Η είδηση του θανάτου του Ριουίτσι Σακαμότο την Κυριακή 2 Μαρτίου, σε ηλικία 71 ετών, δεν ήταν ό,τι πιο αναπάντεχο, καθώς μας είχε ο ίδιος προετοιμάσει, ανακοινώνοντας την εκφυλιστική πορεία της νόσου που τον είχε χτυπήσει στο έντερο. Με λίγα λόγια, μας είχε προετοιμάσει για τον θάνατό του. Δύσκολα, βέβαια, μπορείς να αποδεχτείς ότι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης δεν μοιράζεται πια το οξυγόνο μαζί μας…
Γεννημένος στο Τόκιο το 1952, έφτιαξε το συγκρότημα των Yellow Magic Orchestra στα τέλη της δεκαετίας του 1970, συνδυάζοντας στοιχεία ηλεκτρονικής μουσικής, κανονικά κρουστά, ηλεκτρικό μπάσο, ήχους από ηλεκτρονικά παιχνίδια της εποχής, εκτενή χρήση του πρωτοποριακού, τότε, drum machine Roland TR-808 και παρωδώντας την εικόνα που είχε η Δύση για τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου: εξώφυλλα μαοϊκής αισθητικής, αναφορές στην πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία της Ιαπωνίας και περίεργες διασκευές σε τραγούδια των Beatles και exotica ύμνους του Mάρτιν Ντένι. Πάνω στο τρίπτυχο YMO-Kraftwerk-Yello βασίστηκε, πρακτικά, στην πορεία όλη η σκηνή της electro-pop της δεκαετίας του ’80. Οι Yellow Magic Orchestra υπήρξαν σούπερ σταρ στην πατρίδα τους, αλλά ο Σακαμότο δεν ήθελε να γίνει ποπ αστέρας. Γύρισε σελίδα, γνώρισε την εμπορική αποδοχή με τα βραβευμένα σάουντρακ που αγαπήθηκαν και στη χώρα μας, αλλά προτεραιότητά του ήταν, πλέον, η οριστική καλλιτεχνική απογείωση: ο Σακαμότο έκανε κυριολεκτικά τα πάντα, ταυτιζόμενος υποδειγματικά με τον όρο «crossover». Μερικά παραδείγματα:
• Στους προσωπικούς του δίσκους έπειθε τεράστιες προσωπικότητες από όλο το φάσμα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής να συνεργαστούν υπό τις οδηγίες του. Πού ακριβώς κατατάσσεις δίσκους στους οποίους ο Ιγκι Ποπ συνυπάρχει με τον Μπιλ Λάσγουελ και ο Μπράιαν Γουίλσον των Beach Boys με τον Σενεγαλέζο Γιούσου Ν’Ντουρ;
• Εγραψε τη μουσική για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992, κομμάτια για επίδειξη μόδας του σχεδιαστή Γιότζι Γιαμαμότο, μία industrial συμφωνία σε τέσσερα μέρη («Θλίψη – Οργή – Προσευχή – Λύτρωση») με τίτλο «Discord», συνέθεσε την πρώτη του όπερα («Audio Life», 2000) για την 120ή επέτειο της έγκριτης εφημερίδας Asahi Shimbun, δέχθηκε την ανάθεση της σαμπάνιας Krug, το 2008, να γράψει μουσική «εμπνευσμένη από τις φυσαλίδες της», πήρε το αγαπημένο του γιαπωνέζικο παιδικό παραμύθι, το «PeachBoy», έγραψε ολοκαίνουργια μουσική εμπνευσμένη από αυτό και έπεισε την ηθοποιό Σιγκούρνι Γουίβερ να κάνει την αφήγηση.
• Οταν επανενώθηκαν για ένα σύντομο διάστημα το 1993 οι Yellow Magic Orchestra, για τις ανάγκες των φωνητικών επιστράτευσαν samples από τους συγγραφείς… Ουίλιαμ Γκίμπσον και Ουίλιαμ Μπάροους!
«Αυτό κυνηγάω με τη μουσική μου. Να μπορεί να ταξιδεύει στον χώρο. Και να αντέχει στον χρόνο».
• To 2001, έχοντας γνωρίσει έναν Σκωτσέζο, τον Κρις Μουν, που είχε χάσει το πόδι του πατώντας πάνω σε ξεχασμένη νάρκη στη Μοζαμβίκη, πήρε την πρωτοβουλία για ενημέρωση της κοινής γνώμης πάνω στο τεράστιο πρόβλημα των ναρκοθετημένων περιοχών σε περιοχές των Κορέας, Ινδίας, Θιβέτ, Βοσνίας και Ανγκόλας, καλώντας μουσικούς από όλο τον κόσμο να συνεργαστούν μαζί του στο project N.M.L. (No More Goldmine). Κατάφερε και έπεισε μέλη των Japan, τον Μπράιαν Ινο, τους Kraftwerk, τον DJ Krush, τη Σίντι Λόπερ και πολλούς ακόμη!
• Αφού τα έκανε όλα αυτά, πάλι έμοιαζε να βαριέται και αποφάσισε μια αβάν-γκαρντ στροφή σε νεότερους, πειραματικούς μινιμαλιστές, με πιο πρόσφατη και παραγωγική συνεργασία αυτή με τον Γερμανό Αλβα Νότο.
Eίχα την τύχη να του πάρω συνέντευξη, για λογαριασμό του ένθετου Symbol της εφημερίδας «Επενδυτής», το 1996. Θυμάμαι να λέει τα εξής: «Ακούω πολύ μπόσα νόβα τελευταία. Μου αρέσει. Αλλά προφανώς δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να ακούει μόνον ένα είδος μουσικής. Αυτή είναι η μαγεία της μουσικής, η ποικιλία της. Σήμερα, μπόσα νόβα, αύριο κάτι ορχηστρικό, στο μέλλον ξανά κάτι ηλεκτρονικό, ενδιάμεσα παραδοσιακή, ακουστική μουσική, πάντοτε λίγη τζαζ… Τυχαίνει να ταξιδεύω πολύ και να μη ζω συνέχεια σε ένα μέρος, αλλά αν, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, έμενα μονίμως στη γενέτειρά μου, πάλι θα ταξίδευα, μέσω της μουσικής. Εσείς οι Ελληνες το ξέρετε καλά αυτό: έχετε τον Vangelis, που είναι πολίτης του κόσμου. Η μουσική του μπορεί να ακουστεί σε έναν ουρανοξύστη στο Τόκιο, σε μια γέφυρα στη Νέα Υόρκη, στην ύπαιθρο στο Ρίο και να ταιριάζει με όλα αυτά. Παράλληλα, όμως, δεν σταματά ποτέ να είναι ελληνική. Δεν είναι εύκολο να το πετύχεις αυτό, προφανώς, αλλά αυτό κυνηγάω και εγώ με τη μουσική μου. Να μπορεί να ταξιδεύει στον χώρο. Και να αντέχει στον χρόνο».
• Το 2018, στο αγαπημένο του γιαπωνέζικο εστιατόριο, Kajitsu, σε μια γειτονιά του Μανχάταν, ο Σακαμότο φώναξε τον σεφ, Χιρόκι Οντο. Ο τελευταίος, απορημένος, καθώς γνώριζε πόσο ικανοποιημένος ήταν ο συμπατριώτης του από το φαγητό, πλησίασε το τραπέζι του. «Εχουμε πρόβλημα», του είπε ο Σακαμότο. «Αναφέρομαι στη μουσική. Δεν την αντέχω. Το πρόβλημά μου δεν είναι η δυνατή ένταση, αλλά ότι δεν έχει καμία λογική, δεν ταιριάζει ούτε με τον χώρο, ούτε με την προσέγγιση του φαγητού, ούτε με τα χρώματα, ούτε με τον διάκοσμο, ούτε με τη λογική ενός εστιατορίου. Επειδή λοιπόν έρχομαι συχνά και δεν θέλω να σταματήσω να έρχομαι, θα ήθελα να σε παρακαλέσω να με αφήνεις στο εξής να διαλέγω εγώ τη μουσική». Ο σεφ συμφώνησε, ο Σακαμότο έπιασε δουλειά και… μπορείτε να αναζητήσετε τις λίστες του στο Διαδίκτυο ως «Kajitsu playlists».
Αργότερα, όταν οι New York Times τον ρώτησαν σχετικά, τοποθετήθηκε ως εξής: «Δεν συνηθίζω να παραπονιέμαι για τη μουσική σε δημόσιους χώρους. Εχω αποδεχτεί ότι συνήθως είναι ενοχλητική και μαρτυρεί ότι κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με τις επιλογές που ακούγονται από τα ηχεία. Οπότε έχω συνηθίσει απλώς να αποχωρώ. Αλλά δεν ήθελα να στερηθώ την απόλαυση του Kajitsu. To φαγητό του είχε την ομορφιά του Katsura Rikyu (το παλάτι του Κιότο, αποθέωση της wabi-sabi αισθητικής), αλλά η μουσική του ήταν σαν τον… Πύργο Τραμπ!».
To πιάνο του σεισμού και του τσουνάμι που θυμίζει το εφήμερο της ζωής
• Oπως καταγράφεται και στο ντοκιμαντέρ «Ryuichi Sakamoto: Coda», με υλικό του σκηνοθέτη Στίβεν Σιμπλ, που πέρασε πέντε χρόνια δίπλα στο τιμώμενο πρόσωπο, ο Σακαμότο είχε συγκλονιστεί από τον καταστροφικό σεισμό και το τσουνάμι που είχε πλήξει τη βορειοανατολική Ιαπωνία τον Μάρτιο του 2011. Επισκέφθηκε τις πληγείσες περιοχές και, σε ένα σχολείο, εντόπισε ένα κατεστραμμένο πιάνο. Φρόντισε να ανασυρθεί και να σταλεί για επιδιόρθωση, ώστε να είναι λειτουργικό, χωρίς όμως να το επισκευάσει πλήρως. Ηθελε να κουβαλάει σημάδια της ζημιάς που είχε σημειωθεί. Προγραμμάτισε, μάλιστα, και έναν αυτόματο τρόπο να πατιούνται τα πλήκτρα, βασισμένο σε σεισμικές δονήσεις που είχαν καταγραφεί από σεισμογράφους σε όλο τον κόσμο. Βάφτισε αυτό το όργανο «Tsunami Piano» και το χρησιμοποίησε και στην ηχογράφηση του κομματιού «Zure», από το άλμπουμ «async» του 2017. Στο ντοκιμαντέρ, τον ακούμε να λέει «αυτό το πιάνο μάς θυμίζει το εφήμερο στοιχείο της ζωής.
Την 1η Ιουλίου του 1996 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο. Είχε πανσέληνο εκείνο το βράδυ και ο Σακαμότο έπαιζε εμφανώς εκστασιασμένος.
Eχουμε τον μοντέρνο πολιτισμό, την επιστήμη, την τεχνολογία. Αλλά όλα είναι τόσο εύθραυστα – δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Δυστυχώς, όμως, έρχονται οι καταστροφές και μας το θυμίζουν. Και αυτό είναι ένα σοκ που δεν χωνεύουμε ποτέ απόλυτα. Και το πρόβλημα είναι πως όσο δεν το χωνεύουμε, πιθανότατα θα το ξεχάσουμε και πάλι. Αλλά εγώ πιστεύω ότι πρέπει μονίμως να το σκεπτόμαστε. Γι’ αυτό θέλω το συγκεκριμένο πιάνο να μείνει, να μη χαθεί, για να μας το θυμίζει…».
• Hταν 1η Ιουλίου του 1996, όταν ο Σακαμότο εμφανίστηκε στο Ηρώδειο: στο πιάνο ο ίδιος, συνοδευόμενος από τσέλο και βιολί. Είχε πανσέληνο εκείνο το βράδυ, ο Σακαμότο ήταν εμφανώς εκστασιασμένος που έπαιζε στον συγκεκριμένο χώρο και το σαγηνευμένο κοινό άκουγε υπέροχες μελωδίες, υποδειγματικά εκτελεσμένες, βλέποντας στο βάθος ένα μαγικό φεγγάρι, πότε να κρύβεται από τα σύννεφα και πότε να «τεμαχίζεται» από τις κάμαρες της πρόσοψης. Σχεδόν στο τέλος κάθε κομματιού, ο Σακαμότο ύψωνε το βλέμμα, προσπαθώντας να αποτυπώσει στο μυαλό του την τέλεια «λήψη» του φεγγαριού, κεντραρισμένου πάνω από τις «αρχαίες πέτρες». Στο τέλος, μονολογεί: «Oh c’mon, show yourself!».