Περπατώντας στην αμμουδιά, στην παραλία του Πανόρμου, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα παράξενο θέαμα. Από τη μια πλευρά βρίσκεται αυτό που γνώριζες ότι θα συναντήσεις στη Μύκονο: μια υπέροχη ακτή και η θάλασσα να λαμπυρίζει κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, έστω κι αν ο ψυχρός κυκλαδίτικος αέρας σε αποτρέπει ακόμα από το να τη χαρείς. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται υψωμένο ένα παράξενο τείχος, που καλύπτει περισσότερο από το μισό της παραλίας και φτάνει επάνω στην άμμο. Από το εσωτερικό ακούγονται ομιλίες και ο θόρυβος των εργασιών.
Θα ήταν μια συνηθισμένη σκηνή γι’ αυτή την εποχή – όλοι στη Μύκονο προετοιμάζονται για το καλοκαίρι. Στους στενούς δρόμους του νησιού περνούν μεγάλα φορτηγά γεμάτα οικοδομικά υλικά, μικρά φορτηγά συνεργείων ή τα χαρακτηριστικά μισοδιαλυμένα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούν σαν κινούμενες αποθήκες για τα εργαλεία τους οι μάστορες. Στα σοκάκια της Χώρας θα συναντήσεις ιδιοκτήτες και εργαζομένους να μπογιατίζουν προθήκες και πλακόστρωτα, κάποιο σπίτι ή κατάστημα να βρίσκεται υπό ανακαίνιση. Η περίπτωση του Πανόρμου διαφέρει, όμως, σε δύο σημεία. Από τη μια πλευρά, στο μέγεθος της εγκατάστασης, η οποία έχει καταλάβει σαν τεράστιο βιομηχανικό κτίριο το μέτωπο της ακτής και τον «κάμπο», σκαρφαλώνοντας με τσιμεντωμένα πάρκινγκ εκατοντάδες μέτρα στην αρχή της πλαγιάς. Από την άλλη πλευρά, στο ότι χάρη στην επικαιρότητα των ημερών το συγκεκριμένο beach bar βρέθηκε στο προσκήνιο και γρήγορα ήρθαν στοιχεία στο φως για το πλήθος των καταγγελιών, μηνύσεων και ελέγχων που έχει τα τελευταία χρόνια δεχθεί για εκτεταμένες πολεοδομικές υπερβάσεις και τον τρόπο λειτουργίας του. Κι όμως, η προετοιμασία για το καλοκαίρι συνεχίζεται κανονικά, σαν να μην έχει προηγηθεί τίποτα, σαν να μην υπάρχει δικογραφία. Κανείς στην περιοχή δεν δέχεται να μιλήσει, ο φόβος είναι κυρίαρχος.
Το μπαρ-υπερπαραγωγή στον Πάνορμο δεν είναι η μόνη επιχείρηση με δυσανάλογο πολεοδομικό αποτύπωμα στο νησί, ούτε η μόνη που «οικειοποιείται» μια παραλία, επιβάλλοντας τους κανόνες της. Την περίοδο αυτή, όμως, που η Μύκονος βρέθηκε στο προσκήνιο εξαιτίας του ξυλοδαρμού του αρχαιολόγου Μανώλη Ψαρρού, δείχνει να συμβολίζει όσα συμβαίνουν στη ναυαρχίδα του ελληνικού τουρισμού τα τελευταία χρόνια. Στη Μύκονο κάτι έχει αλλάξει. Δεν είναι μόνο πιο ακριβή από ποτέ, αλλά και πιο ασύδοτη από ποτέ.
Οταν «ήρθαν “τα Εμιράτα”»
«Κάθε σεζόν έχουμε ενάμιση ξυλοδαρμό δημόσιου προσώπου. Θα είναι ένας αντιδήμαρχος, μεσίτης, ξενοδόχος, καταστηματάρχης, ένας διαμαρτυρόμενος πολίτης».
Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε σταδιακά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. «Αν είχες δάνεια, εφορίες ή ένα στραβοπάτημα, ερχόταν ένας και σου έλεγε “ρε φίλε, ξέρω ότι ζορίζεσαι, μήπως να τα πούμε για το μαγαζί σου;», λέει επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται πολλές δεκαετίες στο νησί, υπό τον όρο όχι μόνο της ανωνυμίας, αλλά και να μη χρησιμοποιηθεί κανένα στοιχείο που έστω έμμεσα να τον υποδεικνύει. «Και έτσι, πολλές επιχειρήσεις άλλαξαν χέρια: ξενοδοχεία, μπαρ, καταστήματα. Παράλληλα άλλαξαν χέρια και τα σπίτια. Πολλοί από αυτούς που τις καλές εποχές είχαν χτίσει τις βιλάρες στο νησί, είτε τις πούλησαν είτε τις νοίκιασαν. Και ήρθαν “τα Εμιράτα”, γέμισαν τα μαγαζιά ναργιλέδες και άρχισαν τα μπαρ να ζητούν μίνιμουμ κατανάλωση 5.000 ή 15.000 ευρώ για να κλείσεις τραπέζι. Μέχρι τότε, ο τουρισμός στη Μύκονο ήταν στα χέρια των ντόπιων, άντε και κάποιων λίγων από την Αθήνα ή ξένων. Τα τελευταία χρόνια όλα πωλούνται».
Οι μόνοι που αντιστέκονται είναι τα «μεγάλα κεφάλια» της Μυκόνου. «Είναι οι “νοικοκυραίοι”, όπως τους λέμε εδώ. Κάποιες από τις παλιές, μεγάλες οικογένειες των ξενοδόχων. Αυτοί το θεωρούν προσβλητικό να πουλήσουν, όποια τιμή και αν τους προσφέρουν. Οχι ότι αυτοί είναι Παναγίες. Ομως με τους Μυκονιάτες υπάρχει μια συνεννόηση. Αν έχεις ένα πρόβλημα, μπορείς να το συζητήσεις. Οι άλλοι, που έχουν έρθει τα τελευταία χρόνια, είναι “ή χρυσό ή μολύβι”. Προς το παρόν περιορίζονται στους εκφοβισμούς. Αύριο δεν ξέρουμε τι θα γίνει».
«Τα τελευταία χρόνια ήρθαν πέντε-έξι “βαριά χαρτιά” και κάνουν κουμάντο», λέει ένας άλλος επιχειρηματίας, που μιλάει υπό τους ίδιους όρους ανωνυμίας. «Κάποιοι προσπάθησαν να τους αντιγράψουν, κάποιοι πούλησαν, κάποιοι νοίκιασαν. Το παιχνίδι έχει πια χαθεί. Αυτό που συμβαίνει στη Μύκονο δεν είναι πλέον μυκονιάτικο, ούτε καν ελληνικό. Είναι αυτό που συμβαίνει εκεί όπου υπάρχει τεράστιο κέρδος. Εδώ ξεπλένονται όλα. Βέβαια, είμαστε όλοι βολεμένοι μέσα σε αυτό, στον βαθμό που δεν ενοχλεί τα δικά μας συμφέροντα. Αν δεν είχαν χτυπήσει τον αρχαιολόγο, ποιος θα ενδιαφερόταν; Κάποιοι στη Μύκονο νιώθουν μικροί θεοί και απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πρόκειται κανείς να τους σταματήσει». Τη Δευτέρα, στη συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στο Γρυπάρειο με αφορμή την επίσκεψη του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, κάποιοι πολίτες μίλησαν «έξω από τα δόντια». «Πόρνη χωρίς νταβατζή δεν υπάρχει. Και στο νησί μας τον ρόλο του νταβατζή τον έχει η αστυνομία», ανέφερε ένας από αυτούς.
Η κοινωνία της Μυκόνου δείχνει αμήχανη μπροστά στις εξελίξεις. Ο ξυλοδαρμός του αρχαιολόγου είναι αυτές τις ημέρες το πρώτο θέμα στον «πρωινό καφέ», στον Γυαλό της Χώρας. «Κάθε σεζόν έχουμε ενάμιση ξυλοδαρμό δημόσιου προσώπου. Θα είναι ένας αντιδήμαρχος, μεσίτης, ξενοδόχος, καταστηματάρχης, ένας διαμαρτυρόμενος πολίτης», λέει ο Μηνάς Λυριστής, περιφερειακός σύμβουλος και εργαζόμενος στο νησί. «Εως το 2014-2015 δουλεύαμε πολύ, αλλά πιο ανέμελα. Μετά άρχισε η “ταϊλανδοποίηση” και την ακολούθησε η ασυδοσία. Στην καραντίνα είδαμε για πρώτη φορά νταλίκες με οκτώ ρόδες στο νησί. Εμείς απαγορευόταν να βγούμε έξω χωρίς να στείλουμε μήνυμα και την ίδια ώρα κάποιοι έχτιζαν το μισό νησί. Τώρα έχουμε φτάσει σε άλλο σημείο. Ολη η τοπική κοινωνία αισθάνεται ότι βρισκόμαστε σε τέλμα με την υπερανάπτυξη του νησιού, ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει».
Οι τοπικές αρχές, όπως ο δήμος, βρίσκονται τις τελευταίες ημέρες σε θέση άμυνας προσπαθώντας να αποκρούσουν τις κατηγορίες για «μαφία της Μυκόνου». «Στη Μύκονο, μέσα σε λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα έρχονται κάθε χρόνο δύο εκατομμύρια επισκέπτες. Η συμβολή του νησιού στην οικονομία της χώρας είναι τεράστια, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Η Μύκονος «κράτησε» τη χώρα όταν όλα κατέρρεαν. Ομως με ενοχλούν οι υπερβολές των τελευταίων ημερών, δεν υπάρχει μαφία στη Μύκονο. Υπάρχει χρήμα και το έγκλημα ακολουθεί το χρήμα. Γι’ αυτό ζητάμε περισσότερη αστυνομία, λιμενικό, ελεγκτικούς μηχανισμούς», λέει ο δήμαρχος του νησιού, Κώστας Κουκάς. «Οταν ακούω ότι θα φέρουν περισσότερη αστυνομία, γελάω», αντέτεινε ένας πολίτης στην εκδήλωση στο Γρυπάρειο. «Σε ανθρώπους που έχουν τόσο μεγάλα κέρδη, δεν έχει σημασία αν κάποιος θα πάει στο αυτόφωρο ή θα μπει ένα πρόστιμο. Αυτό που θέλουν θα το κάνουν».
Πίεση να χτιστεί κάθε σπιθαμή με «φρουρούς» μόνο τους αρχαιολόγους
Στη Μύκονο, όλα είναι αξιοποιήσιμα, νόμιμα ή παράνομα. Το κάθε επιπλέον τετραγωνικό στη Χώρα, το κάθε χωράφι στην ύπαιθρο –αν μπορεί πλέον να ονομαστεί ύπαιθρος αυτό το ημιαστικό συνεχές στο οποίο έχει μετατραπεί το νησί–, το κάθε μέτρο πάνω στην αμμουδιά.
Τα πολεοδομικά παραθυράκια που βοηθούν να καλυφθούν οι αυθαιρεσίες είναι πολλά και όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, ενισχύθηκαν από τη συστηματική, την τελευταία δεκαετία, «αυτοματοποίηση» των βασικών αδειοδοτικών μηχανισμών. Οι οικοδομικές άδειες εκδίδονται με έναν τυπικό έλεγχο. Οι άδειες «μικρής κλίμακας» χωρίς κανέναν έλεγχο. Τα αυθαίρετα (τα οποία υποτίθεται ότι θα πρέπει να είχαν ανεγερθεί έως το καλοκαίρι του 2011) επίσης νομιμοποιούνται χωρίς έλεγχο. Την ίδια στιγμή, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ήδη αποδεκατισμένοι από τη δεκαετή οικονομική κρίση, απαξιώνονται συνεχώς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τρόπο που το υπουργείο Περιβάλλοντος υποβάθμισε (και) κατά την τελευταία τριετία το έργο των Επιθεωρητών Περιβάλλοντος.
Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο, οι αρχαιολόγοι έχουν δίκιο να παραπονούνται ότι «σηκώνουν» δυσανάλογα μεγάλο βάρος. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων έχει δύο βασικές αρμοδιότητες σε σχέση με τη δόμηση. Στις πρωτεύουσες των νησιών, που ανεξαιρέτως προστατεύονται από τη νομοθεσία (όπως και σε κάθε άλλο οικισμό με ανάλογο καθεστώς) πρέπει να εγκρίνει κάθε μορφολογική αλλαγή στα κτίρια και κάθε παρέμβαση στον χώρο, ώστε να διαφυλαχθεί ο χαρακτήρας των οικισμών. Εξω από τους οικισμούς, ελέγχει τις αρχαιολογικές ζώνες και τον περιβάλλοντα χώρο τους, ενώ οι αρχαιολόγοι πρέπει να είναι παρόντες σε κάθε νέα οικοδομική εργασία που περιλαμβάνει εκσκαφή, για τον προφανή λόγο. Οπου έχουν αρμοδιότητα, υπερισχύει ο αρχαιολογικός νόμος.
Σε νησιά όπως η Μύκονος, το καθήκον αυτό δεν είναι απλά βαρύ, αλλά ασήκωτο. Η Πολεοδομία Σύρου, στην οποία υπάγεται η Μύκονος, διαθέτει πέντε μηχανικούς για τα τέσσερα νησιά της αρμοδιότητάς της. Οι επιθεωρητές Περιβάλλοντος –υπηρεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος– επισκέφθηκαν τελευταία φορά το νησί το 2018 για να ερευνήσουν ένα «πακέτο» περιπτώσεων. Εν τω μεταξύ, από το 2011 έως σήμερα έχουν γίνει στη Μύκονο 7.600 δηλώσεις αυθαιρέτων (1,4 εκατ. τ.μ.). Από το 2018 έως σήμερα, έχουν κατατεθεί στο ηλεκτρονικό σύστημα έκδοσης αδειών e-adeies 5.450 αιτήσεις για έκδοση διαφόρων ειδών οικοδομικών αδειών. Μόνο στη μισή Μύκονο (που έχει κτηματογραφηθεί παλαιότερα, η υπόλοιπη κτηματογραφείται τώρα) την τελευταία πενταετία έγιναν 3.846 αγοραπωλησίες ακινήτων.
Ως αποτέλεσμα, οι υπάλληλοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων υφίστανται μεγάλη πίεση και έχουν δει πολλά. Οπως διηγούνται οι εκπρόσωποι των αρχαιολόγων, οι παρανομίες έχουν πολλές μορφές και συναγωνίζονται κάθε φορά σε ευρηματικότητα. «Βγάζουν άδεια για επισκευή στέγης. Μετά κάνουν ανακαίνιση σε όλο το κτίριο, προσθέτουν και υπόγειο, χωρίς, βέβαια, να το γνωρίζει κανείς και χωρίς να είναι ενήμερη η αρχαιολογική υπηρεσία». «Εκδίδουν μια άδεια μικρής κλίμακας, ίσα ίσα για να βάλουν έξω από το κτίριο έναν αριθμό αδείας, και μετά κάνουν ό,τι θέλουν». «Οι οικοδομικές άδειες εκδίδονται αυτόματα, κατά δήλωση του μηχανικού. Επομένως, είναι στο χέρι του μηχανικού να δηλώσει αν το κτίριο θα χτιστεί σε περιοχή αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ή όχι. Συχνά βλέπουμε σε άδειες που έχουν εκδοθεί να αναφέρεται ο αριθμός πρωτοκόλλου εγγράφου της Εφορείας Κυκλάδων, ώστε να φαίνεται ότι έχει διεξαχθεί έλεγχος. Μόνο που αν ανατρέξεις στο συγκεκριμένο έγγραφο, θα δεις ότι πρόκειται για γνωμοδότηση… που αφορά άλλο ακίνητο ή για κάποιο απαντητικό έγγραφο της υπηρεσίας που λέει ότι πρέπει να γίνει έλεγχος».
«Παίρνουν άδειες για “υδάτινα στοιχεία” και φτιάχνουν τζακούζι ή πισίνες». «Τα περισσότερα καταστήματα στη Χώρα έχουν “ανοίξει” τις όψεις των κτιρίων χωρίς άδεια, κάποια πριν από δεκαετίες. Οταν ζητούν μια νέα άδεια και η υπηρεσία διαπιστώνει τι έχει συμβεί, υπάρχει μεγάλη πίεση να μείνει έως έχει, με την επίκληση ότι είναι έτσι για 20-30 χρόνια». «Αδειοδοτούνται συνέχεια στη Χώρα πολύ οχλούσες χρήσεις, που δεν συνάδουν με έναν οικισμό που κατοικείται». «Εχουν ένα σπιτάκι κοντά σε μια παραλία ή αλλού. Το επεκτείνουν παράνομα και δηλώνουν εκ των υστέρων τις παρανομίες στους νόμους για τα αυθαίρετα, παρότι οι εργασίες έγιναν πολύ μετά το 2011». «Αγοράζει ένα κέντρο διασκέδασης μια διεθνής αλυσίδα και θέλει να επιβάλει το δικό της γούστο, που χαρακτηρίζει τα καταστήματά της σε όλο τον κόσμο. Αδυνατούν να καταλάβουν ότι σε έναν προστατευόμενο οικισμό ή κοντά σε αρχαιολογικό χώρο δεν μπορούν απλά να κάνουν ό,τι θέλουν. Παίρνουν μια άδεια και μετά κάνουν το δικό τους». «Ο,τι έχει απομείνει ελεύθερο πολιορκείται. Σε ένα τμήμα της Χώρας της Μυκόνου υπήρχαν κάποτε κήποι στα σπίτια. Τώρα υπάρχει πίεση να χτιστεί ό,τι έχει απομείνει». «Συχνά αν η υπηρεσία δεν δώσει άδεια, μπορεί ο ενδιαφερόμενος να μηνύσει προσωπικά τον υπάλληλο και να τον τρέχουν στα δικαστήρια».
Οι ανεξέλεγκτες επεμβάσεις στον χώρο δεν γίνονται μόνο από μεμονωμένους επιχειρηματίες ή επιχειρήσεις. Συχνά περιβάλλονται από τον μανδύα της στρατηγικής επένδυσης. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, εκτός από το ένα Ειδικό Χωρικό Σχέδιο (ΕΣΧΑΣΕ) που έχει ήδη εγκριθεί στο νησί (ακόμα ένα που έχει απορριφθεί, αλλά επανεξετάζεται), πρόσφατα κατατέθηκε αίτημα για μεγάλη ιδιωτική τουριστική επένδυση (ΕΣΧΑΣΕ) μέσα σε ζώνη όπου απαγορεύεται η δόμηση («καφέ» περιοχή στη Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου Μυκόνου).
Επάγγελμα αρχαιολόγος, κυνηγός μπουλντόζας
Του Δημήτρη Αθανασούλη
Ανασκαφές με σπουδαίες ανακαλύψεις. Μουσεία με πρωτοποριακές αρχαιολογικές εκθέσεις. Ερευνα βιβλιοθήκης και βαρυσήμαντες επιστημονικές δημοσιεύσεις. Αυτά είναι τα όνειρα των πτυχιούχων Αρχαιολογίας μετά τις σπουδές τους. Πόσοι από αυτούς βρίσκουν τελικά μόνιμη δουλειά ως αρχαιολόγοι; Ενα ελάχιστο ποσοστό, που ίσως δεν ξεπερνά το 1% των πτυχιούχων Αρχαιολογίας στη χώρα μας. Ενα κάπως μεγαλύτερο ποσοστό αρχαιολόγων εργάζεται ως έκτακτο προσωπικό (συμβασιούχοι) στο κράτος και σε ιδιωτικά έργα, σε συνθήκες ακραίας εργασιακής επισφάλειας. Οι «τυχεροί» που κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα και αναλαμβάνουν μόνιμη θέση αρχαιολόγου σε μια Εφορεία Αρχαιοτήτων έχουν θεωρητικά την ευκαιρία να κάνουν όλα όσα περιγράψαμε στην αρχή, μόνο που αυτή δεν είναι η κύρια απασχόλησή τους.
Καλούνται ταυτόχρονα να ασκήσουν την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω διοικητικών μέτρων, η οποία παράγει έναν τεράστιο γραφειοκρατικό όγκο, που απορροφά το 90%-100% του διαθέσιμου υπηρεσιακού χρόνου. Οι αρχαιολογικές έρευνες, οι δημοσιεύσεις και οι μουσειακές εκθέσεις γίνονται συνήθως το απόγευμα, σε απλήρωτες υπερωρίες και σε ερευνητικές άδειες.
Η προσγείωση στην πραγματικότητα της λειτουργίας της αρχαιότερης και μεγαλύτερης επιστημονικής υπηρεσίας του ελληνικού κράτους επιβάλλει οι αρχαιολόγοι να γνωρίζουν όχι μόνο την αρχαιολογική αλλά και την οικοδομική και περιβαλλοντική νομοθεσία. Καλούνται να διεκπεραιώσουν χιλιάδες οικοδομικές υποθέσεις που βρίσκονται σε περιβάλλον μνημείων, ελέγχους «τακτοποιήσεων» αυθαιρέτων, λειτουργίας «καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος», να εγκρίνουν μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ταυτόχρονα, για να υλοποιήσουν μεγάλα αρχαιολογικά έργα μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων, όπως αναστηλώσεις ή νέες μουσειακές εκθέσεις, ένας ακόμη τεράστιος γραφειοκρατικός φόρτος έρχεται να προστεθεί στον ήδη υπάρχοντα.
Ολα τα παραπάνω αποτελούν συμπλήρωμα της δουλειάς στο πεδίο: αυτοψίες στις οικοδομές που πολλές φορές καταλήγουν σε σήματα διακοπής εργασιών όταν γίνονται εκσκαφές χωρίς αρχαιολογική παρακολούθηση, οι οποίες εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για την καταστροφή αρχαιοτήτων· έλεγχος οικοδομικών εργασιών σε ανακαινίσεις κτιρίων μεσαιωνικών οικισμών, όπως οι Χώρες στα Κυκλαδονήσια, που μπορεί να αλλοιώσουν το διατηρητέο ιστορικό δομημένο περιβάλλον· εκθέσεις αυτοψίας, καταθέσεις και μηνυτήριες αναφορές στην ημερήσια διάταξη.
Καθώς η εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας παράγει εύλογες καθυστερήσεις ή επιβάλλει την αλλαγή σχεδιασμών σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό έργο, ο αρχαιολόγος οφείλει να παράσχει κάθε δυνατή πληροφόρηση προς τους εκάστοτε εμπλεκομένους (άλλες κρατικές υπηρεσίες, τοπικές αρχές, ιδιώτες, μηχανικοί), ώστε να τεκμηριώνονται επαρκώς οι παρεμβάσεις υπέρ των αρχαιοτήτων, οι οποίες αυτονόητα μπορεί να προκαλούν δυσαρέσκεια στους ενδιαφερομένους.
Οταν ένας αρχαιολόγος ξεκινά την καριέρα του, στο ερώτημα «Τι είναι η αρχαιολογία; Επάγγελμα ή πάθος;» απαντά αβίαστα το δεύτερο, καθώς η εξερεύνηση του παρελθόντος και η ανακάλυψη της ανασκαφής ασκεί απαράμιλλη γοητεία, πολύ πέρα από την όποια επαγγελματική ικανοποίηση. Η ίδια ερώτηση, μετά κάποια χρόνια τριβής στην αρχαιολογική καθημερινότητα που περιγράψαμε παραπάνω, οδηγεί ακριβώς στην ίδια απάντηση. Μόνο που τώρα το πάθος του αρχαιολόγου δεν είναι γι’ αυτό που ανακάλυψε, αλλά γι’ αυτό που έσωσε από την καταστροφή.
Τι είναι άραγε αυτό που μεταμορφώνει επιστήμονες με πολλαπλούς μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικά ώστε αυτοί να αφοσιώνονται με τέτοιο πάθος σε ένα άχαρο, κατά κοινή ομολογία, και, μετά τα τελευταία γεγονότα, και επικίνδυνο κυνηγητό μπροστά από μπουλντόζες και καταπατητές; Η μόνη ερμηνεία που μπορώ να δώσω είναι ότι εμπνέονται από το κυρίαρχο πνεύμα και τη θεσμική μνήμη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενός φορέα με στιβαρή θεσμική υπόσταση που επιμένει να υπερασπίζεται ένα δημόσιο αγαθό, όπως η πολιτιστική κληρονομιά, και να επιβιώνει μέσα στον ωκεανό των ανάπηρων θεσμών του ελλαδικού παραδείγματος.
Ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης είναι έφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων.
Πώς θα είναι οι «Μύκονοι» τον 22ο αιώνα;
Του Πάνου Δραγώνα
Ζούμε σε μια χώρα με σπάνια ομορφιά, φυσικό πλούτο και ιστορία, την οποία απολαμβάνουμε και εκμεταλλευόμαστε. Πρόκειται όμως για μια χώρα που είναι μικρή σε έκταση, με περιορισμένους πόρους και ευαίσθητο περιβάλλον.
Τα τελευταία χρόνια συνειδητοποιούμε ότι οι μηχανισμοί προστασίας του φυσικού και πολιτισμικού τοπίου δεν είναι επαρκείς ώστε να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες πιέσεις της τουριστικής βιομηχανίας. Η Ελλάδα του εικοστού αιώνα κατάφερε να προστατεύσει περιοχές ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς, όπως οι ακτές ή οι κορυφές των βουνών, ή ιδιαίτερης πολιτισμικής και ιστορικής σημασίας, όπως οι αρχαιολογικοί χώροι, από τουριστική εκμετάλλευση. Δυστυχώς δεν κατάφερε να θέσει σαφή όρια στις διαρκώς επεκτεινόμενες οικιστικές περιοχές αλλά ούτε και να αποτρέψει την οικοδόμηση έξω από αυτές.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι οικισμοί διαρκώς επεκτείνονται. Τα κτίσματα πλησιάζουν όλο και πιο κοντά στην ακτογραμμή. Ενώ τα τελευταία χρόνια ακόμη και οι αρχαιολογικοί χώροι βρίσκονται υπό απειλή. Οι παραπάνω περιοχές όμως προστατεύονται ώστε να παραδοθούν στις επόμενες γενιές, σε εποχές κατά τις οποίες οι προτεραιότητες της κοινωνίας ενδέχεται να είναι εντελώς διαφορετικές. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον τα πολυτελή ξενοδοχεία που χτίζονται στα νησιά σήμερα, σύμφωνα με τα τρέχοντα πρότυπα διαβίωσης και αναψυχής, θα εξακολουθήσουν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του μέλλοντος. Η κουλτούρα του παραθερισμού αποτελεί υπόθεση του εικοστού αιώνα και είναι αβέβαιος ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον.
Σήμερα το πρόγραμμα των νέων παραθεριστικών υποδομών δίνει προτεραιότητα στις απολαύσεις του σώματος και του βλέμματος. Το επίπεδο του σχεδιασμού των παρεχόμενων υποδομών είναι αναντίρρητα υψηλό, αλλά η αρχιτεκτονική δημιουργία παραμένει δεσμευμένη από τις απαιτήσεις του καταναλωτικού lifestyle που κυριαρχεί κατά τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα. Οσο επιδέξιοι και αν είναι οι χειρισμοί στη διαμόρφωση αισθητηριακών εμπειριών, η αρχιτεκτονική της απόλαυσης αδυνατεί να παραγάγει υψηλό έργο με πολιτισμική αξία. Δυστυχώς όμως οι παραπάνω υποδομές δημιουργούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να έχουν μόνιμη παρουσία στον χρόνο.
Οι τουριστικές εγκαταστάσεις δεν είναι αναστρέψιμες, αλλά ούτε και επαρκώς ευέλικτες ώστε να αναπροσαρμοστούν σε πιθανώς διαφορετικές προτεραιότητες των επόμενων δεκαετιών. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν η διεθνής οικονομική ανάπτυξη θα συνεχίσει να υποστηρίζει τη λειτουργία των νέων πολυτελών υποδομών που ανεγείρονται σήμερα σε κάθε όμορφη γωνιά του Αιγαίου. Αλλωστε το τρέχον τουριστικό μοντέλο δεν είναι αποδεκτό από όλους και ήδη δέχεται κριτική όταν επεκτείνεται σε παραθεριστικές περιοχές στις οποίες κυριαρχούν διαφορετικά πρότυπα αναψυχής ή απειλούνται προστατευόμενες εκτάσεις.
Είναι χαρακτηριστικές οι αντιδράσεις που ξέσπασαν στα Φαλάσαρνα της Κρήτης με την ανακοίνωση της δημιουργίας ενός πολυτελούς ξενοδοχείου σε περιοχή Natura. Δεν μπορούμε λοιπόν να γνωρίζουμε εάν οι παραθεριστές του εικοστού δεύτερου αιώνα θα εξακολουθούν να διασκεδάζουν με τον ίδιο τρόπο στα ξενοδοχεία, στις οργανωμένες παραλίες και στα κλαμπ της Μυκόνου. Μπορούμε όμως με μεγαλύτερη ασφάλεια να υποθέσουμε ότι ο αρχαιολογικός χώρος της Δήλου θα παραμένει και τότε μέρος της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς. Καθώς επίσης και ότι το φυσικό τοπίο των Κυκλάδων, στα σημεία όπου θα έχει διασωθεί, θα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού. Παρά λοιπόν τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από την ανάπτυξη του τουρισμού, οι αβεβαιότητες είναι πολλές και οι κίνδυνοι μεγάλοι.
Το τρέχον τουριστικό μοντέλο, το οποίο επεκτείνεται σε όλες τις όμορφες περιοχές της Ελλάδας έχοντας ως αφετηρία τη Μύκονο, δεν είναι εξασφαλισμένα βιώσιμο σε βάθος χρόνου. Ούτε περιβαλλοντικά αλλά ούτε και οικονομικά. Το μοντέλο αυτό θα έπρεπε να επανεξεταστεί δίνοντας προτεραιότητα στην προστασία του φυσικού και πολιτισμικού τοπίου, αλλά και στην υιοθέτηση διαφορετικών προτύπων αναψυχής σε ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον. Το ελληνικό καλοκαίρι βρίσκεται σε κρίση και θα έπρεπε να σχεδιαστεί εκ νέου.
Ο κ. Πάνος Δραγώνας είναι αρχιτέκτων, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών.