Λίγο παραπάνω από το Birdman, τη γιαπωνέζικη παμπ-χιτ με την υπογραφή του, o Άρης Βεζενές άνοιξε πριν λίγο καιρό το Ikigai. Το έψαξα λίγο. Το όνομά που έδωσε στο food market που έστησε πρόσφατα στην οδό Σκούφου σημαίνει κάτι που λειτουργεί ως σκοπός, λόγος ύπαρξης, ως κινητήριος δύναμη. Που οδηγεί σε μια αίσθηση πληρότητας. Μ’ αυτό το νέο μαγαζί ήθελε να μοιραστεί την αγάπη του για την ιαπωνική γευστική κουλτούρα, να προτρέψει τους Αθηναίους να την ψαχουλέψουν λίγο παραπάνω. Με το που μπαίνω πιάνω να περιεργάζομαι τα βαζάκια και τα μπουκαλάκια που είναι τακτοποιημένα στα ράφια –για τα πιο ψηλά χρειάζεται να πατήσω στις μύτες των ποδιών–, τα κρέατα στο μίνι κρεοπωλείο, τα σκεύη και τα αξεσουάρ μαγειρικής. Κάποια τα αναγνωρίζω. Κάποια όχι. Όλα έχουν ταμπελάκια με επεξηγήσεις: τι είναι τι, πώς αξιοποιείται. Προσθέτουν νέες λέξεις στο μαγειρικό σου λεξιλόγιο. Και πράγματα που μπορεί και να μην ήξερες ότι τα ήθελες σε βοηθάνε να τα βρεις.
Τοπίο προς εξερεύνηση
200 διαφορετικά προϊόντα έχουν βολευτεί σ’ αυτό τον χώρο που με πέντε βήματα από δω και πέντε από κει τον έχεις γυρίσει όλο, μια «συγκέντρωση» που δύσκολα βρίσκεις. Διατρέχοντας με το βλέμμα τις ραφιέρες σταματάς σε πακετάκια με φύκια kombu, νουντλς λεπτά σαν κλωστές (somen) και πιο χοντουλά (udon και soba), μείγματα για το πανάρισμα του κοτόπουλου, ρύζια για σούσι, λάδια, αρωματικά ξίδια, ντρέσινγκ, σάλτσες και αρτύματα – από παλαιωμένη soy sauce και σιρόπι από shiso, σε σάλτσα tonkatsu (με σόγια και λαχανικά) ή πικάντικο ψημένο σουσάμι με κίμτσι. Στο τραπέζι στο κέντρο του μαγαζιού είναι απλωμένα πολλά ακόμη: shichimi, το πιο γνωστό ιαπωνικό μείγμα μπαχαρικών, αλάτι με yuzu, κουτάκια με καραμελωμένο iyokan (το yuzu το μάθαμε, αλλά έχει κι άλλα εσπεριδοειδή η Ιαπωνία στα οποία δεν έχουμε εντρυφήσει), τρίφτες για wasabi και ξύστρες για katsuobushi, αποξηραμένη καπνιστή τονοπαλαμίδα δηλαδή, που οι Γιαπωνέζοι χρησιμοποιούν σε πολλές συνταγές, τσιμπίδες, κεραμικά και σκεύη μαγειρικής. Αν κοιτάξεις ακριβώς από πίσω θα δεις και ιαπωνικές ψησταριές σε διάφορα μεγέθη.
Διαβάστε τη συνέχεια στο gastronomos.gr