Μύηση σε ένα είδος ιεροτελεστίας

1 year ago 70
Μύηση σε ένα είδος ιεροτελεστίας

H Aμαλία Καβάλη (αριστερά) υποδύεται την Κλαιρ και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου την κυρία. Στη σκηνή δεσπόζει, ως φόντο, αντίγραφο του πίνακα του Βέλγου ρομαντικού ζωγράφου Αντουάν Βιέρτς «Αναγνώστρια μυθιστορήματος».

Οταν η Κυρία απουσιάζει, η Σολάνζ και η Κλαιρ οργανώνουν το θεατρικό παιχνίδι της αλλαγής των ρόλων. Ντύνονται με τα ρούχα της, βάφονται με το κραγιόν της, φορούν τα μαργαριτάρια της, αρωματίζονται με την αγαπημένη της μυρωδιά, σε μια γιορτή αποθέωσης ενός κόσμου σατανικού και παρακμιακού.

Η ζωή των «υπηρετών» και των «υπηρετριών», άλλοτε κυριολεκτικά ως οικιακών βοηθών και άλλοτε μετωνυμικά ως alter ego των κυρίων τους, είναι ένα θεματικό υλικό ιδιαίτερα οικείο και αναγνωρίσιμο στην ευρωπαϊκή δραματουργία. Από τον μολιερικό Σγαναρέλο, τον υπηρέτη του Δον Ζουάν, έως τον γκολντονικό «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» και από την κωμειδυλλιακή «Μαρούλα» του Δ. Κορομηλά έως την «Αγγέλα» του Γ. Σεβαστίκογλου, διαγράφεται μια σειρά δραματικών προσώπων, με τα οποία το ελληνικό κοινό ήρθε σε επαφή σε διαφορετικές περιόδους της εγχώριας θεατρικής ιστορίας. Αλλοτε προβληματίστηκε πάνω σε ζητήματα κοινωνικά όσον αφορά τις ταξικές διακρίσεις και άλλοτε διασκέδασε με τα «παθήματα» των κωμικών τύπων και τις αυτοσχεδιαστικές φιγούρες της κομέντια ντελ άρτε.

Ωστόσο, στην περίπτωση των «Δούλων» του Ζαν Ζενέ, τα πράγματα είναι διαφορετικά και εξαιρετικά πολύπλοκα. Ο Ζενέ συνθέτει το εκτενές μονόπρακτο (Les Bonnes, 1947) όπου η μεταμφίεση και το παιχνίδι των ρόλων, η αλλαγή της ταυτότητας και οι αντικατοπτρισμοί των ψευδαισθήσεων έχουν τον πρώτο λόγο. Εμπνέεται από ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα που διαπράττουν το 1933, στο Λε Μαν, οι αδελφές Παπέν, υπηρέτριες στην οικία Λανσελέν και δολοφόνοι της μητέρας και της κόρης της οικογένειας. Ο Ζενέ ως γνήσιος δραματουργός του θεάτρου του παραλόγου εκθέτει επί σκηνής τα δραματικά του πρόσωπα χωρίς τα προσχήματα του ρεαλισμού. Τα αφήνει εκτεθειμένα στα όνειρα, στις εφιαλτικές φαντασιώσεις, στις έμμονες ιδέες τους, ώστε να ακολουθούν μια εντελώς υποκειμενική αίσθηση της πραγματικής ζωής. Στο θέατρο Αποθήκη, ο Γιώργος Σκεύας υλοποίησε σκηνοθετικά, σκηνογραφικά και ενδυματολογικά την πιραντελική τεχνική αυτών των ψευδαισθήσεων μεταξύ σκηνής και πραγματικότητας. Ανταποκρίθηκε στην πολλαπλή πρόκληση που αποτελούν οι «Δούλες» για τον σκηνοθέτη, τον ηθοποιό, αλλά και το κοινό. Το έργο προϋποθέτει τη μύηση σε ένα είδος ιεροτελεστίας, όπου οι «υπηρέτες» ταυτίζονται με τους κυρίους τους και αναδεικνύονται κυρίαρχοι μόνο σε επίπεδο φαντασίωσης.

Το 1933, στο Λε Μαν, οι αδελφές Παπέν δολοφόνησαν τη μητέρα και την κόρη της οικογένειας Λανσελέν.

Σκηνοθέτησε με συνέπεια μια παράσταση θρησκευτικού τελετουργικού, όπου η «Δούλα» ιερουργεί τον θάνατο της Κυρίας της. Εντυσε τη Σολάνζ καλόγρια και τοποθέτησε τη δράση στον σκηνικό χώρο ενός αστικού δωματίου, που παραπέμπει εξίσου σε κοιμητήριο και σε αίθουσα έργων τέχνης, με το αντίγραφο του πίνακα του Βέλγου ρομαντικού ζωγράφου Αντουάν Βιέρτς «Αναγνώστρια μυθιστορήματος», να καλύπτει ως τεράστιο φόντο όλη τη βασική όψη της σκηνής. Τα παρτέρια με τα λουλούδια, το κρεβάτι-τάφος, ο καθρέφτης-κάτοπτρο των χειρονομιών του γυναικείου διδύμου συνθέτουν μια σκηνική ατμόσφαιρα άλλοτε μακάβρια και άλλοτε παράλογη. Η αρχιτεκτονική του λόγου αποδίδεται από την εξαιρετική μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, ιδιαίτερα αποτελεσματική στην έκφραση των αλληγορικών και μετωνυμικών νοημάτων της λόγιας γλώσσας του Ζενέ.

H Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου απέδωσε τη ναρκισσιστική, κυριαρχική και ελεγκτική μορφή της Κυρίας που χαρίζει την ετόλ γούνα της και προσφέρει το κόκκινο φόρεμα από την ιματιοθήκη της, από αυτήν «την ιερά κρύπτη της Παρθένου». Απέδωσε με τρόπο ειρωνικό και φορμαλιστικά οριοθετημένο τη δραματική ένταση και τις κορυφώσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στην ίδια και στις «δούλες» της. Ερμήνευσε με τη σιγουριά των υποκριτικών της δυνατοτήτων την καλή, όμορφη, γλυκιά και πλούσια Μητέρα-Κυρία, εκφράζοντας μια επίφαση γενναιοδωρίας και μεγαλοψυχίας απέναντί τους. Η Αγγελική Παπαθεμελή και η Αμαλία Καβάλη, στους ρόλους της Σολάνζ και της Κλαιρ, διανύουν όλη την ερμηνευτική κλίμακα των παθητικών, υποταγμένων και εξαρτητικών υπάρξεων, και φτάνουν έως τον φωνητικό και σωματικό παροξυσμό που υπαγορεύουν η στέρηση της ερωτικής απόλαυσης, η αυτοταπείνωση κι εντέλει η αλληλοεξόντωση. Οι δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν έξοχα τις «δούλες», που βλέπουν στο πρόσωπο της κυρίας τους την καταπιεστική και εξουσιαστική μορφή. Η άσκηση βίας απέναντί της λειτουργεί απελευθερωτικά γι’ αυτές, δίνει μια διέξοδο στην άχαρη ζωή τους. Οι δούλες «είναι ένοχες όταν είναι αθώα η Κυρία» και είναι αθώες όταν η Κυρία είναι ένοχη. Στην πραγματικότητα, ο φόνος της Κυρίας τις απελευθερώνει. Είναι φτωχές, ψυχικά κακοποιημένες κι αισθάνονται ότι θα είναι πάντα δούλες, σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Η Κλαιρ πίνει το κρύο τσάι με το δηλητήριο και η Κυρία που «ερμηνεύει» πεθαίνει.

Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας του ΑΠΘ και καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Read Original