Μαρόκο: Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;

1 year ago 96

Από τον Matteo Fagotto / Απόδοση Σίμος Καβαλιεράτος

«Η φύση είναι τόσο όμορφη εδώ. Έρχομαι σε αυτό το μέρος όποτε θέλω να ηρεμήσω ή να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου», εξηγεί ο Μοχάμεντ Λαζίζ, καθώς μας ξεναγεί στις εκτάσεις με τους φοίνικες και στα αγροτεμάχια γύρω από το σπίτι του. «Μερικές φορές θέλω απλώς να κάθομαι και να ακούω τα πουλιά να κελαηδούν». Η ξενάγηση στην όαση όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε είναι μία από τις αγαπημένες του ασχολίες. Καθώς κινείται με άνεση στα χωράφια, μας μυεί στα πολλά μυστικά των φοινικόδεντρων, των φυτών και των καλλιεργειών που βρίσκονται πίσω από αυτούς, αλλά και στο πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε έναν θηλυκό και έναν αρσενικό φοίνικα. O Λαζίζ, ένας 52χρονος έμπορος χουρμάδων με μεταδοτικό γέλιο, κατάγεται από το Ταμεγκρούτ, μια πόλη με 21.000 κατοίκους και μία από τις πολλές οάσεις που βρίσκονται διάσπαρτες στην κοιλάδα του ποταμού Ντράα, στο νότιο Μαρόκο. Όταν ήταν παιδί, τα οικογενειακά χωράφια ήταν γεμάτα με κάθε είδους οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά και οι χουρμαδιές ήταν άφθονες. «Κατά την περίοδο της συγκομιδής, κάθε οικογένεια μάζευε περισσότερους από έναν τόνο χουρμάδες», θυμάται, ενώ ένα πλατύ χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. «Έπειτα, το βράδυ, όλα τα παιδιά μαζεύονταν γύρω από το τζάκι, για να ακούσουν τρομακτικές ιστορίες από τη γιαγιά».

Ο νεαρός Λαζίζ περνούσε ολόκληρα απογεύματα κολυμπώντας με τους φίλους του στο κρύο νερό του ποταμού που κυλούσε από τα βουνά του Άτλαντα. Σήμερα, το ίδιο ποτάμι που έδινε ζωή στο Ταμεγκρούτ είναι ξερό και γεμάτο θάμνους. «Ο Ντράα έχει νερό μόνο τρεις ή τέσσερις μήνες τον χρόνο. Φέτος δεν έχουμε καθόλου», εξηγεί απογοητευμένος ο Λαζίζ. Το μεγαλύτερο μέρος της καταπράσινης και ζωντανής όασης δεν θυμίζει σε τίποτα τον ποταμό με τον οποίο μεγάλωσε  πια είναι γεμάτος εγκαταλελειμμένα χωράφια και ξερά δέντρα. «Έχουν περάσει οκτώ χρόνια ξηρασίας», εξηγεί. «Με λυπεί, αλλά δεν μπορείς να πολεμήσεις το θέλημα του Θεού». 

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-1Η πλούσια ιστορία των οάσεων εξακολουθεί να μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά μέσω τραγουδιών και ποιημάτων αιώνων.

Ο αργός θάνατος των οάσεων

Ακριβώς όπως και το Ταμεγκρούτ, οι οάσεις της υφηλίου βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας υπαρξιακής μάχης ενάντια στην κλιματική αλλαγή: τις τελευταίες δεκαετίες, η άνοδος της θερμοκρασίας και οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν προκαλέσει έναν θανατηφόρο συνδυασμό ξηρασίας και ερημοποίησης που έχουν επηρεάσει δραματικά αυτό το μοναδικό οικοσύστημα, όπως και τον τρόπο ζωής. Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στη βόρεια Αφρική, μία από τις ξηρότερες περιοχές του κόσμου, όπου οι θερμοκρασίες μπορεί να αυξηθούν έως και 5°C μέχρι το 2060. Μονάχα το Μαρόκο έχει χάσει τα δύο τρίτα των οάσεών του μέσα σε μόλις έναν αιώνα και ο αριθμός των φοινικοειδών στη χώρα έχει μειωθεί από 15 εκατομμύρια σε κάτι περισσότερο από 6 εκατομμύρια.

Η Μχαμίντ ελ Γκισλάν (M’hamid el Ghizlane), η πιο απομακρυσμένη από τις οάσεις της κοιλάδας Ντράα πριν από τη Σαχάρα, και κάποτε σύμβολο του ακμάζοντος εμπορίου χουρμάδων της περιοχής, μοιάζει με σκηνικό αποκαλυπτικής ταινίας. 

Διαθέτει πια μόλις 8.000 κατοίκους, ενώ η επιφάνεια της όασης έχει συρρικνωθεί τις τελευταίες δεκαετίες κατά τα δύο τρίτα και ό,τι έχει απομείνει καταπίνεται κυριολεκτικά από την έρημο. «Τα πάντα μετατρέπονται σε νεκροταφείο», καταγγέλλει ο 51χρονος ακτιβιστής για το περιβάλλον Χαλίμ Σμπάι. «Όταν ήμουν παιδί, είχαμε φοίνικες, οπωροφόρα δέντρα, λαχανικά… Δεν μπορούσα να δω ούτε το σπίτι του γείτονά μας λόγω όλης αυτής της πρασινάδας. Τώρα υπάρχουν μόνο νεκροί κορμοί».

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-2

Προσευχόμαστε να τελειώσει η ξηρασία

Ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωινό, μια ομάδα γερόντων από τη Μχαμίντ συναντιέται κάτω από ένα φοινικόδασος στις παρυφές της όασης, εκεί ακριβώς όπου αρχίζει η έρημος. Ντυμένοι με παραδοσιακές λευκές ρόμπες, αρχίζουν να χειροκροτούν και να τραγουδούν στον ρυθμό ενός τυμπανιστή. Καθώς χορεύουν γύρω από ένα κόκκινο χαλί, ψέλνουν μια αρχαία εξευμενιστική ψαλμωδία για να σταματήσει η ξηρασία και να επανέλθει η ζωή στην όαση. Αργότερα, καθώς συγκεντρώνονται κάτω από μια σκηνή για να συζητήσουν τα κλιματικά ζητήματα που επηρεάζουν τη Μχαμίντ, μοιράζονται την απογοήτευσή τους για το πόσο γρήγορα άλλαξε η όαση τις τελευταίες δεκαετίες.

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Μχαμίντ είχε τέσσερις εποχές. Τον χειμώνα έβρεχε τακτικά και το φθινόπωρο το μέρος ήταν γεμάτο από εποχιακούς εργάτες και νομάδες που έρχονταν από την έρημο για την εποχή της συγκομιδής. Φορτηγά γεμάτα χουρμάδες αναχωρούσαν καθημερινά για μεγάλες πόλεις, όπως το Μαρακές ή η Καζαμπλάνκα. Μόλις τελείωνε η εποχή, οι οικογένειες γιόρταζαν με γάμους και κοινά γεύματα. «Τώρα, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσευχόμαστε να τελειώσει αυτή η ξηρασία», εξηγεί ένας από τους γέροντες.

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-3Η πόρτα ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού μπλοκάρεται από έναν αμμόλοφο.

Σύμβολα βιώσιμης ανάπτυξης

Για χιλιετίες, οι οάσεις αποτελούσαν ένα ζωντανό σύμβολο της ανθρώπινης εφευρετικότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Οι κάτοικοί τους μπόρεσαν να αναπτυχθούν σε ένα εντελώς ανθρωπογενές περιβάλλον και σε μερικά από τα πιο εχθρικά κλίματα του κόσμου χρησιμοποιώντας τους περιορισμένους πόρους τους στο έπακρο. «Οι οάσεις ήταν απομονωμένα οικοσυστήματα», εξηγεί ο 27χρονος Αμπντελκαρίμ Μπουαρίφ, γεωπόνος από την όαση Σκούρα. «Οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να παράγουν ό,τι χρειάζονταν και το έκαναν χάρη σε μια τεχνογνωσία που αποκτήθηκε με πειραματισμούς χιλιετιών».

Οι οάσεις φιλοξενούν περισσότερους από 150 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο και αποτελούν το πρώτο και σημαντικότερο οικολογικό εμπόδιο κατά της ερημοποίησης. Η εξάρθρωσή τους θα αφάνιζε επίσης έναν πολιτισμό του οποίου τα διδάγματα από τη διαχείριση του νερού μέχρι τις γεωργικές και αρχιτεκτονικές τεχνικές θα μπορούσαν να αποδειχθούν ανεκτίμητα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-4Ένας ντόπιος ταΐζει την καμήλα του με τα λιγοστά χλωρά φύλλα που μπόρεσε να βρει στην ξηρή κοίτη του ποταμού Ντράα. 

Οι πολύτιμοι φοίνικες

Οι οάσεις βασίζονται σε ένα μοναδικό γεωργικό σύστημα με επίκεντρο τους φοίνικες, οι οποίοι προσφέρουν χουρμάδες το κύριο προϊόν των οάσεων, όπως και σκιά από τις ακτίνες του ήλιου, διατηρώντας την απαραίτητη υγρασία για την καλλιέργεια οπωρώνων, λαχανικών και κτηνοτροφικών φυτών κάτω από αυτούς. Αυτή η ποικιλία καλλιεργειών χρησιμοποιείτο για να εξασφαλίσει ότι οι οάσεις θα είναι εξαιρετικά ανθεκτικές και προσαρμόσιμες στις καιρικές μεταβολές. «Ρόδια, μήλα, βερίκοκα, ροδάκινα, ελιές, φασόλια, σιτάρι, κριθάρι… Όλα μπορούν να αναπτυχθούν σε μια υγιή όαση», εξηγεί ο Μπουαρίφ. «Είναι μια ωδή στη βιοποικιλότητα. Όλα τα φυτά ζουν σε συνέργεια, με τον φοίνικα να είναι ο αρχηγός της ορχήστρας».

Οι οάσεις μοιράζονται εκ περιτροπής το νερό με τα αγροτεμάχια και τα νοικοκυριά, αντλώντας το από υπόγειους υδροφόρους σταθμούς, βουνά, ποτάμια, λίμνες ή πηγές, μέσω μιας περίπλοκης σειράς αρχαίων υπόγειων καναλιών που ονομάζονται khettaras, τα οποία εκμεταλλεύονται την κλίση και αποτρέπουν την εξάτμιση του νερού. Τα Ksars, τα παραδοσιακά χωριά που βρίσκονται διάσπαρτα στη μαροκινή όαση, είναι χτισμένα με χοντρούς τοίχους από λάσπη, οι οποίοι απομονώνουν τα σπίτια από την καυτή ζέστη της ερήμου και παρέχουν φυσικό αερισμό. Οι ξηρασίες αποτελούσαν πάντα μέρος της ζωής των οάσεων, αλλά τα προηγούμενα κυκλικά τους πρότυπα επέτρεπαν στις κοινότητες να τις υπομένουν με την αποθήκευση τροφίμων και την προσεκτική διαχείριση των υδάτινων πόρων. Τώρα, η κλιματική αλλαγή διαταράσσει αυτό το φυσικό μοτίβο, αυξάνοντας τις θερμοκρασίες και επιμηκύνοντας την ξηρασία. Η τρέχουσα συνεχίζεται από το 2014, αναγκάζοντας αμέτρητες οικογένειες να εγκαταλείψουν σταδιακά τους οπωρώνες, τα αγροτεμάχια και τους φοίνικές τους. «Μόλις πριν από δέκα χρόνια αυτό το μέρος ήταν γεμάτο καλλιέργειες και πράσινο. Υπήρχε ζωή εδώ», καταγγέλλει ο Τζαμάλ Ακτσμπάμπ, ακτιβιστής για το περιβάλλον από τη Ζαγόρα, τη μεγαλύτερη πόλη της κοιλάδας Ντράα. 

«Το ογδόντα τοις εκατό των ανθρώπων στην περιοχή είναι μικροκαλλιεργητές που εξαρτώνται από το εμπόριο χουρμάδων, και αυτό το μέρος τώρα είναι απλώς ένα νεκροταφείο φοινίκων. Είναι οδυνηρό». Η ξηρασία έχει επίσης φέρει πυρκαγιές, οι οποίες τα τελευταία χρόνια κατέστρεψαν δεκάδες χιλιάδες φοίνικες σε διάφορες περιοχές.

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-5Στο Κασρ Μπούνου, οι συνεχώς αυξανόμενοι αμμόλοφοι καταστρέφουν τους οικισμούς.  

Οάσεις-φαντάσματα

Οι οάσεις του Μαρόκου καλύπτουν το 15% της επιφάνειας της χώρας και φιλοξενούν περίπου δύο εκατομμύρια ανθρώπους. Οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται κατά μήκος μιας μεγάλης λεκάνης της ερήμου, νότια των βουνών του Άτλαντα, και κατά μήκος των δρόμων των καραβανιών που συνέδεαν τη Σαχάρα με τις ακτές της Μεσογείου. Οι κάτοικοί τους είναι περήφανοι απόγονοι των νομαδικών φυλών που αποίκισαν αυτές τις περιοχές τους προηγούμενους αιώνες και είναι ενστικτωδώς δεμένοι με αυτή τη γη. Όμως, η έλλειψη οικονομικών προοπτικών αναγκάζει τις οικογένειες να μεταναστεύουν στις μεγάλες πόλεις για να εργαστούν στις κατασκευές ή ως εποχιακό εργατικό δυναμικό σε ξενοδοχεία και εστιατόρια. Σήμερα, εκατοντάδες ksars βρίσκονται εγκαταλελειμμένα, καταρρέοντας κάτω από το βάρος των συνεχώς αυξανόμενων αμμόλοφων. Περπατώντας ανάμεσα στα ερείπιά τους, είναι σαν να παρακολουθείς την αργή εξαφάνιση ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Στη Μχαμίντ, όσοι έχουν απομείνει προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην μέσω του τουρισμού, της μόνης βιώσιμης οικονομικής δραστηριότητας που έχει απομείνει στην περιοχή. Αμέτρητοι αγρότες έχουν μετατραπεί σε αυτοδίδακτους ξεναγούς για τους επισκέπτες που επιθυμούν να γνωρίσουν την πλησιέστερη έρημο, αλλά ο τομέας δεν είναι αρκετά μεγάλος για να συντηρήσει ολόκληρη την περιοχή. Επιπλέον, ο πολλαπλασιασμός των ξενοδοχείων επιβαρύνει περαιτέρω τους υδάτινους πόρους. Ο Σμπάι, που είναι και ο ίδιος ξεναγός μερικής απασχόλησης, είναι επιφυλακτικός ως προς την ανάπτυξη του τουρισμού. «Οι οάσεις είναι ένα εύθραυστο οικοσύστημα. Ο τουρισμός πρέπει να είναι καλά ρυθμισμένος, διαφορετικά απλώς θα επιταχύνει τον θάνατο αυτού του τόπου», εξηγεί.

Το 2016, η μαροκινή κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα για τη διάσωση των οάσεων, το οποίο επικεντρώνεται στην προώθηση της τοπικής γεωργίας και των προϊόντων χειροτεχνίας μέσω τοπικών συνεταιρισμών, στην αποκατάσταση των παραδοσιακών αρδευτικών καναλιών, στην εισαγωγή τεχνικών αναπαραγωγής έτσι ώστε να γίνουν τα φυτά πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και στην εκπαίδευση των αγροτών στην καλλιέργεια φαρμακευτικών φυτών με χαμηλή κατανάλωση νερού. Η ταυτόχρονη προσπάθεια της κυβέρνησης να αυξήσει τη γεωργική παραγωγή σε όλη τη χώρα οδήγησε στη φύτευση περισσότερων από τρία εκατομμύρια φοινικόδεντρων  συμπεριλαμβανομένων τεχνητών φυτειών σε έκταση 17.000 εκταρίων.

Αλλά αυτή η προσπάθεια έφερε επίσης στην κοιλάδα Ντράα επενδυτές που επικεντρώνονται σε κερδοφόρες καλλιέργειες υψηλής κατανάλωσης νερού, όπως τα καρπούζια. «Νοικιάζουν απλώς τη γη και αντλούν τα υπόγεια ύδατα. Μόλις τα εξαντλήσουν, μετακομίζουν σε άλλη περιοχή», καταγγέλλει ο Ακτσμπάμπ. Οι αντλίες νερού έχουν επίσης ωθήσει ορισμένες ντόπιες οικογένειες να σκάψουν ιδιωτικά πηγάδια για να ποτίζουν τα αγροτεμάχιά τους, εξαντλώντας περαιτέρω τα υπόγεια ύδατα και φαλκιδεύοντας την αρχή της συλλογικής χρήσης του νερού, τον κύριο κοινωνικό πυλώνα κάθε όασης.

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-6Ηλιοβασίλεμα από την όαση Φιντ. 

Οι τελευταίοι επίγειοι παράδεισοι

Καθώς το νερό λιγοστεύει, ορισμένες οάσεις εξακολουθούν να ευδοκιμούν. Η Φιντ, μια απομονωμένη όαση με μόλις 1.200 κατοίκους στο κεντρικό Μαρόκο, απολαμβάνει νερό όλο τον χρόνο χάρη σε ένα ποτάμι που τη διασχίζει. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται μόλις μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, τα καταπράσινα χωράφια της είναι ένας κόσμος διαφορετικός από τα ανεμοδαρμένα, διαλυμένα αγροτεμάχια της Μχαμίντ. Με τις κρυστάλλινες λιμνούλες, τους καταρράκτες και τα ρυάκια της, η Φιντ μοιάζει με έναν επίγειο παράδεισο, ένα είδος καλοδιατηρημένου ομοιώματος του πώς ήταν κάποτε αυτός ο απόκρυφος κόσμος.

Στη Σκούρα, μια άλλη όαση περίπου 24.000 κατοίκων, που βρίσκεται σε ένα οροπέδιο κοντά στα βουνά του Άτλαντα, η γειτνίαση με τα βουνά εγγυάται συνεχή παροχή νερού. Εδώ, η συγκομιδή χουρμάδων και ελιών εξακολουθεί να παίζει βασικό ρόλο στον βιοπορισμό των ντόπιων οικογενειών. Νέος και παθιασμένος, ο γεωπόνος Μπουαρίφ γνωρίζει πολύ καλά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι οάσεις και θέλει να διατηρήσει τις δικές του, προωθώντας ένα καινοτόμο μείγμα καλλιέργειας φοινικοειδών και βιώσιμου τουρισμού. «Πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που έκαναν οι πρόγονοί μας», εξηγεί πειστικά. «Είναι ο φοίνικας που έδωσε ζωή σε αυτόν τον τόπο. Χωρίς αυτόν, δεν θα υπήρχε όαση».

Ο Μπουαρίφ ενθαρρύνει επίσης τους ντόπιους αγρότες να επαναφέρουν τις παραδοσιακές τεχνικές καλλιέργειας, όπως η αμειψισπορά (εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι) και η χρήση τοπικών σπόρων και φυσικών λιπασμάτων. «Η σύζευξη καλλιεργειών είναι επίσης πολύ σημαντική», συνεχίζει. «Μπορούμε να εναλλάσσουμε τα ψυχανθή, τα οποία είναι πλούσια σε άζωτο, και τα δημητριακά, τα οποία εμπλουτίζουν το έδαφος σε ασβέστιο. Μπορούμε επίσης να καλλιεργήσουμε αρωματικά φυτά, τα οποία κρατούν μακριά τα ζιζάνια και άλλα επιβλαβή φυτά».

Καθώς η μαζική μετανάστευση από την όαση διακόπτει τη μετάδοση της γνώσης από τη μια γενιά στην άλλη, θέτοντας σε κίνδυνο την τεχνογνωσία που συσσωρεύτηκε με κόπο επί αιώνες, η αποστολή του Μπουαρίφ αποκτά ύψιστη σημασία. «Πολλοί αγρότες δεν εφαρμόζουν πλέον αυτές τις παραδοσιακές τεχνικές. Με κάθε χρόνο που περνά, θέλουν απλώς υψηλές αποδόσεις από τις πιο κερδοφόρες καλλιέργειες», συνεχίζει. «Αλλά στην πραγματικότητα δεν χρειαζόμαστε χημικά λιπάσματα στην όαση και δεν χρειάζεται να υπερ-εκμεταλλευόμαστε τα αγροτεμάχιά μας».

Ο Μπουαρίφ εφαρμόζει τις ίδιες βιώσιμες πρακτικές στην οικογενειακή του kasbah (είδους φρουρίου), την οποία μετέτρεψε πριν από λίγα χρόνια σε έναν μπουτίκ ξενώνα. «Προμηθευόμαστε όλα τα λαχανικά που χρειαζόμαστε από τα αγροτεμάχιά μας και από την τοπική αγορά, ώστε να μπορούμε να συντηρούμε τους ντόπιους αγρότες», εξηγεί. «Και χρησιμοποιούμε το νερό της πισίνας για το πότισμα των χωραφιών μας». Ο Μπουαρίφ λατρεύει να πηγαίνει τους επισκέπτες μια βόλτα στους φοίνικες και να τους εξηγεί πώς λειτουργεί μια όαση. Με αυτόν τον τρόπο, ελπίζει επίσης να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες για τη δυσχερή κατάσταση των οάσεων στο Μαρόκο. 

 Είναι το τέλος των οάσεων το τέλος ενός ολόκληρου πολιτισμού;-7 Ο δάσκαλος μουσικής Ρασίντ Μπεραζουγκούι διδάσκει στις επόμενες γενιές ποιήματα και τραγούδια για τη σημασία αλλά και την περασμένη αίγλη των οάσεων. 

Διασώζοντας τη μνήμη

Στη Μχαμίντ, η ξηρασία έχει αδυνατίσει τους φοίνικες σε τέτοιο σημείο, που η φροντίδα τους έχει καταστεί σχεδόν αδύνατη. Ο Σμπάι προσπαθεί τουλάχιστον να διασώσει την πλούσια ιστορία των οάσεων, η οποία εξακολουθεί να μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά μέσω τραγουδιών και ποιημάτων αιώνων. Κάθε Σαββατοκύριακο, δεκάδες παιδιά και έφηβοι από τη Μχαμίντ συγκεντρώνονται στο μουσικό σχολείο του Σμπάι για να τραγουδήσουν και να μάθουν γι’ αυτά.

«Τα ποιήματα αυτά μιλούν για την αγάπη, την έρημο και την ομορφιά της ζωής στις οάσεις», εξηγεί ο Ρασίντ Μπεραζουγκούι, ένας 35χρονος κιθαρίστας και δάσκαλος μουσικής, ο οποίος τα έμαθε από τη μητέρα του όταν ήταν παιδί. «Έχουμε έναν πλούσιο πολιτισμό, που πρέπει να διατηρήσουμε και να προσαρμόσουμε στον σύγχρονο κόσμο. Είναι η κληρονομιά μας και είναι καθήκον μας να τη μεταδώσουμε». 

Όπως πολλοί άλλοι άντρες, τόσο ο Σμπάι όσο και ο Μπεραζουγκούι είχαν την ευκαιρία να εγκαταλείψουν τη Μχαμίντ και να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή αλλού. Και οι δύο αποφάσισαν να μείνουν και να αγωνιστούν για το μέλλον της αγαπημένης τους όασης, μεταδίδοντας την ίδια αγάπη γι’ αυτή τη γη στους νέους τους. «Εργαζόμαστε πάνω στην άυλη κληρονομιά μας. Είναι το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουμε», εξηγεί ο Σμπάι. «Διαφορετικά, οι νέοι δεν θα μάθουν ποτέ καν τι είναι όαση».

Παρά τις προκλήσεις, ο Σμπάι εξακολουθεί να είναι αισιόδοξος για το μέλλον. «Θα είναι μια μακροχρόνια προσπάθεια, αλλά μου αρέσει να βλέπω το χαμόγελο στα πρόσωπα των ανθρώπων μου», εξηγεί. «Για να σώσετε τις οάσεις, πρέπει πρώτα να φροντίσετε τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Είναι απλά πιόνια σε αυτή τη μάχη κατά της ερημοποίησης και η Σαχάρα είναι ένας δύσκολος εχθρός».

Read Original