Οταν η Τζασίντα Αρντερν ανακοίνωσε την παραίτησή της, ο οπερατέρ Χρήστος Μόντες ήταν σε γύρισμα, οπότε έμαθε τα νέα μία ώρα αργότερα. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πως η κίνησή της ήταν απολύτως αναμενόμενη. «Πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος;» λέει στην «Κ» για την πίεση όχι μόνο από τη δουλειά, αλλά και από τις απειλές που δεχόταν το τελευταίο διάστημα. Η αμέσως επόμενη σκέψη που αναπόφευκτα έκανε ήταν πως έχασε την ευκαιρία να είναι παρούσα σε έναν ακόμη σταθμό της πολιτικής της διαδρομής. Ισως τον τελευταίο. Από το 2017, που η Αρντερν ανακηρύχθηκε αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, μέχρι και σήμερα, ο Μόντες την έχει ακολουθήσει σε κάποιες από τις σημαντικότερες στιγμές της και αφηγήθηκε στην «Κ» άγνωστες ιστορίες που εκτυλίχθηκαν πίσω από τις κάμερες.
Ο Μόντες μεγάλωσε στην Ελλάδα και μετανάστευσε στη Νέα Ζηλανδία, τόπο καταγωγής της μητέρας του, το 2010. Αρχικά έφτιαξε με τον αδελφό του μια εταιρεία εισαγωγών ελληνικών προϊόντων, αλλά γρήγορα (το 2014) αποφάσισε να επιστρέψει στο παλιό του επάγγελμα και ξεκίνησε να εργάζεται ως οπερατέρ σε ένα από τα μεγάλα κανάλια της χώρας. Ηταν εκεί και «τραβούσε» την Αρντερν όταν εκλέχθηκε επικεφαλής του Εργατικού Κόμματος. Μπορεί η 37χρονη τότε πολιτικός να ήταν ήδη στη Βουλή εννέα χρόνια (και πλέον να μην την μπέρδευαν για… γραμματέα βουλευτών), αλλά ακόμη θεωρείτο πολύ διαφορετική. Βασικά πολύ νέα, χωρίς σύζυγο ή παιδιά. Δεν ήταν όμως αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή του Μόντες εκείνες τις ημέρες. «Μου είχε κάνει εντύπωση ο τρόπος που μιλούσε. Παρότι ήταν ένα φρέσκο πολιτικό πρόσωπο, φαινόταν να κατέχει πραγματικά τα ζητήματα για τα οποία μιλούσε», εξηγεί σήμερα.
Στις εκλογές, δύο μήνες μετά, παρότι το κόμμα της βγήκε δεύτερο, κατάφερε να κάνει συμμαχία με το τρίτο κόμμα και να γίνει η νεότερη πρωθυπουργός της χώρας. «Εκεί πλέον όλοι έπαθαν Jasindamania», θυμάται ο Μόντες. Ηθελαν να μάθουν τα πάντα για εκείνη. Για την οικογένειά της (μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη ως μορμόνα και ο πατέρας της ήταν αστυνομικός). Για το πώς μπήκε στην πολιτική (έγινε εθελόντρια στο Εργατικό Κόμμα στα 17 της). Για τον σύντροφό της και το πώς γνωρίστηκαν (παρουσιαστής μιας εκπομπής για το ψάρεμα, είχε απευθυνθεί στο γραφείο της για ένα θέμα που τον απασχολούσε).
Τα επόμενα χρόνια ο Μόντες τη συνάντησε ξανά αρκετές φορές στο πλαίσιο συνεντεύξεων που έδινε. Ηταν πάντα ευγενική μαζί του και με τους συνεργάτες του, χαμογελαστή, χαλαρή, δεν ζητούσε ποτέ από τους δημοσιογράφους να δει από πριν τις ερωτήσεις. Θυμάται πως κάποια στιγμή θα ερχόταν στο δικό τους στούντιο για μια συνέντευξη και εκείνος, επειδή είχε ήδη στήσει τα φώτα και τις κάμερες, χάζευε από το παράθυρο. Από εκεί, είδε ξαφνικά να φθάνει το αυτοκίνητό της. Βγήκαν από αυτό η ίδια, η βοηθός της και ένα ακόμη άτομο. Και τότε είδε την πρωθυπουργό να μπαίνει μόνη της στο γειτονικό καφέ, ενώ οι άλλοι περίμεναν στον δρόμο μιλώντας. Λίγα λεπτά αργότερα βγήκε με καφέδες για τους συνεργάτες της και τσάι για την ίδια. «Σε μένα, που έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα παρακολουθώντας τους δικούς μας πολιτικούς, όλα αυτά μου φαίνονταν εντυπωσιακά. Ή μάλλον… διαστημικά», λέει γελώντας.
Τον Μάρτιο του 2019 ο Μόντες είχε ταξιδέψει στο Κράισττσερτς για λογαριασμό του BBC. Oι εικόνες της Αρντερν με μαύρο μαντίλι στο κεφάλι, ως ένδειξη σεβασμού στους νεκρούς μουσουλμάνους που έχασαν τη ζωή τους, είχαν τότε κάνει τον γύρο του κόσμου. «Ολοι ήμασταν συντετριμμένοι, αλλά νιώθαμε περήφανοι για τον τρόπο που το χειριζόταν. Το είχε πάρει πάνω της. Μας είχαν ειδοποιήσει πως θα μιλούσε μονάχα εκείνη από την πλευρά της κυβέρνησης. Με μια απίστευτη ανθρωπιά είχε καταφέρει το ακατόρθωτο: να μην απομονώσει το μουσουλμανικό στοιχείο, όπως είχε γίνει σε άλλες χώρες όπου είχαν γίνει αντίστοιχες επιθέσεις». Οι εικόνες που τη δείχνουν με συγγενείς των θυμάτων, να τους παίρνει αγκαλιά, να τους κρατάει το χέρι, να τους μιλάει, ήταν αυθόρμητες και αληθινές. «Είχε την ίδια ακριβώς συμπεριφορά όταν έκλεινε η κάμερα. Είναι απόλυτα αυθεντική», λέει. Τον Οκτώβριο της επόμενης χρονιάς, εν μέσω πανδημίας, το κόμμα –και η ίδια– σάρωσε στις εκλογές. Ηταν η πρώτη φορά στη Νέα Ζηλανδία που ένα κόμμα κατάφερνε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η ίδια είχε πάρει σκληρά μέτρα –για κάποιους ήταν δρακόντεια– και παρότι «η ομάδα της των 5 εκατομμυρίων πολιτών» ζούσε αποκομμένη από τον έξω κόσμο, όταν ήρθαν τα εμβόλια (και λίγο αργότερα οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας) άρχισε να δημιουργείται μια πόλωση και να της ασκείται αυστηρή κριτική.
«Τον τελευταίο χρόνο η κατάσταση ξέφυγε και η κριτική εναντίον της μετατράπηκε σε βιτριολικό μίσος, πρωτοφανές για τη χώρα», εξηγεί. Δεν ήταν μόνο στα σόσιαλ μίντια. Τουλάχιστον δύο φορές το αυτοκίνητό της έγινε αντικείμενο άγριας καταδίωξης. Εγιναν διαδηλώσεις εναντίον της που κατέληξαν σε βίαιες συμπλοκές με την αστυνομία. Η Αρντερν αναγκάστηκε να αυξήσει τα μέτρα ασφαλείας για την ίδια και την οικογένειά της. Η ίδια μπορεί να δηλώνει πως οι απειλές αυτές δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην παραίτησή της, προσθέτοντας πως δεν είχε άλλη ενέργεια για να κυβερνήσει, αλλά ο Μόντες δεν πείθεται. «Είναι λογικό να νιώθει εξουθενωμένη ακριβώς λόγω αυτών των απειλών. Δεν θα το παραδεχόταν όμως ποτέ για να μην τους δώσει δύναμη». Ο ίδιος θα τη θυμάται πάντα με εκτίμηση. Μια γυναίκα ισχυρή, με επιρροή, που κάποιοι δεν μπόρεσαν να τη δεχθούν για αυτό που είναι. «Για εμένα, άφησε ένα θετικό αποτύπωμα και ελπίζω η παραίτησή της να είναι ένα καμπανάκι για λίγη αυτοκριτική για τον τοξικό τρόπο με το οποίο πολλοί την αντιμετώπισαν», καταλήγει.