Μια ωραία επιστολή κατέφθασε τις προάλλες στο γραφείο. Ανοίγοντάς την έκανα ένα σύντομο ταξίδι στις εποχές εκείνες που οι αναγνώστες έμπαιναν στον κόπο να μας στέλνουν γράμματα. Καταλάβαινες αμέσως πολλά για την ψυχοσύνθεση των επιστολογράφων από τον γραφικό χαρακτήρα. Τώρα, το ταμπεραμέντο κρύβεται επιμελώς πίσω από την απρόσωπη γραμματοσειρά του υπολογιστή. Ο άνθρωπος που έπιασε την πένα για χατίρι της στήλης ήταν ο αρχιτέκτων – πολεοδόμος Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς. Θέλησε να καταγράψει τις εντυπώσεις του ύστερα από την πρώτη βόλτα στον ίσκιο της Ακρόπολης που έκανε μετά την πανδημία. Θέλησε να ξαναγυρίσει στα ίχνη του δασκάλου του, Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος κατάφερε να μεταμορφώσει τον λόφο του Φιλοπάππου με άξιους λαϊκούς τεχνίτες.
«Αναβάπτιση…»
«Απογευματινός περίπατος, αναγνώριση σε χώρους αγαπημένους. Αναβάπτιση στα “πάτρια εδάφη”. “Με τούτο το φως, με τούτο το χώμα, εδώ μέχρι το τέλος μου αλλά και επέκεινα”, μου ψιθυρίζει ο δάσκαλός μου και εγώ απαντώ στο πνεύμα του Δημήτρη Πικιώνη μ’ ένα στίχο μου: “Κατ’ ακολουθίαν μέχρι των εσχατιών ακολούθησα τα βήματά σου”. Ναι, επί δεκαετίες πολλές, μια ζωή, περπάτησα σε αυτόν τον χώρο επίμονα, βίωσα και εμελέτησα και έγραψα το κατά δύναμιν. Πέρασε πολλά στάδια απαξίωσης και βεβήλωσης το ιστορικό τοπίο. Πονέσαμε όσοι το αγαπήσαμε βαθιά. Και τώρα ξαφνικά μια αποκάλυψη που σε γαληνεύει: Ο χώρος διακριτικά διαμορφωμένος δίχως παράταιρες επεμβάσεις, πουθενά εγκατάλειψη και ασχήμιες και ένα ζωντανό πλήθος Αθηναίων –κυρίως τώρα τον χειμώνα– που με κοσμιότητα εισπράττει την ιστορία και τη μορφή του τοπίου, είτε γνωρίζει είτε αγνοεί την ομορφιά του.
»Χρειάστηκε ο χρόνος, δυο γενιές από το 1960, και σήμερα νέοι άνθρωποι στον ορυμαγδό της παρεξηγημένης νεωτερικότητας έμαθαν να αγαπούν και να σέβονται ένα μοναδικό περιβάλλον. Τι προκάλεσε τη θετική εξέλιξη; Το καθυστερημένο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων; Οι επεμβάσεις της Εταιρείας Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων; Η προσπάθεια να αναδειχθεί ένα “τουριστικό κεφάλαιο”; Η ανάγκη του ανθρώπου για ανάσα και περισυλλογή σε χρόνια χαλεπά; Αιτίες διάφορες, με αποτέλεσμα πάντως παρήγορο», γράφει ο σπουδαίος ιστορικός της Πολεοδομίας.
Oμως δεν είναι όλα ευχάριστα. «Το έργο σου στον Λουμπαρδιάρη, δάσκαλε, αφού υπέστη πολλά, παραμένει ανέπαφο μεν και σωσμένο οριακά, αλλά αχρηστευμένο επί χρόνια. Επιχειρηματίας που να προσφέρει ελληνικό καφέ μόνον με κουλουράκι στον ωραίο εξώστη με μετωπική θέα προς τον Παρθενώνα δεν έχει βρεθεί και ο Δήμος ολιγωρεί», συμπληρώνει, αλλά κρατά τα θετικά από την ωραία αυτοψία: «Και όμως το πνεύμα σου, δάσκαλε, που μας καλούσε στο “σκάμμα της υποταγής”, στη σεμνότητα δηλαδή, θα χαιρόταν σήμερα στο πλάγιο απογευματινό φως. Ολα δεν συνεχίστηκαν όπως θα τα συνέχιζες εσύ, αλλά κάτι πολύτιμο κερδήθηκε. Οι Αθηναίοι δεν προσβάλλουν πια τον ιστορικό χώρο. Eπαυσε η “γαίας ατίμωσις”, η προσβολή του χώματος της πατρίδας που εσύ στηλίτευσες. Χαίρομαι σήμερα που αγναντεύω από το ύψωμα της Πνυκός. Νόστος Αττικός».