Στις 4 του μηνός η Κίρκη είχε γενέθλια. Με τα στοιχεία να προσδιορίζουν το προσδόκιμο επιβίωσης ενός μίνι Σνάουτσερ στα 12 με 14 χρόνια, η Κίρκη, γεννημένη το 2009, βρίσκεται ακριβώς στο στατιστικό άνω όριο. Βέβαια, η Κίρκη είναι πια μια γριούλα. Κινείται με δυσκολία, έχει αρθριτικά και πονάει σε κάθε άγαρμπο άγγιγμα, βλέπει σκιές, έχει χάσει πάνω από τα μισά της δόντια και τη διάθεση για οτιδήποτε δεν είναι άραγμα στον καναπέ και απαλά χάδια.
Όπως άλλαξε το σκυλί μέσα από τα χρόνια, έτσι αλλάξαμε κι εμείς συμπεριφορά απέναντί του. Να μη λέω ψέματα! Έτσι άλλαξα εγώ, θέλω να πω, γιατί τα κορίτσια της οικογένειας ήταν πάντοτε υποχείρια αυτής της χαριτωμένης φατσούλας που τις έκανε, κυριολεκτικά, ό,τι ήθελε. Εγώ ήμουν ο ναζί του σπιτιού, με τις εντολές και τις απαιτήσεις για πειθαρχία. Φτάνει όμως εκείνη η στιγμή στη ζωή του σκύλου σου (ή μήπως τη δική σου;) που όλα αυτά καθίστανται κάπως ασήματα. Και αντικαθίστανται από την ανάγκη για αγάπη σε αφθονία, για έναν πακτωλό τρυφερότητας σε όλες τις πιθανές μορφές της. Κι έτσι, καναπέδες και κρεβάτια περνάνε αυτόματα στη δικαιοδοσία της γιαγιάς του σπιτιού, γιατί η ζωή τελικά είναι πολύ μικρή για να κλείνει με απαγορεύσεις.
Αυτό είναι που με ενοχλούσε πάντα. Η βραχύτητα του βίου. «Των ζώων μας», θέλω να προσθέσω, αλλά ίσως αυτή να είναι μόνο μια αφορμή για ενδοσκόπηση. Έχω θάψει τέσσερα σκυλιά, όλα έζησαν καλά, όλα έζησαν πολύ –για τα βιολογικά τους σταθμά–, αλλά τελικά όλα έζησαν λίγο. Πολύ λίγο για έναν άνθρωπο που αντιλαμβάνεται το απατηλό πέρασμα του χρόνου ως άνθρωπος και όχι, δυστυχώς, όπως ο σκύλος. Κι αυτό αν υποθέσουμε ότι για τα ζώα που ενηλικιώνονται στα δύο και γερνάνε στα δέκα, ο χρόνος κυλάει με άλλους ρυθμούς, κάπως πιο ράθυμα, κάπως πιο νωχελικά, λίγο στο ρελαντί και χωρίς βιασύνες.
Γιατί υπάρχει και η άλλη εκδοχή. Που λέει ότι για τα σκυλιά ο χρόνος είναι ένα επαναλαμβανόμενο εικοσιτετράωρο, μια «μέρα της μαρμότας», όπως σε εκείνη τη σπουδαία αλληγορική ταινία του ’93 με τον Μπιλ Μάρεϊ. Εκεί όπου ξημερώνει ο Θεός τον κόσμο, ξυπνάνε γεμάτα ενέργεια, τρέχουν, παίζουν, κάνουν τις ζαβολιές τους, γλείφουν τη μούρη του αφεντικού, τρώνε με βουλιμία, πέφτουν για ύπνο και το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται την επομένη με μικρές διαφορές, τόσο αδιόρατες που δεν τους δίνουν σημασία, γιατί η ρουτίνα είναι ευλογημένο αγαθό για την ψυχή του σκύλου. Ώσπου μια μέρα, από αυτές που μοιάζουν ίδιες, τα πόδια τους δεν τους βαστάνε τόσο καλά, τα μάτια τους θολώνουν, η ανάσα τους κόβεται στα σκαλοπάτια και τότε απευθύνονται σε εσένα, γιατί εσύ είσαι ο θεός τους, με μια απορία που λέει: «Τι διάολο συνέβη από τη μία μέρα στην άλλη;». Και κυριολεκτούν· από τη μία μέρα στην άλλη.
Μόνο ένα φάρμακο υπάρχει γι’ αυτή την αδυναμία απάντησης σ’ αυτή την ερώτηση που καίει. Λέγεται αγάπη. Και είναι πάντα το καλύτερο καλωσόρισμα. Και το κράτιστο κατευόδιο.