Την Πέμπτη εκείνη, στο νοτιοδυτικό άκρο της Σικελίας, έβρεχε καταρρακτωδώς. Για τον αγροτικό κόσμο της περιοχής, οι ανοιχτοί ουρανοί έμοιαζαν με ευλογία. Στην περιφέρεια του Τραπάνι, βρίσκεται το Καστελβετράνο, μια πόλη που ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα και διακρίνεται από τη μεσαιωνική αισθητική της που δένει με το χρώμα της Σικελίας – ιταλικός νησιωτικός νότος, όπου η οικονομία είναι αγροτική με βασικό προϊόν τις ελιές.
Εκεί βρίσκεται η μήτρα της σικελικής μαφίας – εκεί γεννήθηκε ο τελευταίος μεγάλος νονός της Κόζα Νόστρα.
Η αρχιτεκτονική του Καστελβετράνο έχει μια δωρικότητα, τα σπίτια είναι κατά βάση χαμηλά και τα πιο εντυπωσιακά, όπως οι εκκλησίες, έχουν μια τρόπον τινά αυστηρή φινέτσα. Σε μία συνοικία της πόλης εκείνη την υγρή Πέμπτη είχαν γιορτή. Είναι 26 Απριλίου του 1962 και ο Ντον Τσίτσο κερνάει γκράπα – ένα πλατύ χαμόγελο έχει σχηματιστεί στο πρόσωπο του, έχοντας δίπλα του τον νεογέννητο διάδοχό του.
Ο Φραντσέσκο Μεσίνα Ντενάρο προκαλούσε φόβο και σεβασμό, κάτι αυτονόητο καθώς ήταν ο τοπικός επικεφαλής της Κόζα Νόστρα. Το νεογνό θα έπαιρνε το όνομα Ματέο και μερικά χρόνια μετά θα ξεπερνούσε τον πατέρα του – θα γινόταν το μεγάλο κεφάλι της μαφίας σε όλη τη Σικελία. Το πρόσωπο του δεν θα ήταν γνωστό παρά σε ελάχιστους, το όνομα του έμελλε να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Η σύλληψη του έγινε παγκόσμια είδηση.
Ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο ήταν παιδί της εποχής και της περιοχής. Έμαθε να χρησιμοποιεί όπλο σε τρυφερή ηλικία – στα 14 του ήδη ήξερε να πυροβολεί με σκοπό να σκοτώσει. Ο Ντον Τσίτσο παρακολουθούσε περήφανος. Ο Ματέο έγινε αδίστακτος – λέγεται ότι σε κάποια ανύποπτη στιγμή εκμυστηρεύτηκε στον περίγυρό του ότι «από μόνος μου έχω γεμίσει ένα ολόκληρο νεκροταφείο».
Ήταν λάτρης της εξουσίας – είχε δολοφονήσει τον αντίπαλο του επικεφαλής της μαφίας, Βιτσέντζο Μιλάτζο, για να επιβληθεί και στραγγάλισε την έγκυο σύντροφό του για να στείλει το μήνυμα ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός.
Τηρούσε με ευλαβική πειθαρχία όλους τους κώδικες της μυστικότητας. Επικοινωνούσε μόνο με χειρόγραφα μηνύματα που έφταναν στον παραλήπτη, έχοντας περάσει μόνον από χέρια της απόλυτης εμπιστοσύνης του.
Και ήταν άνθρωπος που λάτρευε το ωραίο – στο τελευταίο διαμέρισμά του όπου διέμενε, σε μία γκρίζα γειτονιά του Καμπομπέλο ντι Ματζάρα, βρέθηκαν στην γκαρνταρόμπα ρούχα και ρολόγια με ακριβές υπογραφές. Βρέθηκαν επίσης διεγερτικά χάπια τύπου Βιάγκρα, ενδεικτικό του ότι παρά τα χρόνια και την ασθένεια του, ο αρχινονός δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας συνεπής μύστης της τέχνης του έρωτα.
Όλα τα ευρήματα επιβεβαίωσαν τον μύθο που ακολουθούσε τον Ντενάρο, ότι επρόκειτο για έναν πλέιμποϊ, που οδηγούσε Porsche, φορούσε Rolex Daytona, γυαλιά ηλίου Ray Ban και ρούχα με Armani και Versace.
Λέγεται ότι είναι άθεος αλλά και πατέρας ενός παιδιού εκτός γάμου, κάτι που είναι ασυνήθιστο στη συντηρητική κουλτούρα της μαφίας.
Αυτό τον καθιστούσε εντυπωσιακά διαφορετικό από τα παραδοσιακά αφεντικά της Κόζα Νόστρα, όπως ο Ρίινα και ο Προβενζάνο που τηρούσαν τις οικογενειακές αξίες.
Η αυλαία για τον «διαβολικό»
Όπως κάθε αρχιμαφιόζος, έτσι και ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο είχε περιβληθεί από την αχλή των σκιών που γεμίζουν τις σελίδες της ζωής των μυθικών προσώπων.
Στην Ιταλία ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο Diabolik παρμένο από έναν χαρακτήρα κόμικ. Ήταν γνωστός επίσης ως «κοκαλιάρης» από το σουλούπι του.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του τον Νοέμβριο του 1998, έγινε «Κάπο» της περιοχής, συμπεριλαμβανομένου του Καστελβετράνο και των γειτονικών πόλεων. Το 2001 ανέλαβε την ηγεσία της μαφίας στην επαρχία Τραπάνι.
Λέγεται ότι διοικούσε περίπου 900 άνδρες και αναδιοργάνωσε τις 20 οικογένειες της μαφίας στο Τραπάνι σε μία ενιαία δομή, ξέχωρη από την υπόλοιπη Κόζα Νόστρα. Η μαφία του Τραπάνι θεωρείται το ισχυρό προπύργιο της Κόζα Νόστρα και είναι η πιο ισχυρή μετά από αυτή του Παλέρμο.
Ο Ντενάρο έβγαζε τα χρήματά του μέσω εκβιασμών, δραστηριοποιήθηκε επίσης στο διεθνές εμπόριο ναρκωτικών. Τα λεφτά αυτά τα ξέπλενε μέσω νόμιμων επιχειρήσεων: έχει μερίδια σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ της Σικελίας και τεράστιες εκτάσεις από ελαιώνες.
Το 1993 μπήκε στη λίστα των πιο καταζητούμενων προσώπων της ιταλικής αστυνομίας. Ευρέως γνωστός σε εθνικό επίπεδο έγινε στις 12 Απριλίου 2001 όταν το περιοδικό L’Espresso είχε το πρόσωπο του στο εξώφυλλο με τον εύγλωττο τίτλο: Ιδού το νέο αφεντικό της Μαφίας.
Το 2010 μπήκε σε μία άλλη λίστα – ίσως τον ευχαρίστησε κι’ όλας: Σύμφωνα με το Forbes ήταν ένας από τους δέκα πιο καταζητούμενους και ισχυρούς εγκληματίες στον κόσμο.
Οι προηγούμενοι αρχηγοί της Κόζα Νόστρα ήταν ο Σαλβατόρε «Τότο» Ρίινα και ο Μπερνάρντο Προβενζάνο, οι οποίοι κρύβονταν για δεκαετίες πριν τη σύλληψή τους. Και οι δύο άνδρες πέθαναν στη φυλακή, ο Ρίινα το 2017 και ο Προβενζάνο ένα χρόνο νωρίτερα. Έκτοτε ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο θεωρήθηκε το αδιαμφισβήτητο αφεντικό όλων των αφεντικών της Μαφίας.
«Είμαι ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο…»
Μετά από 30 χρόνια φυγάς, συνελήφθη στις 16 Ιανουαρίου 2023 σε ιδιωτική κλινική στην πρωτεύουσα της Σικελίας, το Παλέρμο. Είχε πάει για την τακτική του χημειοθεραπεία – έχει καρκίνο του παχέος εντέρου. Οι αρχές, έχοντας λάβει τις σωστές πληροφορίες, κύκλωσαν το κτίριο – ένα ιστός αράχνης είχε υφανθεί τριγύρω.
Ο 60χρονος, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Αντρέα Μποναφέντε, έκανε μια απέλπιδα απόπειρα να ξεφύγει: έτρεξε μέσα στο νοσοκομείο, σπρώχνοντας όποιον βρήκε μπροστά του, άνοιξε μία σειρά από πόρτες, έφτασε μέχρι ένα κοντινό μπαρ και εκεί απλώς παραδόθηκε καθώς τα περιθώρια είχαν στενέψει σε βαθμό ασφυξίας.
Στους αστυνομικούς είπε το όνομα του: «Είμαι ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο» – ήταν η πρώτη φορά που το άκουγαν έτσι ξεκάθαρα οι αρχές. Του πέρασαν χειροπέδες και οδηγήθηκε σε ένα μαύρο μίνι βαν που περίμενε έξω από το κτίριο.
Ένα μέλος του προσωπικού, που μίλησε σε ιταλικά ΜΜΕ υπό καθεστώς ανωνυμίας, είπε ότι ο Ντενάρο «ερχόταν εδώ για περίπου ένα χρόνο. Είχε κάνει εγχείρηση πριν από λίγους μήνες και επέστρεφε για εξετάσεις και χημειοθεραπεία. Όταν πήγα στη δουλειά σήμερα στις 6 το πρωί ήταν όλα ήσυχα – κάποια στιγμή έφτασε για να κάνει τεστ Covid. Λίγα λεπτά αργότερα ένας αστυνομικός, που φορούσε ολόσωμη στολή λες και πήγαινε για πόλεμο, μπήκε και είπε ότι έψαχνε για έναν ασθενή. Μας ζήτησε να παραμείνουμε ήρεμοι και ότι ένοπλοι βρίσκονταν σε κάθε όροφο της κλινικής. Δεν είχαμε ιδέα ποιος ήταν ή ποια ήταν η καταγωγή του. Ο τύπος κατάφερε πράγματι να βγει έξω κι έφτασε σε ένα τοπικό μπαρ, αλλά τον βρήκαν».
Ο Ματτέο εξήλθε εμφανώς καταβεβλημένος, αγκαζέ ανάμεσα σε δύο καραμπινιέρους. Πέρασε μπροστά από σοκαρισμένους ασθενείς και ιατρικό προσωπικό. Φορούσε ένα βαρύ καφέ δερμάτινο σακάκι και ένα σκούφο. Ο 60χρονος είχε ηττηθεί.
Φημολογείται ότι ο ίδιος επέτρεψε αυτή την εξέλιξη λόγω της επιδείνωσης της υγείας του – πλέον δεν τον ενδιέφερε να κρύβεται, όπως το έκανε με επιτυχία για περισσότερες από τρεις δεκαετίες.
Τα χειροκροτήματα των πολιτών που έτυχε να ζήσουν από κοντά το ιστορικό γεγονός φαντάζουν ως το ιδανικό τέλος και δη σημειολογικά. Έπεφτε η αυλαία, υπήρχε χειροκρότημα, αλλά όχι για τον ίδιο. Ήταν επευφημίες προς τους εκπροσώπους του νόμου, ήταν η χαρά για το τέλος στο βασίλειο του φόβου – στην ομερτά (τη βαριά σιωπή…) που επιβάλλει ο νόμος της μαφίας. Δεν ήταν ένα standing ovation για τη διαδρομή του νονού αλλά για την κατάληξή της…
Ο Ντενάρο είχε «δει» το τέλος να έρχεται, να σφίγγει ο κλοιός. Δεν άντεχε -ίσως μέσα από του οξείς πόνους της ασθένειας του- να πρωταγωνιστεί σε ένα θέατρο μυστικότητας, μια ζοφερή μα ανώνυμη φιγούρα μέσα σε σκιές.
Την Παρασκευή, λίγες ημέρες μετά τη σύλληψή του, συνελήφθη ο Τζοβάνι Λούπινο, ο οδηγός του, ο οποίος επισήμως ασχολείται με το εμπόριο ελιών και ελαιόλαδου.
Ερωτηθείς από τους ανακριτές, ισχυρίσθηκε ότι δεν γνώριζε την πραγματική ταυτότητα του αρχιμαφιόζου, κάτι που οι αρχές θεωρούν αδύνατον.
Σύμφωνα με όσα διέρρευσαν, όταν ο Ντενάρο κατάλαβε ότι οι καραμπινιέροι πλησίαζαν για να τον συλλάβουν, είπε στον οδηγό του: «Τώρα τελείωσαν όλα…».
Η ίδια η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι χαιρέτισε τη σύλληψη ως «μια μεγάλη νίκη για το κράτος που δείχνει ότι δεν τα παρατάει ποτέ μπροστά στη μαφία».
Ο βίος και η πολιτεία του Ματτέο Μεσσίνα Ντενάρο
Ο Ντενάρο ανέβηκε στον θρόνο του «αφεντικού των αφεντικών» μετά τον θάνατο του Σαλβατόρε Ρίινα τον Νοέμβριο του 2017. Ήταν ο τελευταίος αρχιμαφιόζος που διέφευγε της σύλληψής.
Εδώ και χρόνια αντιμετωπίζει πολλαπλές ποινές ισόβιας κάθειρξης. Καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια για το ρόλο του το 1992 στις δολοφονίες των εισαγγελέων κατά της μαφίας Τζιοβάνι Φαλκόνε και Πάολο Μπορσελίνο. Αντιμετωπίζει επίσης ποινή ισόβιας κάθειρξης για το ρόλο του σε βομβιστικές επιθέσεις, το 1993, στη Φλωρεντία, τη Ρώμη και το Μιλάνο που οδήγησαν στον θάνατο δέκα ανθρώπους.
Την ίδια χρονιά, ο Ντενάρο πρωταγωνίστησε στην οργάνωση της απαγωγής ενός 12χρονου αγοριού, του Τζουζέπε Ντι Ματέο, σε μια προσπάθεια να εκβιάσει τον πατέρα του να μην καταθέσει κατά της μαφίας. Το αγόρι κρατήθηκε αιχμάλωτο για δύο χρόνια προτού στραγγαλιστεί και το σώμα του διαλυθεί μέσα σε μια δεξαμενή με οξύ.
Ο Ντενάρο ήταν το νούμερο ένα στη λίστα με των καταζητούμενων της Ιταλίας, αλλά η μόνη γνωστή φωτογραφία του χρονολογείτο από τις αρχές του 1990.
Σαν χαμαιλέοντας γινόταν ένα με το τοπίο, δεν τον έπαιρνες χαμπάρι, ενώ πάντα βασιζόταν στη σικελική σιωπή – ένα μείγμα σεβασμού και φόβου.
Απέφυγε επί χρόνια την αστυνομία επειδή εξακολουθούσε να έχει πίστη από τους ανθρώπους που ζούσαν στην επικράτειά του – την πόλη Καστελβετράνο και την ευρύτερη επαρχία Τραπάνι.
Εκατοντάδες αστυνομικοί είχαν εμπλακεί στην έρευνα όλα αυτά τα χρόνια. Μια σειρά συλλήψεων προσώπων του στενού του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της αδερφής του Πατρίτσια, δημιούργησε ελπίδες ότι τον πλησίαζαν, αλλά κανένας δεν μιλούσε.
«Αν ρωτούσατε, πού είναι ο Ματτέο, οι άνθρωποι θα έλεγαν ότι είτε είναι νεκρός είτε είναι στην επαρχία Τραπάνι», είπε ο Τζιάκομο ντι Τζιρολάμο, συγγραφέας μιας βιογραφίας του Ντενάρο υπό τον τίτλο «Ο αόρατος».
«Δεν ήταν από εκείνους τους μαφιόζους που θα πήγαιναν στο εξωτερικό, στη Βραζιλία ή στη Βόρεια Ευρώπη. Δεν χρειαζόταν να φτιάξει για τον εαυτό του ένα καταφύγιο σαν τα μεγάλα κεφάλια της Ντραγκέτα στην Καλαβρία. Ήταν προστατευμένος στην επικράτειά του».
Λίγο πριν τη σύλληψή του, έμενε σε ένα διαμέρισμα στο Καμπομπέλο ντι Ματζάρα, μία μικρή πόλη μερικά χιλιόμετρα νοτίως της γενέτειράς του. Χαιρετούσε τους γείτονές του, είχε μία τυπική «καλημέρα» και δεν κινούσε υποψίες.
Έτρωγε καθημερινά σε μία παραπλήσια πιτσαρία – προσπαθούσε να φαντάζει απολύτως φυσιολογικός και μέρος της εικόνας παρά τα εκατομμύρια που περνούσαν από τα χέρια του από τις δουλειές της μαφίας.
Ο τελευταίος χρονικός σύνδεσμος της Κόζα Νόστρα
Οι αξιωματικοί της αστυνομίας τον περιέγραψαν ως έναν άνθρωπο που συνδύαζε τις ιδιότητες της παλιάς και της νέας μαφίας.
Όπως οι παλιοί μαφιόζοι, θεωρούσε την οργάνωση κάτι σαν κράτος, που περιλαμβάνει λίγους εκλεκτούς που είναι άξιοι τιμής. Αλλά ήταν επίσης μοντέρνος – άπληστος, αδίστακτος και παραδόπιστος που δεν δίσταζε να εμπλακεί σε οποιαδήποτε επιχείρηση αποφέρει κέρδος.
Ο ίδιος είχε ποντάρει πολλά στην ανακύκλωση απορριμμάτων, στην αιολική ενέργεια και στο εμπόριο ρούχων. Ποτέ, βεβαίως, δεν άφησε την παραδοσιακή ενασχόληση των μαφιόζων με τον έλεγχο των ναρκωτικών, την πορνεία, τους εκβιασμούς κι όλα τα συναφή.
Σχολιάζοντας τον Ντενάρο, η καθηγήτρια συγκριτικού οργανωμένου εγκλήματος και διαφθοράς στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ στο Ηνωμένο Βασίλειο, Φέλια Αλλούμ, είπε ότι ήταν ο τελευταίος της παλιάς γενιάς αφεντικών της μαφίας. «Είναι ο τελευταίος σύνδεσμος μεταξύ της πολεμικής και απροκάλυπτης Κόζα Νόστρα των αρχών της δεκαετίας του 1990 και της σιωπηλής, επιχειρηματικής μαφίας του 21ου αιώνα».
Οι διαφορές των μαφιόζων
Η Κόζα Νόστρα της Σικελίας είναι η μόνη από τις εγκληματικές οργανώσεις της Ιταλίας που έχει μια δομή πυραμίδας – όταν το κορυφαίο αφεντικό πεθαίνει ή φυλακίζεται, ένα νέο κορυφαίο αφεντικό ανεβαίνει στην εξουσία, αν και ο Ρίινα και ο Προβενζάνο διατήρησαν επιρροή και πίσω από τα κάγκελα.
Η Ναπολιτάνικη Καμόρα, φατρίες της οποίας ίδρυσαν την Κόζα Νόστρα το 1800, μαζί με την Ντραγκέτα στην Καλαβρία, διοικούνται με μια οριζόντια ιεραρχία – ομάδες συνδεδεμένες με οικογένειες ή εδάφη, που σημαίνει ότι εάν ένα κορυφαίο αφεντικό συλληφθεί ή σκοτωθεί, η ευρύτερη οργάνωση δεν έχει αποδυναμωθεί.
Ο αρχινονός με τα ραβασάκια
Τον Σεπτέμβριο του 2022, οι ιταλικές αρχές είχαν γνωστοποιήσει ότι, παρά την μακρόχρονη εξαφάνισή του, ο Ντενάρο ήταν ακόμα σε θέση να δίνει εντολές γύρω από τη διοίκηση της μαφίας στην περιοχή της δυτικής Σικελίας, το περιφερειακό του προπύργιο.
Το 2015, η αστυνομία ανακάλυψε ότι επικοινωνούσε με τους στενότερους συνεργάτες του μέσω του συστήματος «pizzini», δηλαδή με μικροσκοπικές χάρτινες σημειώσεις, που είχαν αφεθεί κάτω από έναν βράχο σε ένα αγρόκτημα στη Σικελία.
Ο ίδιος χρησιμοποίησε επίσης ένα πεντάχρονο κορίτσι, τη μικρή κόρη του Ατίλιο Φογγάτζα, για να στέλνει χειρόγραφα μηνύματα σε κορυφαία κεφάλια της μαφίας.
Ο Φογγάτζα, ο οποίος είναι κατηγορούμενος για φόνο, το 2016 αποκάλυψε ότι ο υπαρχηγός του Ντενάρο, ο Ντομένικο Μίμμο Σκιμονέλι, πλησίασε την κόρη του για να στείλει τα μηνύματα: Είχε πάρει το κορίτσι για ένα παγωτό, βάζοντας τα μηνύματα στο σακάκι και το σακίδιό της.
Ο Φογγάτζα διατηρούσε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στη νοτιοδυτική Σικελία και αποφάσισε να συνεργαστεί με τους ανακριτές του Παλέρμο αφού συνελήφθη τον περασμένο Δεκέμβριο για τη δολοφονία του Σαλβατόρε Λομπάρντο το 2009.
Η κόρη και η υπόλοιπη οικογένεια του Φογγάτζα ζουν σε μυστική τοποθεσία υπό την προστασία της αστυνομίας. Αυτός συνεργάστηκε με τους εισαγγελείς στην προσπάθεια να ρίξουν το «αφεντικό των αφεντικών» της ιταλικής μαφίας.
«Μια μέρα η κόρη μου είπε ότι ο θείος Μίμμο την είχε πάρει για παγωτό και έβαλε τα μηνύματα μέσα στο σακάκι της και στο σακίδιό της», είπε ο Φογγάτζα στους εισαγγελείς στο Παλέρμο.
Το τέλος της διαδρομής
Η σύλληψη του Ντενάρο έγινε 30 χρόνια παρά μια μέρα μετά τη σύλληψη του πρώην «αφεντικού των αφεντικών» Σαλβατόρε Ρίινα, στις 15 Ιανουαρίου 1993, σε διαμέρισμα του Παλέρμο μετά από 23 χρόνια φυγής.
Εκείνο το έτος ξεκίνησε και η διαδρομή του Ντενάρο προς την κορυφή της μαφιόζικης ιεραρχίας, αφού πρώτα μπήκε στον κόσμο των σκιών. Το προηγούμενο αφεντικό της μαφίας Μπερνάρντο Προβενζάνο διατηρεί το ρεκόρ για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα διαφυγής της σύλληψης. Συνελήφθη σε μια αγροικία κοντά στο Κορλεόνε της Σικελίας το 2006 μετά από 38 χρόνια φυγής.
Αμέσως μετά, το ενδιαφέρον της αστυνομίας στράφηκε στον Ματέο Μεσίνα Ντενάρο. Ο «διαβολικός» ήταν ο νέος ηγέτης των σκιών.
Μετά τη σύλληψη του Ντενάρο, τα ιταλικά ΜΜΕ σχολίασαν ότι και οι τρεις ηγέτες της Κόζα Νόστρα συνελήφθησαν τελικά στη Σικελία, μολονότι υπήρχε έντονη φημολογία ότι είχαν διαφύγει και κινούσαν τα νήματα είτε από κάποια χώρα της λατινικής Αμερικής είτε από τη Νότια Αφρική.
Η αστυνομία εκτιμούσε ότι αυτού του είδους η διοίκηση με τους κώδικες της μαφίας, βασίζεται στις επαφές και την πίστη των μαφιόζων και των μελών της οικογένειας που τους μεταφέρουν από κρησφύγετο σε κρησφύγετο, τους παρέχουν τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης και λειτουργούν με τον κώδικα σιωπής, τη γνωστή «ομερτά».
Ο Τζιανκάρλο Καζέλι, πρώην εισαγγελέας κατά της μαφίας στο Παλέρμο και συνάδελφος των δολοφονημένων εισαγγελέων, είπε σε συνέντευξή του στο Radio Popolare ότι ο κύριος λόγος που ο Ντενάρο διέφευγε της σύλληψης για τόσο καιρό ήταν η συνενοχή εκείνων που τον προστάτευαν.
«Οι μαφιόζοι δεν λειτουργούν στο κενό. Βρίσκονται βαθιά μέσα, συνυφασμένοι με ένα σύστημα σχέσεων και συνενοχής, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν φυγάδες», είπε και πρόσθεσε: «Βρίσκονται σε σχέσεις που περιλαμβάνουν επαγγελματίες, επιχειρηματίες, δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, πολιτικούς, άτομα που πλαισιώνουν την οργάνωσή τους και σχηματίζουν τη λεγόμενη μαφιόζικη αστική τάξη ή την γκρίζα ζώνη».
Αυτή η γκρίζα ζώνη, τόνισε, «είναι η ραχοκοκαλιά της δύναμης της μαφίας, χωρίς την οποία δεν θα επιβίωνε».
Το τέλος της διαδρομής του Ντενάρο γράφτηκε μία βροχερή μέρα στο Παλέρμο, όπως τότε που γεννήθηκε κι ο Ντον Τσίτσο χαμογελούσε κοιτώντας τον επερχόμενο διάδοχό του – τον γιο που ξεπέρασε τον πατέρα κι έγινε ο ηγέτης της Κόζα Νόστρα.
Ο Ματέο Μεσίνα Ντενάρο πλέον θα βλέπει τις διαθέσεις του καιρού στις σύντομες βόλτες του στο προαύλιο της φυλακής υψίστης ασφαλείας στην Λ’ Άκουιλα της κεντρικής Ιταλίας.
Κάποιοι μάλιστα πιστεύουν ότι θα συνεχίσει να διοικεί την Κόζα Νόστρα πίσω από τα κάγκελα, καθώς ουδείς είναι έτοιμος να καθίσει στον θρόνο που άφησε μισοάδειο.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr