Iστορία με δύο «ηλιόλουστες Σιβηρίες»

1 year ago 115

Η πρώτη ταινία της «χρυσής εποχής» του Χόλιγουντ που έκανε εντύπωση στον Αντονι Μάρα ήταν η «Καζαμπλάνκα», του 1942. Ο σκηνοθέτης της –ο Μάικλ Κέρτιζ– ήταν Ούγγρος εβραϊκής καταγωγής που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική του Μεσοπολέμου, ενώ οι σεναριογράφοι της –οι Τζούλιους και Φίλιπ Επσταϊν και ο Χάουαρντ Κοχ– ήταν Αμερικανοεβραίοι που είχαν γεννηθεί στη Νέα Υόρκη. Τίποτε από όλα αυτά δεν ήταν εξαρχής γνωστό στον Αντονι Μάρα, ο οποίος είδε την ταινία ως έφηβος στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Τότε είχε διαπιστώσει απλώς ότι μερικές από τις ατάκες των ηρώων τού ήταν ήδη γνωστές, καθώς είχαν περάσει στην καθομιλουμένη. «Αργότερα, αυτό που μου προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στην “Καζαμπλάνκα”», μας λέει σήμερα ο συγγραφέας, «ήταν το γεγονός ότι επρόκειτο για μια ταινία φτιαγμένη από και για Ευρωπαίους πρόσφυγες, η οποία, περισσότερο από κάθε άλλη εκείνη την εποχή, ήρθε να καθορίσει το πώς οι Αμερικανοί σκέφτονταν τον εαυτό τους».

Στο τελευταίο βιβλίο του, «Η Mercury παρουσιάζει», ο Μάρα καταπιάνεται με αυτά ακριβώς τα θέματα. Πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι η Ιταλίδα Μαρία Λαγκάνα, η οποία μαζί με τη μητέρα της έχει καταφτάσει στις ΗΠΑ ως φυγάς από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι και εργάζεται ως παραγωγός στη Mercury Pictures, ένα καταχρεωμένο κινηματογραφικό στούντιο του Λος Αντζελες. Λόγω ενός παιδικού της παραπτώματος, ο πατέρας της Μαρίας, ακτιβιστής δικηγόρος, έχει καταδικαστεί από τους φασίστες σε εξορία (ή αλλιώς σε «confino») σε ένα χωριό της Καλαβρίας και όσο εκείνος προσπαθεί να διατηρήσει την επικοινωνία με την κόρη του κι έπειτα να δραπετεύσει, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επίκειται, ξεσπάει και κλιμακώνεται. Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, το αφεντικό της Mercury Pictures, ο μεσήλικας νάρκισσος Αρτι Φέλντμαν, συνεργάζεται με την αμερικανική κυβέρνηση στην παραγωγή ταινιών πολεμικής προπαγάνδας, προκειμένου να διαγράψει από τις σκοτούρες του το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας. Και ο Μάρα φιλοτεχνεί ένα μυθιστόρημα που αποτίνει φόρο τιμής στους Ευρωπαίους εμιγκρέδες των ΗΠΑ, στη «χρυσή εποχή» του Χόλιγουντ και στη δυνατότητα του σινεμά να παράγει ελπίδες και ψευδαισθήσεις.

«Ενα από τα πιο ωραία πράγματα όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα για το Χόλιγουντ, είναι ότι μπορείς να κάθεσαι και να βλέπεις παλιές ταινίες και αυτό να το αποκαλείς έρευνα», μας λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Αντονι Μάρα. Η συγγραφή του βιβλίου, βέβαια, δεν βασίστηκε μόνο σε απολαυστικές κινηματογραφικές προβολές. Ο 38χρονος συγγραφέας ζούσε ο ίδιος στο Λος Αντζελες, η σύζυγός του κατάγεται από εκεί, αλλά για ένα διάστημα ταλαντευόταν ανάμεσα σε μια ιστορία που θα διαδραματίζεται στο Χόλιγουντ και σε μία με φόντο τη νότια Ιταλία. «Τα πράγματα τελικά συνδυάστηκαν όταν με τη σύζυγό μου κάναμε ένα ταξίδι στο Λίπαρι, ένα μικρό νησί έξω από τη Σικελία, από όπου μετανάστευσε η οικογένεια της προγιαγιάς μου», λέει ο Μάρα. «Είναι ένα εκπληκτικό μέρος, κομμάτι συμπλέγματος μικροσκοπικών, ηφαιστειογενών νησιών με υπέροχα τοπία και εντυπωσιακές παραλίες. Μία από τις τελευταίες μας ημέρες εκεί, παρατηρήσαμε μια μικρή πλακέτα, τοποθετημένη ψηλά, σε έναν τοίχο γεμάτο κληματαριές. Η πλακέτα μνημόνευε τους αντιφασίστες καλλιτέχνες και διανοούμενους που είχαν εξοριστεί στο Λίπαρι από τον Μουσολίνι. Δεν είχα ακούσει ποτέ γι’ αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας του νησιού και δυσκολευόμουν να φανταστώ ότι αυτός ο νησιωτικός παράδεισος ήταν κάποτε το Αλκατράζ του Μουσολίνι. Eμαθα επίσης ότι κάποιοι Γερμανοί και Αυστριακοί πρόσφυγες περιέγραφαν το Λος Aντζελες ως “ηλιόλουστη Σιβηρία” και σκέφτηκα ότι ο ίδιος όρος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για το Λίπαρι. Συνειδητοποίησα ότι το μυθιστόρημα για το Λος Aντζελες και το μυθιστόρημα για την Ιταλία δεν ήταν διαφορετικά βιβλία, αλλά τα δύο μέρη ενός άλλου, το οποίο θα αφηγούνταν μια ιστορία με δύο “ηλιόλουστες Σιβηρίες”, στις δύο άκρες του κόσμου, και με μια οικογένεια μοιρασμένη ανάμεσά τους».

H λογοκρισία

Η πρωταγωνίστρια, Μαρία Λαγκάνα, έχει να κρατήσει μία επιπλέον ισορροπία: πρέπει να οργανώσει τις παραγωγές της Mercury Pictures, αποφεύγοντας τις συμπληγάδες του «Κώδικα Παραγωγής», της αμερικανικής υπηρεσίας λογοκρισίας ταινιών, που εφαρμοζόταν από το 1931 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Το αφεντικό της, Αρτι Φέλντμαν, πιστεύει ότι η υφισταμένη του θα ανταποκριθεί στο εγχείρημα, λόγω της εμπειρίας που έχει αποκτήσει στέλνοντας επιστολές στον εξόριστο πατέρα της, οι οποίες διαβάζονται εξονυχιστικά από τις ιταλικές αρχές. «Μέσα από αυτήν την εμπειρία, η Μαρία μαθαίνει να χρησιμοποιεί υπονοούμενα και υπαινιγμούς για να αποφύγει τη λογοκρισία που κυριαρχούσε στο Χόλιγουντ εκείνη την περίοδο», εξηγεί ο Μάρα και συμπληρώνει: «Αν έχετε παρακολουθήσει μια παλιά αμερικανική ταινία και έχετε αναρωτηθεί γιατί τα ζευγάρια ευτυχισμένων γάμων κοιμούνται σε χωριστά κρεβάτια, είναι επειδή αυτό επέβαλλαν οι λογοκριτές του Χόλιγουντ. Μερικές από τις καλύτερες ταινίες της εποχής γράφτηκαν από Ευρωπαίους εμιγκρέδες, όπως ο Μπίλι Γουάιλντερ, οι οποίοι αξιοποίησαν τις προσωπικές εμπειρίες τους προκειμένου να βγάλουν άκρη με τους μηχανισμούς καταστολής και τη λογοκρισία».

Η ζωή είναι ουσιαστικά ένα παράλογο εγχείρημα, και ο παραλογισμός εκφράζεται πιο εύγλωττα μέσω της κωμωδίας.

Αν όμως η λογοκρισία δεν έλειπε ούτε από το Χόλιγουντ, αν εκείνη την περίοδο ίσχυε για τις ΗΠΑ αυτό που επισημαίνει σε κάποιο σημείο του «Η Mercury παρουσιάζει» ένας άλλος Ιταλός μετανάστης, ο Βίνσεντ Κορτέζε (ο οποίος φτάνει στο Λος Αντζελες και διαπιστώνει ότι «ταξιδεύεις από τη μία άκρη του κόσμου στη άλλη, για να καταλήξεις πάλι σε confino»), μήπως τέτοιες πρακτικές ήταν τότε κοινός τόπος για όλες τις εμπόλεμες εξουσίες; «Στην αμερικανική κουλτούρα αισθανόμαστε μεγάλη υπερηφάνεια για τον ρόλο μας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», αποκρίνεται ο Μάρα και συνεχίζει: «Ιδιαίτερα με δεδομένο ότι έκτοτε έχουμε υποκινήσει τόσο πολλές καταστροφικές συγκρούσεις σε άλλες χώρες, νιώθουμε ικανοποίηση για το γεγονός ότι τουλάχιστον στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήμαστε στην πλευρά των αγγέλων. Και ενώ αυτό είναι αλήθεια, νομίζω επίσης ότι συσκοτίζει τους τρόπους με τους οποίους πολιτικοί παράγοντες των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τον πόλεμο σαν δικαιολογία για να εμπλακούν σε πολιτικές πρακτικές που θυμίζουν δυσάρεστα εκείνες της Γερμανίας και της Ιταλίας την ίδια περίοδο, είτε επρόκειτο για τη μεταφορά των Αμερικανογιαπωνέζων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε για τον αυστηρό περιορισμό των ελευθεριών των Ευρωπαίων προσφύγων. Μία από τις αντιφάσεις που τροφοδοτούν το μυθιστόρημά μου είναι το γεγονός ότι στη διάρκεια του πολέμου οι Ευρωπαίοι εμιγκρέδες αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του αμερικανικού μηχανισμού κινηματογραφικής προπαγάνδας, παρόλο που, καθώς προέρχονταν από τις χώρες του Αξονα, στερούνταν τα ίδια τα δικαιώματα και τις οικουμενικές ελευθερίες που υπερασπίζονταν οι ταινίες τους».

Η μετανάστευση, η ξενοφοβία, η τέχνη, η προπαγάνδα, οι ηρωισμοί και οι συμβιβασμοί των ανθρώπων προσεγγίζονται από τον Αντονι Μάρα με φαντασία, οξυδέρκεια, τρυφερότητα, αλλά και με χιούμορ. Ποια η σημασία του για τον συγγραφέα; «Ως αναγνώστης, γίνομαι συχνά ανυπόμονος με τα μυθιστορήματα από τα οποία το χιούμορ απουσιάζει», απαντά. «Συνήθως δεν μου φαίνονται πολύ ρεαλιστικά. Η ζωή είναι ουσιαστικά ένα παράλογο εγχείρημα και ο παραλογισμός εκφράζεται πιο εύγλωττα μέσω της κωμωδίας. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος βρίσκονται συχνά σε παράλογες καταστάσεις – για παράδειγμα, ένας Γερμανοεβραίος πρόσφυγας ηθοποιός, ο οποίος, στο Χόλιγουντ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν μπορεί να βρει άλλη δουλειά εκτός από το να υποδυθεί τους ίδιους τους ναζί από τους οποίους νόμιζε ότι είχε ξεφύγει. Γι’ αυτούς τους χαρακτήρες, το χιούμορ είναι ένα μέσο για να προσπαθήσουν να κατανοήσουν το ακατανόητο. Επίσης, είναι ένα εργαλείο χρήσιμο για κάθε συγγραφέα. Ξεφουσκώνει τη συγγραφική υπεροψία. Καταργεί τον χώρο ανάμεσα στον αναγνώστη και στον χαρακτήρα. Προσπαθώ να κινούμαι σε όλο το φάσμα του πληκτρολογίου, ώστε να δίνω στο βιβλίο το μεγαλύτερο δυνατό συναισθηματικό εύρος».

Η Μαρία είναι ανθεκτική, φιλόδοξη, με μια γοητευτική αψηφισιά – «φανταστείτε τον χαρακτήρα της Ρόζαλιντ Ράσελ στο “His Girl Friday” του Χάουαρντ Χοκς, μόνο που είναι λίγο πιο πνευματώδης και πολύ πιο Ιταλίδα», λέει ο Αντονι Μάρα. Εκτός βέβαια από την ομοιότητα της Μαρίας με την πρωταγωνίστρια του «His Girl Friday», ολόκληρο το μυθιστόρημα του Μάρα έχει κάτι παραπάνω από αρκετές κινηματογραφικές αναφορές. «Εγραψα τα κεφάλαια του “Η Mercury παρουσιάζει” έχοντας κάθε φορά ως μοντέλο και κάποιο διαφορετικό κινηματογραφικό είδος το οποίο ήταν δημοφιλές τη δεκαετία του ’40 – από τις κωμωδίες σκρούμπολ μέχρι τα φιλμ νουάρ και τις πολεμικές ταινίες. Μία από τις απολαύσεις του να γράφεις ένα μυθιστόρημα γι’ αυτόν τον κόσμο, είναι το να αντλείς από τα εκφραστικά του μέσα και να τα ανατρέπεις», λέει ο συγγραφέας.

Iστορία με δύο «ηλιόλουστες Σιβηρίες»-1

Σινεμά και τηλεόραση

Πιστεύει άραγε ότι το σινεμά, αλλά και η τηλεόραση, έχουν αλλάξει τον τρόπο που οι μυθιστοριογράφοι αφηγούνται τις ιστορίες τους; «Για δεκαετίες, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση επηρέαζαν τη λογοτεχνία περισσότερο από ό,τι τους επηρέαζε εκείνη», παρατηρεί ο συγγραφέας. «Το σινεμά, πιο πολύ από οποιαδήποτε άλλη πολιτιστική δύναμη, αναδιαμόρφωσε τον τρόπο με τον οποίο οι συγγραφείς προσέγγιζαν τις σκηνές, τους διαλόγους, τον ρυθμό της αφήγησης. Μία από τις ενδιαφέρουσες τάσεις της τελευταίας εικοσαετίας είναι η τηλεόραση υψηλού επιπέδου, η οποία δανείζεται από τις παραδόσεις του μυθιστορήματος, με τα επεισόδια να λειτουργούν σαν κεφάλαια μεγαλύτερων αφηγηματικών κύκλων. Για μεγάλο διάστημα, οι συγγραφείς ήθελαν τα μυθιστορήματά τους να είναι κινηματογραφικά. Τώρα, οι δημιουργοί του Netflix θέλουν οι σειρές τους να είναι μυθιστορηματικές».

Και τι γνώμη έχει ο Μάρα, που έχει ζήσει στην Ανατολική Ευρώπη και έχει γράψει δύο βιβλία τα οποία διαδραματίζονται στην Τσετσενία («Αστερισμός ζωτικών φαινομένων») και στη Σοβιετική Ενωση («Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο») για τον τρόπο που παρουσιάζεται ένας σύγχρονος πόλεμος, όπως εκείνος στην Ουκρανία; Είναι ο πρώτος που καλύπτεται τόσο εκτεταμένα από το Διαδίκτυο, με όσες συνέπειες μπορεί να έχει αυτό. «Κάθε νέα τεχνολογία –από το ραδιόφωνο μέχρι τον κινηματογράφο και το Twitter– δημιουργεί νέες ευκαιρίες στους προπαγανδιστές», καταλήγει ο συγγραφέας. «Αλλά αυτές οι τεχνολογίες προσφέρουν στους ανθρώπους και νέους τρόπους για να αντισταθούν στις μυθοπλασίες που διαδίδουν τα κράτη. Τα ψέματα που διαδίδει το Κρεμλίνο έχουν μεγαλύτερη εμβέλεια χάρη στο Διαδίκτυο, αλλά το Διαδίκτυο παρέχει και σε εκατομμύρια Ουκρανούς τη δυνατότητα να καταγράφουν και να μοιράζονται φωτογραφίες, βίντεο και μαρτυρίες. Αν και οι μάχες συνεχίζονται, η Ρωσία έχει ήδη χάσει τον πόλεμο της πληροφόρησης».

Read Original