Η «Ματίλντα» διαβάζει Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Τζέιν Όστιν. Ο Αουγκούστους Λουπ από το «O Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας» είναι χοντρός πελώριος, ιδιαίτερα μπροστά στα Ούμπα Λούμπα, δηλαδή τους μικρούς άντρες τα μικρά άτομα που δουλεύουν στο σοκολατένιο εργοστάσιο. O Μποντ, είναι (;) ο Τζέιμς Μποντ και ετοιμάζεται να σβήσει τα 70 του κεράκια -κάπως διαφορετικός από ό,τι εμφανίστηκε πρώτη φορά στις σελίδες του Ίαν Φλέμινγκ το 1953.
Έχει ανοίξει άπειρες φορές η κουβέντα για τη διάκριση του καλλιτέχνη από το έργο και κατά πόσο μπορούμε ή όχι να διαχωρίζουμε τα δύο, φαίνεται όμως, πως έχουμε φτάσει στο σημείο να διαχωρίζουμε… το έργο από το έργο. Αυτό δείχνουν οι πρόσφατες ειδήσεις που μας έρχονται από το εξωτερικό και αφορούν παρεμβάσεις πάνω σε λογοτεχνικά κείμενα, γραμμένα δεκαετίες πριν, που λειαίνονται στα σημεία προκειμένου να συμβαδίζουν με τις επιταγές της σημερινής εποχής.
Συγγραφέας: Πολιτική Ορθότητα
Έτσι, μερικά από τα διασημότερα παραμύθια του Ρόαλντ Νταλ (η «Ματίλντα, «Ο Τσάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας», «Ο Τζίμης και το Γιγαντοροδάκινο») αλλά και τα βιβλία Τζέιμς Μποντ, για τις νέες επετειακές επανεκδόσεις των έργων του Ίαν Φλέμινγκ με πρωταγωνιστή τον πράκτορα 007, «ξαναγράφτηκαν» με όρους πολιτικής ορθότητας, με αντικατάσταση κάποιων λέξεων που θεωρούνται προσβλητικές με τα σημερινά δεδομένα (από αυτές τις αλλαγές προέρχονται τα παραδείγματα στην εισαγωγή του κειμένου).
Μάλιστα, για τέτοιου είδους παρεμβάσεις αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια μια νέα ιδιότητα στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους, αυτή του «sensitinity reader» («αναγνώστης ευαίσθητου περιεχομένου»), μια πιο εξειδεικευμένη, δηλαδή, περίπτωση επιμελητή που στόχος του είναι ακριβώς να εντοπίσει και να αντικαταστήσει αυτό που θεωρεί προσβλητικό/προβληματικό περιεχόμενο.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η τέχνη λογοκρίνεται στην πρόσφατη ιστορία. Πίσω στο 2020 το HBO Max κατέβασε προσωρινά το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» (που κυκλοφόρησε το 1939) λόγω των ρατσιστικών στερεοτύπων που αναπαράγει, «στανταράκια» των τηλεοπτικών συνηθειών μας όπως τα «Φιλαράκια» φαίνεται πως πλέον μπαίνουν στο μικροσκόπιο της «cancel culture», ενώ ακόμα και σύγχρονες σειρές όπως το «You» κατηγορούνται για ωραιοποίηση του «stalking» (πάντα, όμως, το σινεμά και η τηλεόραση δεν εξέφραζε, μεταξύ άλλων, μερικά από τα σκοτεινότερα ανθρώπινα ένστικτα;).
Ζούμε άλλωστε σε μια εποχή που ο αλγόριθμος και ακόμα περισσότερο η αλγοριθμική λογική, κοντεύει να μας καταπιεί. Ας θυμηθούμε πως πριν περίπου έναν χρόνο το TikTok μπάναρε τον επίσημο λογαριασμού του μουσείου του Τσαρλς Ντίκενς γιατί το όνομά του… περιείχε τη λέξη «dick».
Για να γυρίσουμε στον κόσμο του βιβλίου, όπως ήταν αναμενόμενο, αυτη η παρεμβατικότητα σε κείμενα του παρελθόντος δεν αγκαλιάστηκε ιδιαίτερα, μιας και φάνηκε στους περισσότερους από συζητήσιμη έως παρατραβηγμένη. Φυσικά και κάθε εποχή έχεις τις δικές της προσλαμβάνουσες και ένα κείμενο γραμμένο σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο μπορεί να μας «κλωτσάει» σήμερα. «Ούτε η ιστορικότητα ενός κειμένου μπορεί να παραβλεφθεί ούτε όμως και η διαφορετική ανάγνωσή του υπό άλλο πρίσμα να αγνοηθεί», όπως συμπεραίνουν και εκπρόσωποι των εκδόσεων Ψυχογιός.
Αυτό που επισημαίνει κι από την πλευρά του ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος των εκδόσεων Διόπτρα είναι επίσης το πόσο αμφιλεγόμενο είναι να επεμβαίνει κανείς σε κείμενα, ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας τους δεν βρίσκεται πλέον εν ζωή: «Θα πρέπει στην περίπτωση που έχει πεθάνει ο συγγραφέας οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων του να επέμβουν στο κείμενό του. Θα ήμουν τουλάχιστον διστακτικός σε μια τέτοια εκδοχή, καθώς πιστεύουμε ότι ο ίδιος ο δημιουργός πρέπει να παίρνει την απόφαση. Μπορεί δηλαδή κάποιος την εποχή που έγραφε ένα βιβλίο να έχει συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις και σήμερα να είχε άλλες αν δεν είχε αποβιώσει. Μάλλον δεν μπορεί κανείς να πάρει αυτή την απόφαση εκ μέρους του, γιατί μπορεί να μην τις άλλαζε ποτέ τις θέσεις αυτές».
Η έννοια ενός «κόφτη» δεν μπορεί παρά να αποθαρρύνει όχι μόνο αυτόν που διαβάζει ένα κείμενο αλλά και τους επαγγελματίες του βιβλίου: «Και μόνο η ιδέα της λογοκρισίας ή της προσαρμογής του κειμένου φέρνει ανατριχίλα σε κάθε αναγνώστη αλλά ιδίως σε κάθε άνθρωπο που ασχολείται με τη μετάφραση, την επιμέλεια και τη διόρθωση και έχει μάθει να λειτουργεί με βάση το πρωτότυπο κείμενο», σχολιάζει ο Κώστας Σπαθαράκης των εκδόσεων Αντίποδες.
Χωρίς αυτό να σημαίνει έλλειψη κρίσης: «Μπορούμε ασφαλώς να κρίνουμε, όπως κάνουμε διαρκώς, κάθε κείμενο κάθε εποχής, να το διαβάζουμε ή να το απορρίπτουμε, να το διδάσκουμε ή να το καταδικάζουμε, ανάλογα με τις αρχές και τις προτιμήσεις μας. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιούμαστε να αναλάβουμε τη θέση του συγγραφέα και να τον υποκαταστήσουμε παρεμβαίνοντας στο κείμενο και λογοκρίνοντας ό,τι θεωρούμε πως αντιβαίνει σε ένα αφηρημένο “πνεύμα της εποχής”, ή οτιδήποτε απλώς μας ενοχλεί» συμπληρώνει ο εκδότης.
Πώς λέμε στα ελληνικά τους «sensitivity readers»;
Στην Ελλάδα μπορεί να μην έχουν δημιουργηθεί ακόμη θέσεις για «sensitivity readers», παρ’ όλα αυτά η έννοια του φίλτρου δεν παύει να υπάρχει έστω κι ανεπίσημα. Αρχής γεννομένης, από τα βιβλία που επιλέγει να συμπεριλάβει στον κατάλογό του ένας εκδοτικός οίκος που απαντούν «στην ποιότητά του που υπηρετείται από την αρμονία μορφής και περιεχομένου με βάση φυσικά τις αξίες που πρεσβεύει», όπως λένε από την πλευρά τους οι εκδόσεις Ψυχογιός. Μετά την πρώτη αυτή διαλογή, οι δημιουργοί και οι επαγγελματίες των εκδόσεων συνεργάζονται για το κοινό αυτό όραμα.
Ο Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος εκ μέρους της Διόπτρας, δεν βλέπει και τόσο αρνητικά τους «sensitivity readers» υπό όρους: «Στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στη Γαλλία, αυτοί μελετούν το κείμενο του συγγραφέα και εντοπίζουν σημεία που ίσως χρειαστεί να επανεξετάστουν. Και τότε ο συγγραφέας και μόνον αυτός, πρέπει να λάβει την απόφαση για το πώς θα χειριστεί το κείμενό του». Όπως και να έχει, στην πρώτη γραμμή των εκδόσεων εξ αρχής βρίσκεται η ανάγκη της συμπόρευσης με την εποχή τους: «Είμαστε εδώ γιατί νομίζουμε ότι αυτό είναι το χρέος του εκδότη. Άρα αναζητούμε το περιεχόμενο το οποίο ακουμπάει τα θέματα που ανατρέπουν στερεότυπα ή πάγιες και αρτιοσκληρωτικές θέσεις της κοινωνίας και της κουλτούρας μας. Κατά συνέπεια, έχουμε λιγότερα πράγματα να σκεφτούμε όσον αφορά τις αλλαγές που συντελούνται. Αλλά όχι, δεν θα αλλάξουμε το κείμενο ενός συγγραφέα χωρίς εκείνος να έχει συμφωνήσει και συνηγορήσει», συμπληρώνει ο εκδότης.
Ανεξαρτήτως «ευαισθησίας», πάντως, ένας οποιοσδήποτε αναγνώστης αυτόματα φιλτράρει αυτό που διαβάζει. «Είναι όμως πολύ διαφορετικό να συμβαίνει αυτό από μια θέση εξουσίας όπως αυτή του εκδότη» σημειώνει ο Κώστας Σπαθαράκης. Και εξηγεί: «Ο εκδότης, και ο εξειδικευμένος “ευαίσθητος” αναγνώστης ως υπάλληλός του, έχει ασφαλώς το δικαίωμα να εκφράζει τις αξιακές και αισθητικές του θέσεις μέσα από τα έργα που εκδίδει. Κανείς δεν τον υποχρεώνει να εκδίδει έργα που τον ενοχλούν ή τον προσβάλλουν. Δεν έχει όμως καμία εξουσία επί των έργων του παρελθόντος και πολύ αμφιβάλλω αν έχει το δικαίωμα να φιλτράρει μόνο με βάση (εξωλογοτεχνικά) αξιακά και ηθικά κριτήρια».
Χωρίς βέβαια αυτά τα κριτήρια να παρακάμπτοται πλήρως: «Οπωσδήποτε κρίνουμε και αποφασίζουμε τι θα εκδώσουμε και με βάση πολιτικά και ηθικά κριτήρια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως φτάνουμε στο σημείο να κόβουμε και να ράβουμε τα κείμενα κατά τις αντιλήψεις μας» λέει ο Κώστας Σπαθαράκης για τους Αντίποδες.
Μην ξεχνάμε πως η λογοτεχνία (οφείλει να) χρησιμοποιεί μια γλώσσα ζωντανή που υπηρετεί την ιστορία και το προφίλ του εκάστοτε ήρωα. Δεν σημαίνει πως ο κάθε ήρωας βρίσκεται εκεί και μιλάει με τον τρόπο που μιλάει για να ταυτιστούμε μαζί του, αλλά για να γίνει μέρος μιας μεγαλύτερης ιστορίας που σκοπό έχει να μας μάθει κάτι, να μας διασκεδάσει, να μας συγκινήσει, να μας βάλει να σκεφτούμε. Για να το πούμε αλλιώς, δεν μπορεί κάποιος αντίστοιχα να βάλει έναν μαφιόζο να μιλάει σε μία ταινία σαν απόφοιτος του Χάρβαρντ.
Επειδή, βέβαια, πάντα υπάρχουν κάποιες λεπτές γραμμές, ρωτώντας τους ανθρώπους των δύο παραπάνω εκδόσεων για το αν έχουν βρεθεί ποτέ σε δίλημμα ή έχουν προβληματιστεί για κάποιο κείμενο που έφτασε στα χέρια τους, δεν έχουν κάποιο κραυγαλέο παράδειγμα να ξεχωρίσουν.
Υπάρχει βέβαια και το κομμάτι της μετάφρασης, που είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία. Μπορεί, λοιπόν, να μην έχει τύχει ως τώρα οι εκδόσεις Αντίποδες να χειριστούν επίφοβο περιεχόμενο, έχει χρειαστεί όμως να επιστρατεύσουν εξειδικευμένους συνεργάτες στη μετάφραση συγκεκριμένων βιβλίων. Ένα τέτοιο ήταν και οι «Αργοναύτες» της Μάγκι Νέλσον, στο οποίο η συγγραφέας περιγράφει ανάμεσα σε άλλα τον έρωτά της με έναν τρανς καλλιτέχνη, ένα βιβλίο που αναδύει τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας. Όπως και να έχει, για τον εκδοτικό η πιστότητα στο πρωτότυπο κείμενο αποτελεί θεμελιώδη του αρχή.
Μπορεί στην ελληνική εκδοτική πραγματικότητα να μην έχει έρθει η επέλαση της πολιτικής ορθότητας (τουλάχιστον με επίσημους ή αυστηρούς όρους), άλλα, όπως κάθε τι «εισαγόμενο», το πιθανότερο είναι να έρθει και στα μέρη μας με μικρή καθυστέρηση. Σύμφωνα, λοιπόν, με την εκτίμηση των εκδόσεων Ψυχογιός, «σίγουρα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με τέτοια ζητήματα στο μέλλον οπότε και θα δοκιμαστούν η ωριμότητα και η ευθυκρισία μας». Και ίσως τότε να αρχίσουμε να βλέπουμε αγγελίες που θα ζητούν «sensitivity readers» ή όπως αλλιώς βαπτιστούν.
Ο Κώστας Σπαθαράκης, από την άλλη, μας καλεί να ανοίξουμε το πλάνο και να δούμε τη μεγάλη εικόνα: «Έχουμε αρκετό δρόμο να διανύσουμε ώστε να κατακτήσουμε ένα επαρκές επίπεδο ευαισθησίας στην κοινωνική μας ζωή και επομένως απέχουμε αρκετά από τις υπερβολές που φέρνει καμιά φορά κάθε αλλαγή αντιλήψεων και αρχών».
Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει
Σίγουρα διανύουμε εδώ και χρόνια μια εποχή αλλαγής και επανεξέτασης πολλών παγειωμένων αντιλήψεων του παρελθόντος κι όπως κάθε αλλαγή/τομή, έρχεται με το κόστος της υπερβολής. Μπορούμε να έχουμε φίλτρο και κρίση σε όσα έρχονται από το χθες και δεν συμβαδίζουν με το σήμερα, μπορούμε ακόμα και να βάζουμε σημάνσεις ευαίσθητου περιεχομένου σε αυτά (ίσως η πιο τίμια και διακριτική τακτική που μπορεί να χρησιμοποιήσει η πολιτική ορθότητα). Κυρίως, μπορούμε να φροντίσουμε ώστε η εκπαίδευση του παρόντος και του μέλλοντος να μειώσει όσο γίνεται τις ιδεολογικές και ηθικές αγκυλώσεις που απηχούν έναν «παλαιό κόσμο».
Δεν μπορούμε όμως να διαγράψουμε ή να «διασκευάσουμε» το παρελθόν γιατί, ό,τι και να κάνουμε, θα συνεχίσει να είναι «εκεί». Κι αυτό που τελικά κάνει η λογοκρισία στη λογοτεχνία -αλλά και σε οποιοδήποτε καλλιτεχνικό ή μη παράγωγο- του παρελθόντος είναι να ξαναγράφει την ιστορία με δικούς της όρους. Και δεν υπάρχει κάτι πιο επικίνδυνο από αυτό.