Οταν αυτοκτόνησε ο Ριουνόσουκε Ακουταγκάουα, ο Οσάμου Νταζάι κόντεψε να παρατήσει το γράψιμο. Από τη στιγμή που είχε πεθάνει ο πατέρας της ιαπωνικής διηγηματογραφίας –ή η μητέρα, θα έλεγε κανείς σήμερα–, ο Νταζάι θεώρησε πως η αλυσίδα έπρεπε να σπάσει. Oμως συνέχισε, για να φτάσει στο τελευταίο ολοκληρωμένο του μυθιστόρημα, το «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Gutenberg, 2022). Δημοσιεύτηκε σε τρεις συνέχειες, σε κάποιο περιοδικό, το καλοκαίρι που αφαίρεσε τη ζωή του. Oπως ακριβώς το είδωλό του.
Με τον Νταζάι συμβαίνει το εξής αξιοπερίεργο: όσο προχωράει στην κόλαση τόσο εξαϋλώνεται. Εξατμίζεται. Οσο επισκέπτεται όλα τα επίπεδα εξαθλίωσης (μια πορεία από τη συστολή, στο αλκοόλ και στη μορφίνη) τόσο πιο επιπόλαια χάνει το λίπος, το δέρμα του. Ξεφλουδίζεται. Γίνεται ένα κόκαλο που περιφέρεται στο Τόκιο. Περισσότερο ανθρώπινος από ποτέ. Το Τόκιο είναι η κόλαση, και ο σωστός τίτλος του μυθιστορήματος θα ήταν: «Ημουν πια άνθρωπος».
Η ζωή έχει τρία στάδια. Παιδική ηλικία, εφηβεία, ενήλικη φάση. Δεν έχει άλλο. Μετά τα πράγματα επαναλαμβάνονται και ο Νταζάι δεν το αντέχει. Είναι σαν να διαγράφει κύκλους γύρω από ένα δέντρο μέχρι να πέσει ζαλισμένος στο έδαφος. Στριφογυρίζει γύρω από το ίδιο θέμα όπως οι αφηγητές στο «Ρασομόν» του Κουροσάβα, βασισμένο σε δύο διηγήματα του Ακουταγκάουα. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σε παραλλαγές μέσα από μια σειρά διαφορετικών καταθέσεων. Μόνο που εδώ ο Νταζάι είναι σαν να δίνει κατάθεση στον εαυτό του. Για τον έκλυτο βίο του. Για την παρακμή του. Για την κατάρρευσή του. Τίποτα όμως δεν είναι αλήθεια. Και τίποτα δεν είναι ψέμα.
«Ολοι οι συγγραφείς είναι αλήτες». Κι αν όχι όλοι, τουλάχιστον όσοι έχουμε πραγματικά ανάγκη.
Ο Νταζάι ήταν γόνος εύπορης οικογενείας, ένα ντροπαλό αγόρι που απελευθερώθηκε χάρη στο ποτό και στη λογοτεχνία. Πέρασε τη νιότη ξοδεύοντας τα χρήματά του σε ρούχα, αλκοόλ, βιβλία και οίκους ανοχής. Εγινε μαρξιστής. Παντρεύτηκε δύο φορές. Ηταν ερωτικά ασταθής. Κατηγορήθηκε για την αυτοκτονία της ερωμένης του και κατέληξε να είναι μορφινομανής. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα τριάντα εννέα. Ολα τα παραπάνω αποτυπώνονται στις 150 σελίδες του βιβλίου. Θα μπορούσε κανείς να τον κατατάξει πρόχειρα στους αυτοβιογραφικούς συγγραφείς. Ή στο λογοτεχνικό είδος που κυριαρχεί αυτήν την εποχή και είναι σημείο των καιρών μας: στην αυτομυθοπλασία. Ενα είδος που προέρχεται από μια δεξαμενή εγωισμού και φόβου. Μόνο που το «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» είναι ένα γραπτό αντιδραστικό. Είναι αντιμυθοπλασία. Γιατί όσο πιο αυτοβιογραφικό γίνεται, τόσο πιο πειθαρχημένα κατρακυλάει στη μυθοπλασία. Και το αντίστροφο. Ταυτόχρονα.
Ο Νταζάι ερμηνεύει την κοινωνία σαν ένα σύνολο από βακτήρια. Ο ένας μολύνει τον άλλον. Η μόλυνση εξαπλώνεται μέσα από την αγωνία, τον τρόμο του θανάτου, την απιστία, την έλλειψη κατανόησης. Καθώς προσπαθεί να συλλέξει τα βασικά συστατικά της, λες και προσπαθεί να ξύσει μ’ ένα μολύβι τον πάτο της, βουλιάζει και μολύνεται εξίσου. Υποκύπτει στο πρόγραμμά της. Κι όντας απόβλητος, ανήθικος, τρελός, μεταμορφώνεται επιτέλους σε άνθρωπο. Επειδή, για ν’ αναποδογυρίσω μια φράση του, καθώς παύει να σκέφτεται, καταλαβαίνει. Τούτο λοιπόν το μυθιστόρημα που μοιάζει να έχει βγει από την πιο κρυφή πλευρά μας, σκοτεινή μα αιμάτινη, μας υπενθυμίζει πως η κοινωνία είναι ένας ιός. Οπως η γλώσσα, το γράψιμο: «Κάτι μυστηριώδες υπάρχει στον πυθμένα της ανθρώπινης κοινωνίας».
Δεν είναι τυχαίο που το βιβλίο απέκτησε έναν τεράστιο κύκλο αναγνωστών κι εξακολουθεί να είναι ένα από τα ευπώλητα μυθιστορήματα στην Ιαπωνία, όπου ούτως ή άλλως είχε αγαπηθεί από την αρχή. Απέκτησε θαυμαστές, επηρέασε κόσμο. Εγινε φιλμ, μάνγκα, άνιμε. Πρόκειται για ένα βιβλίο που θυμίζει παράσιτο. Μάλιστα, στη χώρα μας, με την ιδιότροπη λογοτεχνική της παραγωγή, συνέβη το ανεξήγητο. Φέτος, μέσα σε λίγους μήνες, το αριστούργημα του Νταζάι, άγνωστο μέχρι πρόσφατα στο ελληνικό κοινό, μεταφράστηκε τρεις φορές και κυκλοφόρησε από ισάριθμους εκδοτικούς οίκους. Λες και ένας παλιός παγωμένος ιός, φυλαγμένος καλά από το ’48, απελευθερώθηκε στην ατμόσφαιρα και αποφάσισε να μας κατακτήσει. Ακόμα και η Πάτι Σμιθ είχε καταληφθεί από το πνεύμα του Νταζάι. Το ’83, μετά τη γέννηση του γιου της, είχε βυθιστεί στην ιαπωνική λογοτεχνία. Είχε διαμορφώσει μια μικρή αποθήκη, δίπλα στην κρεβατοκάμαρα, σε ησυχαστήριο, για να γράφει και να διαβάζει. Εκείνα τα χρόνια, που είχε αποσυρθεί από τη μουσική σκηνή για ν’ αφοσιωθεί στην οικογένειά της, ο Νταζάι και ο Ακουταγκάουα της έδωσαν εσωτερική συνοχή, κουράγιο. Το κουράγιο που δίνουν τα φαντάσματα: «Ο Ακουταγκάουα, καταραμένος από τη φύση, και ο Νταζάι που καταράστηκε τον ίδιο του τον εαυτό».
Μια νύχτα ονειρεύτηκε τους δυο Ιάπωνες. «Μη χάνεις τον χρόνο σου μαζί μας», είπαν ο Νταζάι και ο Ακουταγκάουα με μια φωνή, «δεν είμαστε παρά δυο αλήτες». «Ολοι οι συγγραφείς είναι αλήτες», μουρμούρισε η Πάτι μέσα στον ύπνο της. Κι αν όχι όλοι, τουλάχιστον όσοι έχουμε πραγματικά ανάγκη.