Οι άνθρωποι που έχουν διαβάσει τα βιβλία της, αλλά και όσοι άκουσαν κάποια στιγμή τον χαρακτηρισμό «προφήτης της δυστοπίας» που της έχει αποδοθεί, ίσως δεν φαντάζονται ότι η Μάργκαρετ Ατγουντ είναι μια ελαφρόκαρδη, σπιρτόζα, πνευματώδης γυναίκα, με εξαιρετικό χιούμορ.
Αυτό το πρόσωπο της 84χρονης πολυβραβευμένης και πολυγραφότατης συγγραφέως είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν όσοι βρέθηκαν χθες στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, όπου είχαν την ευκαιρία να την παρακολουθήσουν να συνομιλεί με τον βραβευμένο ποιητή και καθηγητή Ιστορίας και Πολιτικής του Deree, Χάρη Βλαβιανό.
Αντλώντας αφορμές από την εκτεταμένη βιβλιογραφία της, που περιλαμβάνει περισσότερα από 50 μυθιστορήματα, ποιήματα και πραγματείες, οι δύο λογοτέχνες συνομίλησαν για την πολιτική, τη δημοκρατία, αλλά και τα ολιγαρχικά καθεστώτα και τον κίνδυνο ολίσθησης στον ολοκληρωτισμό που παρατηρείται σε πολλές χώρες του κόσμου. «Δεν μπορώ να αποκλείσω τίποτε», σημείωσε, «η δημοκρατία αλλά και η τυραννία είναι εύθραυστες, κάθε μορφή διακυβέρνησης έχει αδυναμίες και μειονεκτήματα».
Μίλησαν ακόμη για την κλασική και τη σύγχρονη λογοτεχνία (δήλωσε ξεκάθαρα την προτίμησή της για τον Ριχάρδο Γ΄ από τους χαρακτήρες του αγαπημένου της Σαίξπηρ, «γιατί είναι ξεκάθαρος ότι δεν συμπαθεί κανέναν και είναι έτοιμος να μας δείξει τι θα τους κάνει»), για την αρχαία ελληνική γραμματεία και τη μυθολογία, και τη σχέση της με αυτήν (από όταν, μικρό κορίτσι ακόμη, διάβασε ένα βιβλίο του Τσαρλς Κίνσλι όπου είχε συγκεντρώσει αρχαίους ελληνικούς μύθους, με τη σημείωση ότι ήταν «ιστορίες για ηθικά υγιή παιδιά»). Αποκάλυψε μάλιστα ότι πρόσφατα υποδύθηκε τον Τειρεσία σε μια θεατρική παράσταση του Theater of War – εταιρεία παραγωγής που συνεργάζεται με γνωστούς ηθοποιούς και ανθρώπους των τεχνών για τη δημιουργία παραστάσεων βασισμένων σε εμβληματικά έργα των αρχαίων Ελλήνων τραγικών.
Ομολόγησε ότι έχει απολαύσει τις περισσότερες από τις μεταφορές των βιβλίων της στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, κυρίως των «Alias Grace» και «Handmaid’s Tale», σημειώνοντας για το πρώτο ότι οι σεναριογράφοι παρέμειναν πιστοί στο μυθιστόρημά της, αλλά και ότι βρήκε εξαιρετικές τις ερμηνείες των Σάρα Γκαντόν και Ελίζαμπεθ Μος αντίστοιχα. Οσο για το εάν έχει σκεφθεί ποτέ ότι τώρα πια οι δύο κεντρικές ηρωίδες των βιβλίων της έχουν ταυτιστεί με την εικόνα αυτών των δύο ηθοποιών, ήταν πολύ ξεκάθαρη ότι «δεν με απασχολεί και δεν μπορώ να κάνω και κάτι γι’ αυτό, δεν μπορώ να υπνωτίσω τους θεατές» – μία από τις πολλές φορές που τελείωσε μια απάντησή της γελώντας και μεταδίδοντας την ευθυμία της στο κοινό. Θεωρεί, βεβαίωσε, ότι «ένα εξαιρετικό βιβλίο μπορεί να γίνει μια πολύ καλή ταινία, αλλά και ένα κακό βιβλίο μπορεί να γίνει μια πολύ καλή ταινία και ένα φανταστικό βιβλίο μπορεί να γίνει μια κακή ταινία. Νομίζω ότι εξαρτάται από το πόσο “προφορικό” είναι το βιβλίο».
Η εμβληματική στολή του «Handmaid’s Tale» έχει υιοθετηθεί από γυναίκες σε όλο τον κόσμο, σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας για τα δικαιώματά τους ή ενάντια στην καταπίεση που υφίστανται. «Οι πρώτες που το φόρεσαν ήταν γυναίκες στο Τέξας των ΗΠΑ πριν από κάποια χρόνια. Θεωρώ ότι το επιλέγουν επειδή ζούμε σε μια οπτική εποχή και έχει γίνει σύμβολο διαμαρτυρίας. Είναι μια εικόνα που θα μεταδοθεί αμέσως από τα μίντια και τα σόσιαλ μίντια» και το κοινό θα καταλάβει αμέσως το μήνυμά της.
«Η δημοκρατία αλλά και η τυραννία είναι εύθραυστες, κάθε μορφή διακυβέρνησης έχει αδυναμίες και μειονεκτήματα», είπε η διάσημη συγγραφέας.
Αραγε υπάρχει κάποιο βιβλίο με το οποίο θα ήθελε να συνδεθεί η υστεροφημία της; Το βιβλίο με το οποίο θα ήθελε να τη θυμούνται; Η απάντησή της ήταν αφοπλιστική: «Δεν θα είμαι εκεί», είπε μειδιώντας, προκαλώντας γέλια στο ακροατήριο. «Και αν είμαι, θα έχω κι άλλες ιστορίες να πω».
Δεν δίστασε να μιλήσει για τη «λογοκρισία», όπως τη χαρακτήρισε, των βιβλίων στις ΗΠΑ, μεταξύ άλλων και για την επαναδιατύπωση κεφαλαίων, παραγράφων, προτάσεων κλασικών βιβλίων στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας, εκφράζοντας τον προβληματισμό της για το τι θα συμβεί στην ελευθερία της έκφρασης.
Δεν άφησε αναπάντητο ούτε τον χαρακτηρισμό «προφήτης της δυστοπίας» που της έχει αποδοθεί: «Δεν τους σκότωσα ποτέ όλους (τους χαρακτήρες των βιβλίων της). Πάντα αφήνω κάποιον στο τέλος για να διηγηθεί την ιστορία. Υπάρχουν κάποιοι που δεν αφήνουν κάποιον ζωντανό».
Ομολόγησε ότι δεν σχεδιάζει τα μυθιστορήματά της από την αρχή, σκέφτεται και γράφει καθώς προχωρεί τη διαδικασία της συγγραφής. «Αυτό, το να σκέφτονται το μυθιστόρημα από την αρχή», είπε, «πρέπει να το κάνει ένας συγγραφέας που γράφει αστυνομικά θρίλερ, γιατί πρέπει να ξέρει ποιος είναι ο ένοχος, αλλιώς κινδυνεύει να αφήνει ψεύτικα στοιχεία για τους αναγνώστες του». Η συγγραφή, θεωρεί η Μάργκαρετ Ατγουντ, «είναι μια πράξη αισιοδοξίας. Είσαι κατ’ αρχάς αισιόδοξος ότι θα τελειώσεις το βιβλίο σου. Μετά ελπίζεις ότι θα εκδοθεί. Οταν εκδοθεί, ελπίζεις ότι κάποιος θα το διαβάσει και μετά ελπίζεις ότι όταν θα το διαβάσουν θα τους αρέσει».
Δεν έχει κάποια τελετουργία που ακολουθεί κατά τη συγγραφή. «Το μόνο που θα μπορούσε να θεωρηθεί τελετουργία, επειδή το κάνω κάθε φορά», παραδέχτηκε κατεργάρικα, «είναι η αναβλητικότητά μου». Και συνέχισε λέγοντας ότι «η συγγραφή είναι σαν μια βουτιά σε μια από τις παγωμένες λίμνες που έχουμε στον Καναδά. Πέφτεις στο παγωμένο νερό και απλά συνεχίζεις να κολυμπάς». Οσο για το αν γράφει κάποιο νέο βιβλίο αυτή την εποχή, ήταν πολύ ξεκάθαρη στην άρνησή της να το αποκαλύψει: «Δεν θα σας πω, είμαι μυστικοπαθής. Αν το πω, τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να το γράψω!».
Η Μάργκαρετ Ατγουντ βρέθηκε στην Αθήνα προσκεκλημένη του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος στο πλαίσιο της εναρκτήριας διάλεξης της σειράς «S. Sue Horner Lectureship in Gender Studies and Religion» – μια πρωτοβουλία του προέδρου του Deree δρος David Horner στη μνήμη της επί 51 έτη συζύγου του S. Sue Horner.