Η πολιτισμική στροφή στην διεθνή ιστοριογραφία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανέδειξε πτυχές της καθημερινής ζωής ανώνυμων ανθρώπων, οι οποίες έως τότε παραγνωρίζονταν ως ανούσιες, σε βασικά ερευνητικά σημεία. Οι πτυχές αυτές, παρότι φαίνονται μικρές μπροστά στα μεγάλα διπλωματικά και στρατιωτικά γεγονότα, είναι σε θέση να μας δώσουν πληροφορίες που δεν θα βρεθούν σε επίσημες καταγραφές και δύσκολα θα αποτελέσουν θέμα κάποιας ιστορικής βιογραφίας.
Το βιβλίο «Τι να μαγείρευε η γιαγιά Ζαχαρένια;» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Περίπλους συνδυάζει τα βασικά ενδιαφέροντα της πολιτισμικές ιστορίας με την προσωπική αναρώτηση του συγγραφέα και ιστορικού, Στέλιου Καραγιαννόπουλου, σχετικά με το διαιτολόγιο των προγόνων του από την Πόλη. Η μελέτη, με άξονα παρατήρησης τις μαγειρικές συνήθειες της Πόλης ανασυνθέτει ένα κομμάτι της λαϊκής καθημερινότητας της Κωνσταντινούπολης από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου.
Καθώς η προετοιμασία των γευμάτων και η ενασχόληση με τις διατροφικές επιλογές παραδοσιακά αντιστοιχούσε σε μεγάλο μέρος της καθημερινότητας της ελληνικής πολίτικης κοινότητας, η καταγραφή των φαγητών και των ιδιαίτερων παρασκευών της δίνει στον αναγνώστη μια σημαντική και, λίγο ως πολύ, άγνωστη δέσμη πληροφοριών για την ζωή των Ελλήνων της Πόλης.
Όμως, η απόκτηση αυτών των πληροφοριών από τον αναγνώστη δεν προϋποθέτει κανέναν κόπο, όπως αυτός που θα κατέβαλε κάποιος για να παρακολουθήσει ένα μάθημα ιστορίας. Το «Τι να μαγείρευε η γιαγιά Ζαχαρένα;» είναι μια μικρή σπουδή, τεκμηριωμένη αλλά και γραμμένη ξένοιαστα και κάπως αναπάντεχα για ιστορικό δοκίμιο. Χωρίς το βάρος της ακαδημαϊκής συγγραφής, ο συγγραφέας διηγείται «ιστορίες από τις κουζίνες της Κωνσταντινούπολης», όπως μας ενημερώνει ο υπότιτλος του βιβλίου.
Από την περιπλάνηση στις αγορές και τα παζάρια της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα με σκοπό τα καθημερινά ψώνια, έως τα βιβλία μαγειρικής, τις συνταγές στον Τύπο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και τις αναφορές της μυθιστορηματικής «Λωξάντρας», παρουσιάζονται ψηφίδες, οι οποίες καταναλώνονται σαν ανεξάρτητες πληροφορίες- σαν να κοιτάζουμε από ανοικτή πόρτα μια σπιτική κουζίνα εν ώρα μαγειρέματος- ενώ την ίδια στιγμή αθροίζονται και σχηματίζουν ένα μωσαϊκό εμπειριών καθημερινότητας, πολιτισμικών επιλογών και κοινωνικής-ταξικής πραγματικότητας.
«(…) Το μήνυμα που στέλνει το περίτεχνο γλυκό τριαντάφυλλο σερβιρισμένο με κρυστάλλινο πιατάκι μαζί με ασημοποίκιλτο κουταλάκι είναι καλυμμένο, αλλά ξεκάθαρο: Σε αυτό το σπίτι έχουμε την οικονομική άνεση και τον χρόνο για να το φτιάξουμε, επομένως διεκδικούν και την αναγνώριση της αντίστοιχη κοινωνικής θέσης;», γράφει ο συγγραφέας σχολιάζοντας τις παρασκευές των γλυκών του κουταλιού αλλά και τον τρόπο σερβιρίσματός τους.
Το περιεχόμενο της έρευνας του Στ. Καραγιαννόπουλου φωτίζει και μία πτυχή της σύγχρονης πολιτισμικής μας πραγματικότητας. Η παράδοση της πολίτικης κουζίνας αποτελεί βασικό προγονικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ελληνικής μαγειρικής∙ μια από τις βασικότερες «ρίζες» της, στην οποία μαζί με τα μπαχάρια της ανατολής «ακούγονται» συνήθως και νότες νοσταλγίας για τις «χαμένες πατρίδες». Στις σελίδες του βιβλίου βλέπουμε το πως συγκροτήθηκε το σώμα αυτού που αποκαλούμε πολίτικη μαγειρική και μαθαίνουμε για επιρροές στις οποίες εκτέθηκε, όπως οι δυτικές διατροφικές συνήθειες και ο εξαστισμός των διάφορων πληθυσμών της Πόλης. Πρόκειται για καταγραφές που βρίσκονται στο DNA του δικού μας, σημερινού διαιτολογίου και των πρακτικών διατροφής μας.
Στα συμπεράσματα ο συγγραφέας απαντά στο ερώτημα του τίτλου, το οποίο, τελικά, δεν είναι ρητορικό. Με βάση την έρευνα, στο καταληκτικό αυτό μέρος του βιβλίου περιγράφεται μια σειρά από φαγητά, γλυκά, κεράσματα και εδέσματα που έφτιαχναν οι Έλληνες κάτοικοι της Πόλης Σε αυτή την απαρίθμηση η μικροϊστορία των προγόνων του Στ. Καραγιαννόπουλου συναντά τα ευρήματα της μελέτης του, θυμίζοντας στον αναγνώστη ότι δεν πρόκειται για ένα τυπικό βιβλίο ιστορίας. Η εντύπωση αυτή μάλιστα τονώνεται ακόμη περισσότερο στις τελευταίες σελίδες, όπου ανθολογούνται κωνσταντινουπολίτικες συνταγές της εποχής, κατάλληλα δοσμένες ώστε να εκτελεστούν από τον αναγνώστη.
Είναι μια μικρή και παιγνιώδης ανταμοιβή για εκείνους που συνδυάζουν την φιλομάθεια με την γαστριμαργική περιέργεια και που είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν ότι η συγγραφή της Ιστορίας είναι πρώτα και κύρια κάτι πολύ προσωπικό.