Η απόφαση του Κώστα Καραμανλή να μην είναι υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές με τη Νέα Δημοκρατία σηματοδότησε το κλείσιμο ενός μεγάλου πολιτικού κύκλου που ξεκίνησε στα βουλευτικά έδρανα στα τέλη της δεκαετίας του 80’ και κορυφώθηκε τις δύο επόμενες δεκαετίες, με την ανάδειξή του στην προεδρία της ΝΔ και την πενταετή πρωθυπουργία του.
Οι Στέφανος Μάνος, Θεόδωρος Ρουσόπουλος και Στάθης Καλύβας αποτιμούν στην «Κ» τη σταδιοδρομία του πρώην πρωθυπουργού.
Στ. Μάνος: Δεν τον ενδιέφερε η πραγματικότητα
Του Παύλου Παπαδόπουλου
Ο Στέφανος Μάνος έχει γνωρίσει και έχει συνεργαστεί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και με τον Κώστα Καραμανλή. Κι ενώ η συνεργασία με τον ιδρυτή της Ν.Δ., ο οποίος τον επέλεξε και τον ενέταξε στα ψηφοδέλτια το 1977, υπήρξε εποικοδομητική, η συνεργασία του με τον νεότερο Καραμανλή ήταν μάλλον άγονη και επεισοδιακή. Eληξε γρήγορα με τη διαγραφή του Μάνου από τη Ν.Δ. το 1998. Η «Κ» επικοινώνησε με τον Στέφανο Μάνο για μια συζήτηση που εν πολλοίς επικεντρώθηκε στον εντοπισμό της διαφοράς μεταξύ του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον Κώστα Καραμανλή. «Με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ασκούσα εκτελεστική εξουσία, ήμασταν στην κυβέρνηση, έπρεπε να πραγματοποιήσω έργο. Και ο Καραμανλής δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο σε αυτά τα οποία έκανα. Ηταν πάντοτε υποστηρικτικός. Το πιο χαρακτηριστικό ήταν ότι συμφωνήσαμε σε μια χωροταξική πολιτική για την Ελλάδα (η οποία εγκαταλείφθηκε μετά, επί Ράλλη). Με τον Κώστα Καραμανλή ήμασταν στην αντιπολίτευση. Δυστυχώς δεν τον ενδιέφερε τόσο αυτό το οποίο θέλαμε να κάνουμε, αλλά το πώς αυτό θα φανεί. Ενδιαφερόταν κυρίως για το πώς θα αντιδρούσε η κοινή γνώμη σε αυτά που θα κάναμε. Ο Κώστας Καραμανλής απέφευγε να λέει τη δική του γνώμη. Ακουγε χωρίς να λέει τη γνώμη του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αντίθετα, ήξερες ακριβώς τι θέλει».
Ο Μάνος λέει ότι ο νεότερος Καραμανλής απέφευγε να λαμβάνει υπόψη του τα αντικειμενικά δεδομένα. «Δεν τον ενδιέφερε η πραγματικότητα. Ακουγες πολλά ωραία λόγια, αλλά προχωρούσε ανεξάρτητα από την πραγματικότητα, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που δεν ανεχόταν κάτι που δεν ήταν πραγματικό. Ηθελε ακριβείς απαντήσεις. Ο Κώστας, αντίθετα, δεν ενδιαφερόταν για την ακριβολογία. Ούτε ήταν παρατηρητικός. Για παράδειγμα, μπορεί να ερχόταν από τη Ραφήνα στην Αθήνα και να μην παρατηρούσε ότι τα δένδρα στη διαδρομή είχαν ξεραθεί. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, αντίθετα, παρατηρούσε τα πάντα και μόλις διέκρινε λάθη ή προβλήματα έδινε αμέσως οδηγίες για να διορθωθούν ή να επιλυθούν».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέλεγε ό,τι καλύτερο έχει ο τόπος, ενώ ο Κώστας Καραμανλής έβαζε στην άκρη ό,τι ήταν ανταγωνιστικό.
Ο πρώην υπουργός αναγνωρίζει ότι η σοβαρότητα είναι ένα από τα θετικά στοιχεία του Κώστα Καραμανλή. «Είναι σοβαρός άνθρωπος. Είχε πάντα μια εκφορά λόγου με βαρύτητα. Χαρακτηρίζεται από λιτότητα λόγου και ευπρέπεια, χωρίς αμφιβολία. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος στη σημερινή Βουλή που να διαθέτει ανάλογη ικανότητα στην ομιλία όσο ο Κώστας Καραμανλής. Αναμφίβολα λοιπόν ξεχωρίζει. Και αν υποθέσουμε ότι με την αποχώρησή του θέλει να δώσει ένα μήνυμα για τις υποκλοπές, αν υποθέσουμε ότι γνωρίζει πράγματα που εγώ δεν γνωρίζω, και αυτό το συγκαταλέγω στα θετικά του». Ωστόσο, ο Μάνος επιμένει ότι ο Καραμανλής δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που είχε. «Το 2004 εξελέγη με μεγάλη πλειοψηφία. Ηταν μια στιγμή ανάτασης του ελληνικού λαού και νόμιζες ότι ο Καραμανλής μπορούσε να κάνει τα πάντα. Λέω ότι απέτυχε συγκρίνοντας αυτά που έκανε με αυτά που θα μπορούσε να κάνει. Σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που το 1974 παρέλαβε μια κατάσταση χαοτική και στέριωσε τη χώρα, ο Κώστας Καραμανλής παρέλαβε μια κατάσταση πολύ καλή, η οποία σταδιακά διολίσθησε». Ο Μάνος αναρωτιέται τι έμεινε από την περίοδο Κώστα Καραμανλή. «Περνάνε τα χρόνια και αναρωτιέσαι: Τι έμεινε;. Λένε διάφοροι ότι έμεινε το βέτο του Βουκουρεστίου στη σύνοδο του ΝΑΤΟ για να μην ενταχθεί η ΠΓΔΜ χωρίς λύση του ονοματολογικού. Ευτυχώς όμως αυτό το βέτο ακυρώθηκε από τον Τσίπρα από τη συμφωνία που έκανε στις Πρέσπες».
Ο Μάνος καταλογίζει ακόμη στον Κώστα Καραμανλή σπατάλη στον δημόσιο τομέα μέσα από αλόγιστες προσλήψεις και μονιμοποιήσεις, καθώς και υπαναχώρηση στα ελληνοτουρκικά. «Χάλασε τη συμφωνία του Ελσίνκι κι αυτό μας έκανε ζημιά». Στο τέλος του 2004 ο Καραμανλής ήρε το βέτο για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., χωρίς να έχει προηγουμένως παραπεμφθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, όπως προέβλεπε η Συμφωνία του Ελσίνκι του 1999. «Υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να προχωρήσουν τα πράγματα με την Τουρκία, αλλά ο Καραμανλής δεν τολμούσε να δεχθεί ότι κάποιο δικαστήριο, η Χάγη εν προκειμένω, δεν θα μας τα έδινε όλα. Για μια ακόμη φορά επικράτησε αυτή η ψεύτικη εικόνα της πραγματικότητας. Πορευόμαστε με αυτή την ψεύτικη εικόνα ότι δήθεν μας ανήκουν όλα και έτσι διαρκώς κινδυνεύουμε να τα χάσουμε όλα. Το χαρακτηριστικό μας είναι η άρνηση της πραγματικότητας».
Τελικά, τι έμεινε από την περίοδο 2004-2009; «Δυσκολεύομαι να πω κάτι καλό. Υπάρχει, βέβαια, η ανάμνηση της επιτυχίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι Αγώνες έγιναν επί Καραμανλή, αλλά δεν οφείλονταν στον Καραμανλή. Οφείλονταν στη Γιάννα Αγγελοπούλου την οποία μετά ξέχασε ο Καραμανλής. Αντί να αναδείξει την Αγγελοπούλου, αντί να την αξιοποιήσει, την άφησε στην άκρη. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε το αντίθετο. Επέλεγε ό,τι καλύτερο έχει ο τόπος, ενώ ο Κώστας Καραμανλής έβαζε στην άκρη ό,τι ήταν ανταγωνιστικό».
Ανατομία ενός ηγετικού χαρακτήρα
Του Θεόδωρου Ρουσόπουλου*
Ο Ουίνστον Λορντ, στενός συνεργάτης του Χένρι Κίσινγκερ, εξέδωσε τον Μάιο του 2019 ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Kissinger on Kissinger». Σ’ αυτό αποτυπώνει τις τρεις σημαντικές πολιτικές στις οποίες πρωταγωνίστησε ο υπουργός Εξωτερικών του Νίξον: άνοιγμα στην Κίνα, αραβοϊσραηλινές συρράξεις, άνοιγμα στη Σοβιετική Ενωση. Στο ερώτημα ποια είναι τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά ενός ηγέτη, ο Κίσινγκερ απαντάει με δύο λέξεις: «Χαρακτήρας και θάρρος».
Με οδηγό αυτόν τον φαινομενικά ακαδημαϊκό, αλλά και κατ’ εμπειρίαν αποδεδειγμένο αφορισμό, σκέφτηκα να προσεγγίσω την προσωπικότητα του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, κατόπιν του ευγενούς αιτήματος της «Κ». Τα οκτώμισι χρόνια συνεχούς καθημερινής πολύωρης συνεργασίας μας θεωρητικά οδηγούν στο συμπέρασμα της αυθεντικής ερμηνείας μιας προσωπικότητας. Θεωρία που σε τοποθετεί στην πλευρά όσων έχουν την αφελή εντύπωση πως τα ξέρεις όλα ή και εάν δεν τα ξέρεις δεν τα γράφεις, διότι κάτι βαθύτερο κρύβεται πάντα πίσω από το προφανές. Το αυταπόδεικτο δεν «πουλάει» και το προφανές δεν είναι πάντα τόσο προφανές.
Σκέφτηκα λοιπόν στις λιγότερο από πεντακόσιες λέξεις που απομένουν ώσπου να τελειώσει αυτό το άρθρο, να χρησιμοποιήσω ως οδηγό μου την προσέγγιση Κίσινγκερ. Δεν θα επιχειρηματολογήσω περί του ορισμού του ηγέτη, καθώς καθένας που ηγείται έστω και για λίγο ενός κόμματος ή μιας χώρας χαρακτηρίζεται ως τέτοιος, παρότι στη μεταφυσική του όρου ο ενδεδυμένος με αυτόν τον μανδύα πολιτικός λαμβάνει στο συλλογικό φαντασιακό συνήθως ιδιότητες υπερβατικού όντος.
Ιδού λοιπόν οι δικές μου σκέψεις για τον χαρακτήρα του μακροβιότερου έως σήμερα αρχηγού της Ν.Δ. και πρώην πρωθυπουργού.
Ενσυναίσθηση: Σε εποχές που ο τεχνοκρατισµός ανάγεται λόγω της τεχνολογικής ευελιξίας σε ύψιστο αγαθό, διατηρούσε σημαντικά ψήγματα ενσυναίσθησης. Το νοιάξιμο για τον άλλον, τον όποιον άλλον που έχει ανάγκη. Οι συνταξιούχοι που επί Κώστα Σημίτη ξυλοκοπήθηκαν έξω από το Μαξίμου, εισήλθαν με ανοιχτές τις πύλες και τις αγκάλες του Καραμανλή πρωθυπουργού και όταν ο εκ του ΚΚΕ προερχόμενος αείμνηστος συνδικαλιστής Τριάντης εξήλθε του μεγάρου είπε τη φράση που επιβεβαιώνει το προλεγόμενο περί νοιαξίματος: «Τον καταλαβαίνουμε τον πρωθυπουργό μας, έχει κι αυτή η δουλειά τόσες δυσκολίες και δεν μπορεί με τα οικονομικά προβλήματα της χώρας να μας ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα»…
Αίσθηση του ιστορικού καθήκοντος: Το «πώς θα συνομιλήσω με τα φαντάσματα των προγόνων μου», που μου είπε στο πρωθυπουργικό αεροσκάφος επιστρέφοντας από ένα δύσκολο διεθνές ταξίδι, αναφερόμενος στη δύσκολη λύση του Μακεδονικού και η απειλή βέτο στο Βουκουρέστι το απέδειξαν.
Στον πρωινό καφέ της Ρηγίλλης δύο φορές την εβδομάδα κάθονταν πρόσωπα που δεν ήταν αποκλειστικά δικοί του πολιτικοί υποστηρικτές.
Αντοχή στην άλλη άποψη: Στον πρωινό καφέ της Ρηγίλλης δύο φορές την εβδομάδα γύρω από το τραπέζι κάθονταν πρόσωπα που δεν ήταν αποκλειστικά δικοί του πολιτικοί υποστηρικτές, αλλά κυρίως εσωκομματικοί αντίπαλοι, παρελθόντες ή και μέλλοντες διεκδικητές της ηγεσίας. Το ίδιο και στο κυβερνητικό σχήμα. Ουδείς απεκλείσθη ως μη αρεστός, εάν τον έκρινε ικανό.
Ασφάλεια: Η ανασφάλεια για τον οποιονδήποτε κατέχει µια θέση, πόσο µάλλον για έναν ηγέτη, είναι ό,τι χειρότερο µπορεί να τύχει στους συνεργάτες του και στη χώρα φυσικά. Ο ίδιος ουδέποτε υπήρξε ανασφαλής. Οχι εξ αγνοίας του κινδύνου ή των ευθυνών, αντιθέτως εκ της βαθιάς γνώσεως των προβλημάτων αλλά και της ανθρώπινης φύσης. Από τις πρώτες κιόλας συζητήσεις μας συμφωνήσαμε στο ρητό πως «διοίκηση είναι η διαχείριση ψυχών». Κι αυτό ο Καραμανλής το έκανε πράξη, πλην όμως εδώ θα επισημάνω και το σημαντικό αρνητικό στοιχείο του χαρακτήρα του. Τη μεγάλη ανεκτικότητα που συνοδεύτηκε από ελάχιστη αυστηρότητα. Ισως γιατί δεν τον εξέφραζε ο θαυμασμός που πολλοί απέτιναν στον θείο του για τον «βούρδουλα» που δήθεν κράδαινε έναντι των υπουργών. «Η πολιτική κάνει τους καλούς καλύτερους και τους κακούς χειρότερους», μου είπε όταν επισήμανα το πρόβλημα του να είναι κανείς υπερβολικά ανεκτικός και ελάχιστα αυστηρός. Ανεκτικός όμως ήταν και έναντι της σκληρής δημοσιογραφικής κριτικής. Ουδέποτε παραπονέθηκε σε δημοσιογράφο ή εκδότη, όταν άλλοι σήκωναν το τηλέφωνο και ζητούσαν απολύσεις.
Δυνατότητα να εµπνέει: Ενέπνεε τους νέους με τον δυναμικό του λόγο και τους πολίτες που τον εμπιστεύτηκαν σε δύο συνεχόμενες τετραετίες. Ηταν ο πρώτος αρχηγός της Ν.Δ. που το 2007 κέρδισε για δεύτερη φορά εκλογές. Μόνον ο ιδρυτής της Ν.Δ. το είχε πετύχει τριάντα χρόνια πριν, το 1977.
Θάρρος να ζει σεμνά απεκδυόμενος τη συνήθη εξάρτηση από τις καρέκλες της εξουσίας. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω περαιτέρω. Ξέρω πως κανείς δεν μπορεί στα σοβαρά να του αμφισβητήσει αυτή τη σπάνια για ηγέτη αρετή.
*Ο κ. Θεόδωρος Ρουσόπουλος είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στον Βόρειο Τομέα της Β΄ Αθηνών.
Μια τεράστια αντίφαση
Του Στάθη Καλύβα
Πριν από μερικά χρόνια διάβασα το βιβλίο της Γιάννας Αγγελοπούλου «My Greek Drama». Διηγείται τη ζωή της με γλαφυρό και ενίοτε αποκαλυπτικό τρόπο. Κάποια αποσπάσματα μου έκαναν εντύπωση και δύο από αυτά αφορούν τον Κώστα Καραμανλή. Στο πρώτο, η Γ. Αγγελοπούλου περιγράφει την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004. Μπαίνει στο στάδιο μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο και τον πρόεδρο της Ολυμπιακής Επιτροπής Ζακ Ρογκ, περνάει μπροστά από τους ξένους ηγέτες, που τη συγχαίρουν, και φθάνει στη θέση της, δίπλα στον Καραμανλή. Ολοι ήταν χαρούμενοι, γράφει, «όταν όμως κάθισα δίπλα στον πρωθυπουργό, αυτός παρέμεινε ανέκφραστος. Μετά από τέσσερα επίπονα χρόνια αγώνα, δισταγμών και επιτυχιών, όλοι φαίνονταν ενθουσιασμένοι που βρίσκονταν στην Αθήνα. Ολοι, εκτός από τον πρωθυπουργό».
Το δεύτερο στιγμιότυπο λαμβάνει χώρα κάποια στιγμή το 2006, όταν ένα στέλεχος της εφημερίδας που η Αγγελοπούλου εξέδιδε τότε, ο δημοσιογράφος Γιάννης Παπουτσάνης, συναντά τον Καραμανλή για μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. Η συνέντευξη ολοκληρώνεται και αμέσως μετά ο Παπουτσάνης της τηλεφωνεί ταραγμένος ζητώντας να τη δει προσωπικά. Πράγματι, συναντιούνται και της αναφέρει πως καθώς η συνέντευξη ολοκληρωνόταν, ρώτησε τον Καραμανλή ποια στιγμή της πρωθυπουργικής του θητείας θα επέλεγε να θυμάται αργότερα ως την πολυτιμότερη. Αφού το σκέφτηκε για λίγο, ο Καραμανλής έσκυψε εμπιστευτικά προς το μέρος του και του απάντησε πως θα επέλεγε τη στιγμή της αποχώρησής του από το Μέγαρο Μαξίμου.
Κουτσομπολιά άνευ σημασίας μήπως; Δεν θα το έλεγα. Και αυτό γιατί τα δύο αυτά στιγμιότυπα σκιαγραφούν με ευστοχία την εξόχως αντιφατική προσωπικότητα ενός πολιτικού του οποίου η σταδιοδρομία και το έργο συνιστούν τελικά μια τεράστια αντίφαση. Ο Καραμανλής ξεκίνησε ως ο νέος και δυναμικός ηγέτης, που, ενώ μπήκε στον πολιτικό στίβο για να ανανεώσει την πολιτική και να επανιδρύσει το κράτος, παρέδωσε τελικά ένα υπερχρεωμένο, εξευτελισμένο και ξεχαρβαλωμένο κράτος. Που ανέλαβε την πρωθυπουργία σε μια στιγμή κορύφωσης της εθνικής αυτοπεποίθησης, για να την παραδώσει στην απαρχή μιας απίστευτα σκληρής δοκιμασίας. Που αντί να εκτοξεύσει τη χώρα χάρη στη μεγάλη παρακαταθήκη που κληρονόμησε, την προσγείωσε με τον πιο ανώμαλο τρόπο. Και που αντί να μιλήσει για όλα αυτά, επέλεξε να σιωπήσει.
Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια μια προεκλογική αφίσα του Κωνσταντίνου Καραμανλή από τις εκλογές του 1977 με τη φωτογραφία του και τη φράση «Παρέλαβε Χάος, Eφτιαξε Κράτος». Για τον Κώστα Καραμανλή θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί το αντίθετο.
*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.