Στις 5 Μαρτίου 2015 η Κλερ Πούλεϊ ξεκίνησε ένα μπλογκ που έμελλε να της αλλάξει τη ζωή με περισσότερους τρόπους από ό,τι στόχευε αρχικά. «Μέχρι πριν από τρεις ημέρες, κανείς δεν ήξερε πόσο πολύ έπινα. Ούτε καν εγώ ήξερα πόσο πολύ έπινα. Επιφανειακά η ζωή μου έμοιαζε εντελώς υπό έλεγχο. Δεν ήμουν ποτέ ντροπιαστικά μεθυσμένη. Δεν έκανα ποτέ εμετό. Δεν είχα καν λιποθυμήσει, ποτέ. Τα παιδιά μου ήταν πάντα στην ώρα τους στο σχολείο. […] Μαγείρευα υγιεινά, μαμαδίσια γεύματα. Το σπίτι μου ήταν πάντα καθαρό και τακτοποιημένο. Κάτω από όλα αυτά όμως πνιγόμουν σε μια θάλασσα από κρασί», έγραψε στο πρώτο της ποστ. Ηταν τότε 45 ετών, επιτυχημένο στέλεχος της διαφημιστικής αγοράς, και, όπως συνειδητοποιούσε, αλκοολική. Είχε φτάσει να πίνει έως και δύο μπουκάλια κρασί την ημέρα.
«Ντρεπόμουν τόσο πολύ για αυτό που μου είχε συμβεί που δεν μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για αυτό. Ηξερα όμως ότι έπρεπε κάπως να ξαλαφρώνω από αυτό που περνούσα, οπότε η θεραπεία μου ήταν να γράψω», μου είπε όταν τη συνάντησα στην Αθήνα για την παρουσίαση του τρίτου της βιβλίου, «Οι επιβάτες της αποβάθρας 5», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, και κάναμε μαζί μια αναδρομή στην πορεία της.
«Σπούδασα οικονομικά στο Κέμπριτζ, αλλά το να διαβάζω και να γράφω ήταν πάντα το πάθος μου, το καταφύγιό μου και η απόδρασή μου». Ξεκίνησε να γράφει στο μπλογκ της, το Mommy Was A Secret Drinker, καθημερινά. «Εγραφα για το τι μου συνέβαινε, τι περνούσα, πώς αισθανόμουν, για το αλκοόλ και τον εθισμό». Σύντομα το μπλογκ της απέκτησε τεράστια αναγνωσιμότητα, εκατοντάδες χιλιάδες αναγνώστες σε όλο τον κόσμο – σήμερα έχει φτάσει τα 3 εκατομμύρια αναγνώστες. Αποφάσισε λοιπόν να το μετατρέψει σε βιβλίο, με τον τίτλο «The Sober Diaries», που κυκλοφόρησε το 2018 και σημείωσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. «Μέχρι τότε πια το γράψιμο ήταν ο νέος εθισμός μου – όταν δεν έγραφα αισθανόμουν νευρική. Χρειαζόμουν να γράφω και έτσι άρχισα να γράφω μυθιστορήματα».
Γράφοντας στο μυαλό
Το δεύτερο βιβλίο της, «Το πράσινο σημειωματάριο», κυκλοφόρησε το 2020, στην αρχή της πανδημίας. «Ηταν μια ιδέα που στριφογύριζε στο μυαλό μου για κάποιο καιρό πριν αρχίσω να το γράφω. Πέρασα μια φάση τρομερής αϋπνίας. Τότε διαπίστωσα ότι το να γράφω ιστορίες στο μυαλό μου, τη νύχτα, ήταν ένας καλός τρόπος να σταματώ να ανησυχώ για τη ζωή μου, κάτι που με κρατούσε ξύπνια το βράδυ. Το “Πράσινο σημειωματάριο” λοιπόν το έγραψα στο κεφάλι μου, στη μέση της νύχτας, καθώς προσπαθούσα επί μήνες να κοιμηθώ».
Στο βιβλίο, ένας εκκεντρικός ζωγράφος αφήνει σε ένα καφέ ένα πράσινο σημειωματάριο όπου έχει μοιραστεί την αλήθεια για τη ζωή του και καλεί όποιον το βρει να κάνει το ίδιο. Την ιδέα για την πλοκή την έδωσε και πάλι η δική της ιστορία. «Αν όταν άρχισα να γράφω την αλήθεια για μένα στο μπλογκ μου, έβλεπε κανείς τη ζωή μου στα σόσιαλ μίντια, έμοιαζε τέλεια. Είχα ευτυχισμένα παιδιά, καλό γάμο, ζούσα σε ένα όμορφο σπίτι, αλλά η αλήθεια ήταν πολύ διαφορετική. Αρχισα λοιπόν να συνειδητοποιώ ότι όλοι κρύβουν κάτι. Οταν ξεκίνησα να γράφω στο μπλογκ, ήμουν ειλικρινής για πρώτη φορά και το ότι το έκανα αυτό άλλαξε εντελώς τη ζωή μου και τη ζωή πολλών ανθρώπων που το διάβασαν, γιατί τους βοήθησε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν ήταν μόνοι και ότι υπήρχε τρόπος να ξεπεράσουν τον εθισμό. Αρχισα λοιπόν να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν και άλλοι άνθρωποι έλεγαν την αλήθεια για τη ζωή τους».
Το τρίτο της βιβλίο, με τίτλο «Οι επιβάτες της αποβάθρας 5», γράφτηκε στη διάρκεια της πανδημίας. «Ημασταν τότε όλοι στα μικρά μας κουτιά», θυμάται, «και ένιωθα να μου λείπουν οι φίλοι, οι συγγενείς, αλλά και οι άγνωστοι, οι άνθρωποι με τους οποίους συνταξίδευα στο τρένο, με τους οποίους δεν είχα ποτέ ανταλλάξει ούτε βλέμμα, πόσο μάλλον λέξη – αυτός είναι κανόνας του τρένου στο Λονδίνο. Αρχισα λοιπόν να σκέφτομαι τι θα είχε γίνει αν είχα μιλήσει σε αυτούς τους ανθρώπους στο τρένο, σε τι περιπέτειες θα είχε οδηγήσει αυτό. Αυτό έδωσε την ιδέα για το βιβλίο».
Οι καλύτερες ιδέες, λέει, της έρχονται μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. «Εχω διαπιστώσει ότι τη στιγμή που ξυπνάς και είσαι μισοξύπνιος είσαι στο απόγειο της δημιουργικότητας. Ξυπνάω λοιπόν στις 5 και, πριν σηκωθώ από το κρεβάτι, στο σκοτάδι, σκέφτομαι τις επόμενες σκηνές του βιβλίου. Μετά κατεβαίνω στην κουζίνα –γιατί παρότι έφτιαξα έναν ωραίο χώρο για να γράφω, ακόμη γράφω στο τραπέζι της κουζίνας– και γράφω για 2-3 ώρες». Τώρα πια το γράψιμο, ομολογεί, είναι, εκτός από εθισμός, και η ψυχανάλυσή της. «Πάντα χρησιμοποιώ τη μυθοπλασία για να διατηρήσω την ψυχική μου υγεία, είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να απομακρύνεσαι από τον κόσμο για λίγο και να ζεις στη θέση κάποιου άλλου».