στα χαμηλότερά τους επίπεδα», υπογραμμίζει ο οικονομολόγος της Capital Economics Αντριου Μπάρελ. Και στην πρόσφατη έρευνα της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας JP Morgan, στην οποία συμμετείχαν επενδυτές από ολόκληρο τον κόσμο, φαίνεται πως η αγορά ακινήτων για εμπορική χρήση πιθανότατα να αποτελέσει τον επόμενο αδύναμο κρίκο.
Στην Ευρώπη, όπου οι γραφειακοί χώροι αντιστοιχούν και στο μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς ακινήτων εμπορικής χρήσεως, είναι οι γερμανικές και σκανδιναβικές τράπεζες που φαίνονται περισσότερο εκτεθειμένες απ’ όσο γίνεται αντιληπτό στις κατασκευές και στις δραστηριότητες αυτές. Η Barclays, τώρα, επισημαίνει ότι σε περίπτωση που η αγορά ακινήτων για εμπορική χρήση καταστεί μεγαλύτερος συστημικός κίνδυνος, οι σουηδικές τράπεζες πιθανόν να αντιμετωπίσουν σοβαρότατο κίνδυνο. Ο δανεισμός από τις σουηδικές εταιρείες ακινήτων έχει αυξηθεί στις 2.300 δισ. σουηδικές κορώνες (223 δισ. δολάρια) το 2021 από 1.300 δισ. κορώνες το 2012. Εν κατακλείδι και σύμφωνα με αναλυτές, οι γερμανικοί πιστωτικοί όμιλοι με ειδίκευση στην αγορά ακινήτων, όπως οι Aareal Bank, Deutsche Pfandbriefbank και Berlin Hyp, έχουν πολύ μεγαλύτερη έκθεση στα εμπορικά ακίνητα.