Λευκή πορσελάνη, με ροζ ανθάκια

1 year ago 50

Τρία χρόνια είχε να έρθει στην Αθήνα. Ο φόβος του ιού τον κράτησε στο νησί, στη μοναξιά αλλά και στην ασφάλεια του χωριού. Πριν από μερικές εβδομάδες επέστρεψε στο σπίτι που κάποτε έσφυζε από ζωή. Μόνος περιδιαβαίνει τα δωμάτια. Η γυναίκα του μακαρίτισσα εδώ και δυο δεκαετίες, οι κόρες τους έχουν χαράξει τον δικό τους δρόμο, έχουν το δικό τους σπιτικό. Κι όμως εκείνος τα θυμάται όλα σαν να ήταν χθες: τα παιχνίδια και τα διαβάσματα με τις μικρές, τα μαγειρέματα, τα νυχτέρια με φίλους και τα οικογενειακά γλέντια, τα γέλια, τις χαρές, ακόμα και τα δάκρυα. Κυρίως αυτά. Βαριά έπεσε πάνω τους η σκιά της αρρώστιας κι έπειτα της απώλειας. Τίποτα δεν θα ήταν ξανά ίδιο.

Τα κορίτσια τον φροντίζουν και τον νοιάζονται, παράπονο δεν έχει. Τον επισκέπτονται συχνά, φορτωμένες με τάπερ –μούρλια η παστουρμαδόπιτα που του έφτιαξε τις προάλλες η μικρή– και δώρα. «Μη μου φέρνετε άλλα ρούχα, βρε παιδιά! Ογδόντα τριών χρόνων είμαι, πότε θα προλάβω να τα φορέσω;», λέει γελώντας. Το χαίρεται, όμως. Δεν τον εγκατέλειψαν. Δεν θα φύγει ολομόναχος, σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, όπως τόσοι άλλοι.

Την Κυριακή ήρθε η μεγάλη να τον δει. Εφτιαξε καφέ και ετοιμαζόταν να τον σερβίρει σε δυο κούπες. «Περίμενε», της είπε. Πήγε στο σαλόνι, άνοιξε τον μπουφέ κι έβγαλε δυο φλιτζάνια από ένα σερβίτσιο –λευκή πορσελάνη με ροζ λουλουδάκια– το μοναδικό από τα δώρα του γάμου τους, το 1967, που είχε διασωθεί. Η γυναίκα του δεν το χρησιμοποιούσε «για να μη χαλάσει». Δεν χαλάνε τα πράγματα, όμως, αλλά οι άνθρωποι. Και φεύγουν. Αργησε να το συνειδητοποιήσει. Η δική του γενιά, όπως και των γονιών του, λόγω της φτώχειας προφανώς, είχε γαλουχηθεί με τέτοιες αντιλήψεις: έπρεπε να έχουν καλά ρούχα και παπούτσια, αποκλειστικά για την εκκλησία και τις γιορτές· το σαλόνι άνοιγε μόνο για τους ξένους· τα έπιπλα ήταν σκεπασμένα με καλύμματα για να μη φθαρούν. Ευτυχώς οι θυγατέρες του είχαν απαλλαγεί από τέτοια βάρη. Ζούσαν τη ζωή μέχρι το μεδούλι. Τις καμάρωνε, μακάρι κι ο ίδιος να το είχε κάνει όταν ήταν νέος κι είχε περισσότερο χρόνο μπροστά του.

«Εδώ θα πιούμε τον καφέ μας», της είπε. Κάθησαν στην τραπεζαρία. Ο ήλιος έλουζε το δωμάτιο. Κουβέντιαζαν και γελούσαν. Τα ροζ λουλουδάκια κινούνταν ή ιδέα του ήταν;

Read Original