Σε σταυροδρόμι βρίσκεται αυτή την περίοδο η χώρα μας στη μακρά προσπάθεια να μειώσει τα ποσοστά των καπνιστών. Την εξαιρετικά θετική πορεία των προηγούμενων ετών, όταν οι νέοι Ελληνες σε μεγάλο ποσοστό γύρισαν την πλάτη στο τσιγάρο –βάζοντας τις βάσεις για περισσότερα υγιή χρόνια στη ζωή τους– και η χώρα έπαψε να είναι στην πρώτη θέση της Ε.Ε. στα ποσοστά των καπνιστών, φάνηκε να κλόνισε η πανδημία. Η επιστροφή στην κανονικότητα συνοδεύθηκε με χαλάρωση στην τήρηση των μέτρων στη διασκέδαση, γεγονός που ανέδειξε πριν από λίγα 24ωρα ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης με την επιβολή προστίμου σε νυχτερινό κέντρο, μετά την ανάρτηση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης γνωστού θαμώνα που κάπνιζε.
Η συνολική εικόνα, ωστόσο, παραμένει καλή. Οπως ανέφερε στην «Κ» η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, «η νοοτροπία των πολιτών έχει αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό σε ό,τι αφορά το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να “περάσει” και στη νυχτερινή διασκέδαση, αυτό που έχει αποδεχθεί ο κόσμος και δεν καπνίζει σε όλους τους άλλους δημόσιους κλειστούς χώρους». Το υπουργείο Υγείας στοχεύει κυρίως στο κομμάτι της πρόληψης του καπνίσματος – ιδιαίτερα στις νεότερες ηλικίες. Στο πλαίσιο του προγράμματος για τη Δημόσια Υγεία «Σπύρος Δοξιάδης», η γενική γραμματεία Δημόσιας Υγείας του υπουργείου σε συνεργασία με την επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τη διακοπή του καπνίσματος, σχεδιάζει την υλοποίηση παρεμβάσεων που θα εστιάσουν σε χώρους όπου βρίσκονται νέοι (εκπαιδευτικά ιδρύματα, χώροι εργασίας), ώστε να διαμορφωθεί η πρώτη γενιά Ελλήνων που δεν θα καπνίζει. Το υπουργείο θα εστιάσει επίσης και στην αύξηση της προσβασιμότητας στη διαδικασία διακοπής του καπνίσματος.
Τα βήματα προόδου στη μείωση του καπνίσματος κυρίως στους νέους πιστοποιούνται και από τα στοιχεία, που κατατάσσουν την Ελλάδα από πρώτη σε ποσοστό καπνιστών στην Ε.Ε. το 2010, στην τρίτη θέση μαζί με την Ουγγαρία εννέα χρόνια μετά. Ακόμη και οι σοβαρές ενδείξεις για μικρή «ανάκαμψη» του ποσοστού των καπνιστών μετά την καραντίνα φαίνεται να μην αφορά τις μικρές ηλικίες, που συνεχίζουν να θεωρούν το κάπνισμα «εκτός μόδας». Οι εκτιμήσεις των ειδικών, πάντως, είναι ότι όσο θα μειώνεται η απειλή της COVID-19 τόσο θα επιστρέφουν οι Ελληνες στην επιλογή της διακοπής του καπνίσματος, που επικράτησε κι εδώ με καθυστέρηση σε σχέση με άλλες χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Ειδικότερα, στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ «Η υγεία με μια ματιά: Ευρώπη 2022», για πρώτη φορά οι Ελληνες δεν βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της λίστας των χωρών της Ε.Ε. με τους περισσότερους καπνιστές. Σύμφωνα με την έκθεση (δεδομένα του 2019), το 25% των Ελλήνων καπνίζει σε καθημερινή βάση, τη στιγμή που στη Βουλγαρία το αντίστοιχο ποσοστό είναι 29%, στη Γαλλία 26% και στην Ουγγαρία επίσης 25%. Στον αντίποδα είναι οι Σουηδοί (10% καπνιστές), Φινλανδοί (12%), Δανοί και Πορτογάλοι (14%). Η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών που μείωσαν σε σημαντικό βαθμό (περισσότερες από 7 ποσοστιαίες μονάδες) την επίπτωση του καπνίσματος στον πληθυσμό το διάστημα 2010-2019. Κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. η μείωση ήταν περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες (από 23% σε 19%). Στους νεαρούς Ελληνες ηλικίας 15-16 ετών η εικόνα είναι καλύτερη, αφού μόνο το 15% δηλώνει ότι έχει καπνίσει τουλάχιστον μία φορά τις τελευταίες 30 ημέρες (19η θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε.).
Ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, Γιάννης Τούντας, αναφέρει στην «Κ» τρεις λόγους που οδήγησαν στη μείωση τα ποσοστά των καπνιστών που παρατηρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Οπως επισημαίνει, «το 2006 η αντικαπνιστική νομοθεσία, παρότι δεν τηρήθηκε όπως θα έπρεπε, βοήθησε στο να δημιουργηθεί αντικαπνιστικό κλίμα. Εν συνεχεία εφαρμόστηκαν εντατικά προγράμματα πρόληψης του καπνίσματος στα σχολεία, που οδήγησαν στη μείωση του καπνίσματος στις μικρές ηλικίες. Επιπλέον, πάντα στην Ελλάδα έρχεται με καθυστέρηση τουλάχιστον 10-20 ετών ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Ετσι, η κουλτούρα του πιο υγιεινού τρόπου ζωής που ξεκίνησε με ένταση τη δεκαετία του ’90 σε άλλες χώρες, έφθασε και σε εμάς. Ενας τρίτος λόγος ήταν και η μείωση των εισοδημάτων λόγω της οικονομικής κρίσης».
Για πρώτη φορά, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα δεν είναι πρώτη σε καπνιστές στην Ε.Ε.
Η θετική πορεία ανακόπηκε με την πανδημία, καθώς υπάρχουν ενδείξεις για μικρή αύξηση των καπνιστών. Σύμφωνα με τη μελέτη Hellas Health VIII του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 2021, καπνιστές σε καθημερινή βάση δήλωναν 31%. Στην προηγούμενη έρευνα του Ινστιτούτου το 2017, που διεξήχθη με την ίδια μεθοδολογία, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 29%. Σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, Παρασκευή Κατσαούνου, το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από μελέτες μεταξύ γιατρών και νοσηλευτών, όπου φαίνεται ότι έχει αυξηθεί τα τελευταία δύο χρόνια το ποσοστό των καπνιστών. Επιπλέον υπάρχουν ενδείξεις για αύξηση της χρήσης ηλεκτρονικού και θερμαινόμενου τσιγάρου. «Το μόνο καλό είναι ότι σε νεαρές ηλικίες δεν φαίνεται να έχει αυξηθεί το κάπνισμα», σημειώνει η κ. Κατσαούνου.
Μια λάθος εντύπωση
«Στη συνείδηση των πολιτών ο κίνδυνος της COVID-19 πήρε την πρώτη θέση και υποχώρησε ο κίνδυνος στην υγεία από το κάπνισμα», εξηγεί ο κ. Τούντας και συνεχίζει: «Επιπλέον, το άγχος που προκάλεσε ένα γεγονός όπως η πανδημία, ώθησε κάποιους –που έχουν τη λανθασμένη εντύπωση ότι το κάπνισμα διώχνει το άγχος– στο τσιγάρο. Είναι κάτι που το βλέπουμε σε περιόδους με σοβαρά στρεσογόνα γεγονότα. Παράλληλα, ο εγκλεισμός και ο φόβος πολλών να απευθυνθούν εν μέσω πανδημίας σε μονάδες υγείας, τους κράτησε μακριά από τα ιατρεία διακοπής του καπνίσματος».
Ο κ. Τούντας εκτιμά ότι «μόλις περάσει η περίοδος απειλής της COVID-19, ή όσο θα μειώνεται αυτή η απειλή, θα μπούμε ξανά στην πορεία μείωσης του καπνίσματος». Εάν τελικά η τάση μείωσης του καπνίσματος επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα, τα αποτελέσματά της στους δείκτες υγείας του πληθυσμού και κυρίως στην επίπτωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων και του καρκίνου θα φανούν σε βάθος χρόνου. Πιο άμεσα θα είναι τα ευνοϊκά αποτελέσματα στη φυσική κατάσταση, στο αναπνευστικό σύστημα, καθώς και το πόσο πιο καλή θα είναι η άμυνά μας στις ιώσεις. «Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κάπνισμα, οι νεότερες γενιές ξεκινούν με καλύτερες προοπτικές για την υγεία τους», καταλήγει.