Kim Hye-Jin
Η κόρη μου
μτφρ. Αμαλία Τζιώτη
εκδ. Ικαρος, σελ. 184
Το μικρό αυτό μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 2017 στη Νότια Κορέα, έγινε γρήγορα μπεστ σέλερ, την επόμενη χρονιά τιμήθηκε με ένα σημαντικό βραβείο και εν συνεχεία άρχισε να μεταφράζεται: μέχρι στιγμής έχει μεταφραστεί σε δεκαπέντε γλώσσες. Καταλαβαίνει κανείς γιατί. Εκκινώντας από την προσπάθεια αποδοχής της ομοφυλόφιλης κόρης της από την κεντρική ηρωίδα, μιλάει με απλό, άμεσο τρόπο για θέματα που αφορούν όλο τον κόσμο. Και όχι μόνο για την ομοφοβία. Μιλάει για τον φανατισμό, για την παρακμή του σώματος, για τη φθορά, την πίκρα και την απομόνωση της μεγάλης ηλικίας, και βέβαια για τον θάνατο. Και το κάνει με μια συγκρατημένη πρόζα, μια πρόζα «ευγενική», όπως ευγενική είναι και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, μια τυπική μεσήλικη Κορεάτισσα, μαζεμένη και με σκυφτό το κεφάλι, αλλά με εκρήξεις όταν νιώθει να πνίγεται ή όταν κάτι πολύ άδικο ορθώνει το κεφάλι του δίπλα της.
Η ηρωίδα τρομοκρατείται όταν αντιλαμβάνεται ότι το παιδί της τελικά θα δυστυχήσει εξαιτίας των προκαταλήψεων και της ομοφοβίας.
Η Κιμ Χιε-Τζιν, γεννημένη το 1983, ανοιχτά ομοφυλόφιλη και η ίδια, δεν αφήνεται να παρασυρθεί από το άδικο που βιώνει η ηρωίδα της, η κόρη της πρωταγωνίστριας. Αντίθετα, γράφει όσο πιο προσεκτικά μπορεί, τοποθετώντας τη μία ψηφίδα μετά την άλλη, μέχρι να φτάσει στο αποκορύφωμα και στο τέλος. Ομως μέχρι τότε έχουν συμβεί πολλά, και μάλιστα γεγονότα πελώριας έντασης – κι ας μην είναι παρά «μόνο» οι δυο γείτονες που παραμονεύουν στο κατώφλι της πόρτας τους για να κουτσομπολέψουν, ή η πολιτική οικονομίας στα αναλώσιμα που αποφάσισε ο οίκος ευγηρίας στον οποίο εργάζεται η αφηγήτρια της ιστορίας. Ολα έχουν τη θέση τους και τίποτε δεν περισσεύει σε αυτό το έξοχα δομημένο κείμενο.
Εχοντας απομείνει μόνο με την τριαντάχρονη κόρη της, την οποία όμως δεν βλέπει παρά μόνο σπάνια, η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως μπορεί, με τη σκληρή δουλειά της και με δυο δωμάτια που νοικιάζει, νιώθοντας πως ένα στραβοπάτημα αρκεί για να καταστραφεί οικονομικά και να πεινάσει. Τα πράγματα βρίσκονται σε πολύ άσχημο σημείο για ανθρώπους σαν αυτήν στην Κορέα, και οφείλει να κάνει πάντα μικρά, προσεκτικά βήματα. Ωσπου η κόρη της τής ζητάει να νοικιάσει εκείνη ένα από τα δωμάτια, όπως και γίνεται. Μόνο που δεν έρχεται μόνη της αλλά με τη σύντροφό της, με την οποία συζούν επτά χρόνια τώρα. Μολονότι το δέχεται, η αφηγήτρια δεν μπορεί να το αποδεχθεί και να το χωνέψει.
Είναι σκληρή απέναντι στη φίλη της κόρης της, δεν δέχεται το γάλα ή το τσάι που εκείνη της προσφέρει, τις αποφεύγει και τις δυο και κρύβεται από τη γειτονιά γιατί δεν θέλει να ακούει τα μισόλογά τους. Κι όμως, η ίδια είναι διαρκώς γεμάτη λέξεις: «Αυτά που θέλω να πω, αυτά που πρέπει να πω, αυτά που δεν μπορώ να πω, αυτά που δεν πρέπει να πω. Τώρα πια δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για καμία λέξη. Σε ποιον θα μπορούσα να πω τέτοια λόγια; Ποιος θα με ακούσει; Λέξεις που δεν μπορούν να ειπωθούν ούτε να ακουστούν. Λέξεις χωρίς ιδιοκτήτη».
Πογκρόμ
Η κόρη της αφηγήτριας διδάσκει στο πανεπιστήμιο, αλλά κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά της ακριβώς γιατί κάποιοι αποφάσισαν να στήσουν πογκρόμ κατά των ομοφυλόφιλων εργαζομένων στο ίδρυμα. Η ίδια είναι δυναμική, κατεβαίνει στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, και όλοι την ξέρουν. Η μητέρα της τρομοκρατείται. Και πια, όχι επειδή η κόρη της είναι ομοφυλόφιλη, πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με τις δικές της, παραδοσιακές αξίες για την οικογένεια, αλλά επειδή αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά πως η κοινωνία είναι τόσο έντονα ομοφοβική και γεμάτη προκαταλήψεις, που η κόρη της τελικά θα δυστυχήσει. Θα γίνει σαν την Τζεν, μια σπουδαία γυναίκα, ακτιβίστρια και συγγραφέα, που δούλεψε επί δεκαετίες στην Κορέα, στις ΗΠΑ και αλλού για τα δικαιώματα των ασυνόδευτων ανήλικων μεταναστών, σώζοντας χιλιάδες από αυτά και προσφέροντάς τους μια δεύτερη ευκαιρία, μα που τώρα, ανύπαντρη και άτεκνη, είναι πεταμένη στο γηροκομείο, με άνοια, βρώμικη και πληγιασμένη, την ίδια στιγμή που οι ιδιοκτήτες αυτού του οίκου ευγηρίας τής κόβουν τις πάνες στη μέση για να περιορίσουν τα έξοδα…
Ενα πολύ δυνατό, πολύ συγκινητικό μυθιστόρημα, μεταφρασμένο απευθείας από τα κορεατικά, για τη μοναξιά, την ενσυναίσθηση – και την αγάπη.