Ο Λάκης Παπαστάθης ήταν (όπως του άρεσε να αυτοσυστήνεται) «ένας σκηνοθέτης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου που αγαπούσε το ευρωπαϊκό σινεμά και την ελληνική λογοτεχνία». Ηταν πνευματώδης, συνεργατικός, μα πάνω από όλα ανυποχώρητος στα πνευματικά θέματα. Δεν έκανε πίσω σε αυτό το ζήτημα. Σαν «άντρας παλαιών αρχών» ζητούσε τα ρέστα από οποιονδήποτε αμφισβητούσε, ακόμη και ως αστείο, την τέχνη, την ελληνικότητα, την αυθεντικότητα. Κυρίως αυτό το τελευταίο. Σαν κυνηγόσκυλο μύριζε το δήθεν, το κάλπικο, και του ορμούσε. Πολλές φορές παρεξηγήθηκε για τη στάση του και αρκετοί ευαίσθητοι άνθρωποι μετέφρασαν την αιχμηρή του γλώσσα ως επιθετική συμπεριφορά. Καμία σχέση. Μιλούσε ωραία ελληνικά και σκοπίμως ακολουθούσε ένα ρυθμό αργό και στακάτο. Σαν να έκοβε την ορμή της λέξης με το μαχαίρι της κριτικής. Επαιζε μεταξύ ιάμβου, τροχαίου και ανάπαιστου.
Ηταν πολλά πράγματα ο Λάκης. Πού να χωρέσει;
Ηταν ο στοχαστικός κινηματογράφος. Μας έμαθε ότι η σκηνοθεσία του κινηματογράφου είναι όλα εκείνα που βρίσκονται εκτός κάδρου και όχι το περιεχόμενο του κάδρου. Γι’ αυτό σπανίως μιλούσε με κινηματογραφική ορολογία. Μας δίδαξε ότι η επιλογή του ηθοποιού και των καλλιτεχνικών συνεργατών, η προετοιμασία του ρόλου, η επιλογή του χώρου, το φως, το ένδυμα, τα αντικείμενα, ο κενός χώρος, ο ορίζοντας, το χώμα, ήταν τα μέρη μιας μεγάλης «Συμφωνίας» που σκοπό έχει να στρέψει τη σκέψη και τη συγκίνηση του θεατή προς τον στοχασμό. Γι’ αυτό και απαιτούσε πάντα να υπάρχει μια κάποια τελετουργία στο γύρισμα. Σεβασμός, σιωπή, ήρεμες κινήσεις. Δημιουργούσε ένα κενό χρόνου ανάμεσα στο «έτοιμοι» και στο «μοτέρ». Η ιερατική αυτή αγωγή διαπερνούσε κάθε γύρισμα· είτε επρόκειτο για ταινία είτε για τηλεοπτική εκπομπή. Το μοντάζ, αντιθέτως, ήταν μια άγρια κατάσταση συνεχούς διαπάλης. Στο μοντάζ έβγαζε κραυγές ευχαρίστησης όταν το cut πετύχαινε να ξαναενώσει την τεμαχισμένη πραγματικότητα του γυρίσματος. Στην αντίθετη περίπτωση θα επέμενε έως «τελικής πτώσεως» (δική του έκφραση), μέχρι να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα ομαλής μετάβασης από το ένα πλάνο στο άλλο – δηλαδή από τη μία ιδέα στην επόμενη.
Ηταν η καλή δημόσια τηλεόραση. Τον γνώρισα μέσα δεκαετίας του ’80, ώριμο σκηνοθέτη και παραγωγό της τηλεοπτικής εκπομπής «Παρασκήνιο». Μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο έστησαν την εταιρεία Cinetic και υπηρέτησαν επί δεκαετίες την πιο υποδειγματική τηλεοπτική εκπομπή πολιτισμού. Για περισσότερο από 30 χρόνια παρουσίασε στο ελληνικό κοινό προσωπικότητες του πολιτισμού και της τέχνης. Κ. Κουν, Μ. Αναγνωστάκης, Μ. Κουμανταρέας, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Κ. Καστοριάδης. Κ. Αξελός, Δ. Σωτηρίου, Αλ. Δαμιανός και άλλοι πολλοί στάθηκαν μπροστά στον φακό της εκπομπής. Η εταιρεία παραγωγής του (η Μεγάλη του Γένους Σχολή) έδωσε δουλειά σε πολλούς σκηνοθέτες του ΝΕΚ που μέσα από αυτά τα μικρά φιλμ εξέφρασαν τις δικές τους κινηματογραφικές ανησυχίες, αλλά επίσης άσκησαν και το επάγγελμα του σκηνοθέτη – μια εργασιακή πολυτέλεια στο σκληρό τηλεοπτικό τοπίο των δεκαετιών 1980-1990. Με τους σκηνοθέτες του «Παρασκηνίου» ο Παπαστάθης ήταν αυστηρός, απαιτητικός. Μετά την προβολή κάθε επεισοδίου, γινόταν λυσσαλέα κριτική στο πλάνο, στο cut, στις παύσεις, στη μουσική. Τίποτα δεν ξέφευγε από το συνοφρυωμένο μάτι του, που έβγαζε σπίθες όταν παρακολουθούσε μια τηλεοπτική εκπομπή ή μια ταινία.
Ηταν η νεοελληνική λογοτεχνία. Η νεοελληνική λογοτεχνία ήταν το μυστικό δωμάτιο απ’ το οποίο αντλούσε προσωπική συγκίνηση, το μέτρο, τις ιδέες για τις ταινίες και τα κείμενά του. Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Μητσάκης ήταν η δική του Ελλάδα. Κυνηγούσε ελάσσονες συγγραφείς και μικρά διηγήματα, κρυμμένα μέσα σε φιλολογικά περιοδικά του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτά τον συνέδεαν με την Ιστορία της Ελλάδας περισσότερο από τα μεγάλα γεγονότα της επίσημης Ιστορίας. Συνομιλούσε ατελείωτες ώρες, με σπουδή και σοβαρότητα, με τον φίλο του και συλλέκτη Γ. Ζεβελάκη για ένα βραχύβιο περιοδικό ποικίλης ύλης, σαν να συζητούσαν για έναν στενό τους φίλο που μόλις επέστρεψε από μακρύ ταξίδι. Από το 2002 και μετά δημοσίευσε τέσσερις συλλογές με διηγήματα. Σαν ταινίες μικρού μήκους που δεν γυρίστηκαν ποτέ. Σχεδίαζε και άλλα διηγήματα. Στο μυαλό του. Ακατάβλητος.
Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Μητσάκης ήταν η δική του Ελλάδα.
Ηταν ένα βλέμμα στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Το πάθος του για τη ζωγραφική φούσκωσε τις τελευταίες δεκαετίες. Παραδόξως όχι την εποχή που γύρισε την ταινία «Θεόφιλος». Αν και στην προετοιμασία εκείνης της ταινίας άρχισε να εξασκεί το βλέμμα του στο στατικό «frame». Τον θυμάμαι σε γυρίσματα του «Παρασκηνίου» με τον Φασιανό, τον Σπεράντζα ή τον Φειδάκη να παρακολουθεί σιωπηλός το πινέλο και ξαφνικά να πυροβολεί τον ζωγράφο με μια σύντομη, ευθύβολη ερώτηση, προσπαθώντας να μη διαταράξει τη στιγμή. Οι ερωτήσεις που έκανε, συνήθως απασχολούσαν εκείνον τον ίδιο, ως κινηματογραφιστή. Από τη συνάφειά του με πολλούς μάστορες του τελάρου, τα τελευταία χρόνια, προέκυψε ένα πλήθος προσωπογραφιών του, ίσως πάνω από 100 πορτρέτα, τα οποία επιθυμούσε να εκθέσει και κατόπιν να δωρίσει στην Εθνική Πινακοθήκη. Η έκθεση αυτή θα συνοδευόταν από βίντεο, φωτογραφίες και δικά του σχόλια. Σκέψεις που τριγύριζαν στο μυαλό του τις ατελείωτες ώρες που πόζαρε απέναντι στον Ρόρρη, στον Μακρή ή στον Δασκαλάκη.
Ηταν η ζωντανή, μαχητική κριτική σκέψη. Ποτέ δεν είπε κάτι αναμενόμενο, μια κοινοτοπία ή ένα κλισέ για ένα δημιουργό. Είτε αυτός ήταν ο Καρλ Ντράγιερ, τον οποίο λάτρευε, είτε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, τον οποίο λάτρευαν οι συνομιλητές του. Λάτρης ο ίδιος της προφορικής παράδοσης, συλλέκτης και μελετητής της, κατάφερνε να μεταπλάθει σε προφορικό έργο τη σκέψη, το πάθος και τη χημεία της στιγμής. Οντας επίσης «οπαδός» κάποιων αγωνιωδών αρχών τέχνης και ζωής, αγαπούσε να πολεμάει με άλλους οπαδούς, ως ένα ευγενές άθλημα που κρατούσε ψηλά την ιδέα του αγωνίζεσθαι. Αυτό μάλλον θα μας λείψει περισσότερο από τον Λάκη Παπαστάθη.
Ο Παπαστάθης είναι ποιητής. Το πολύπλευρο έργο του θα καταγραφεί και θα μελετηθεί στο μέλλον. Αφησε πίσω του πολλούς μαθητές, αν και ποτέ δεν δίδαξε σε κάποια σχολή κινηματογράφου. Μια συζήτηση μαζί του, με ένα Baileys με πάγο στο ποτήρι, είχε αξία master class. Θα γελάγαμε πολύ, θα θυμώναμε αρκετά και θα μαθαίναμε ένα σωρό πράγματα. Στο τέλος της βραδιάς, στον δρόμο για το σπίτι, θα αναρωτιόμασταν «αυτό είναι ταλέντο;». Δεν ξέρω. Αυτό είναι χαρακτήρας.
* Η κ. Κατερίνα Ευαγγελάκου είναι σκηνοθέτις.