Δεν τη συναντάς, είναι αλήθεια, συχνά στους ελληνικούς κήπους. Τούτο συμβαίνει επειδή οι θάμνοι που διαθέτουν ακανθώδη φύλλα δεν ξελογιάζουν εύκολα όσους περιδιαβαίνουν τους διαδρόμους των φυτωρίων με αγοραστικές διαθέσεις. Αν έχετε όμως την τύχη μέσα στους χειμωνιάτικους μήνες να αντικρίσετε μια ανθισμένη μαώνια (Mahonia aquifolium), εύκολα, πιστεύω, θα λάβετε την απόφαση να της προσφέρετε μια θέση στον κήπο ή στο μπαλκόνι σας. Είμαι μάλιστα βέβαιος πως ποτέ δεν θα μετανιώσετε γι’ αυτό, καθώς η μαώνια διαθέτει και αρκετά άλλα καλλωπιστικά χαρίσματα: την ευπρόσδεκτη σφαιρική διάπλαση με διάμετρο περίπου ενάμισι μέτρου, την πυκνή γλαυκοπράσινη κόμη που σκουραίνει αισθητά με την επίδραση του ψύχους, αλλά και μια πλούσια καρποφορία από κυανές ράγες που τη στολίζουν από τις αρχές καλοκαιριού μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου. Οι ιθαγενείς μάλιστα που ζουν στην περιοχή απ’ όπου κατάγεται και αφθονεί, δηλαδή τη βορειοδυτική ακτή της Βόρειας Αμερικής, ακόμη απολαμβάνουν ωμούς τους καρπούς, απαραιτήτως μετά την έλευση των πρώτων παγετών, που μειώνουν κάπως τη στιφάδα τους, αλλά και συνδυάζοντάς τους μαζί με άλλους γλυκύτερους. Σας αποτρέπω βεβαίως από το να τους δοκιμάσετε μελλοντικώς, καθώς οι γευστικοί κάλυκες των Ινδιάνων είναι αναμφίβολα πιο σκληραγωγημένοι από τους δικούς μας, που έχουν κακομάθει από τη συχνή κατανάλωση γλυκισμάτων.
Στην ίδια περιοχή γεννήθηκαν μερικά ακόμα από τα περίπου εβδομήντα είδη που υπάγονται σήμερα στο γένος Mahonia, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Ιρλανδού φυσιοδίφη Bernard McMahon, ο οποίος ήταν εκείνος που στις αρχές του 19ου αιώνα τα συνέλεξε και περιέγραψε πρώτος με επιστημονικό τρόπο. Τα περισσότερα πάντως προέρχονται από την άλλη άκρη του κόσμου, τη σημερινή Κίνα. Αν αναρωτηθήκατε πώς αιτιολογείται τέτοια διασπορά, οι απαντήσεις δεν είναι ξεκάθαρες, φαίνεται πάντως πως κάποια, εξαφανισμένα σήμερα, είδη του γένους μετακινήθηκαν πριν από μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια από την αμερικανική ήπειρο προς την Ευρώπη και την Ασία, χάρη στην ύπαρξη μιας γέφυρας στεριάς που αργότερα καταποντίστηκε. Μπορεί να μοιάζει άνω ποταμών αυτή η εξήγηση, το αντιλαμβάνομαι, διαθέτει όμως αρκετά επιχειρήματα υπέρ της. Κυριότερο μάλλον είναι ότι και στις τρεις ηπείρους έχουν εντοπιστεί απολιθώματα ειδών μαώνιας ηλικίας τουλάχιστον είκοσι εκατομμυρίων ετών.
Πρόκειται για χρονικό διάστημα που προκαλεί δέος, ας επιστρέψουμε λοιπόν βιαστικά στο στέρεο έδαφος της σύγχρονης εποχής και των ανθρώπινων επιτευγμάτων. Ύστερα λοιπόν από προσπάθειες δεκαετιών, με διασταυρώσεις ανάμεσα σε κινεζικά είδη μαώνιας, προέκυψε το υβρίδιο Mahonia × media, που μορφολογικά μοιάζει αρκετά με εκείνη που ήδη περιγράψαμε. Διαφέρει μόνο στο ότι έχει όρθια ανάπτυξη και δεν δυσκολεύεται να αγγίξει τα τέσσερα μέτρα σε ύψος, προσφέρεται έτσι για φύτευση σε μεγάλους κήπους ή κοντά σε ψηλά κτίρια. Στο εξωτερικό κυκλοφορούν αρκετές ποικιλίες του, στην Ελλάδα βρίσκουμε, όχι πάντοτε πολύ εύκολα όμως, την επονομαζόμενη «Charity». Όλες οι μαώνιες της αγοράς ενδείκνυνται για τον σχηματισμό πυκνού φυτοφράκτη, ακόμα και μεμονωμένες πάντως είναι υπέροχες. Ως πεισματικά αειθαλείς θάμνοι λειτουργούν, τέλος, άριστα ως ζωηρό φόντο πίσω από τους φυλλοβόλους, που απογυμνώνονται μέσα στον χειμώνα.
Αντιπαθεί τον καύσωνα
→ Η μαώνια ευδοκιμεί σε εύφορα εδάφη με καλή αποστράγγιση και προτιμά σημεία ημισκιερά, ιδιαίτερα αν ο κήπος ή το μπαλκόνι σας βρίσκεται σε ζεστή περιοχή. Αποστρέφεται τον καύσωνα, την απευθείας έκθεση στον καυτό ήλιο και την παρατεταμένη ξηρασία, απαιτεί έτσι συχνά ποτίσματα, τουλάχιστον μέχρι να αναπτυχθεί ικανοποιητικά η ρίζα της. Αντιθέτως δεν εμφανίζει προβλήματα ακόμα και σε θερμοκρασία -15οC – το υβρίδιο πάντως που αναφέρθηκε, λόγω μεγέθους, πρέπει να προστατεύεται από τους δυνατούς ανέμους. Κλαδεύεται μόλις ολοκληρωθεί η ανθοφορία της, με σκοπό τη διατήρηση του συμπαγούς σχήματος, και την ίδια εποχή λιπαίνουμε προσθέτοντας κομπόστ ή σκεύασμα βραδείας αποδέσμευσης γύρω από τον κορμό της. Σπανίως προσβάλλεται από ασθένειες.
Ευχαριστούμε τις Γεωπονικές Επιχειρήσεις Χορομίδης για την αρωγή τους στη φωτογράφιση.