Από την Jessica Bennett / The New York Times Company /Απόδοση: Γιώργος Τσίρος
© Collection Christophel/AFP/visualhellas.gr, Ron Galella, S. Granitz/WireImage, Dave Hogan/Hulton Archive, Vinnie Zuffante/Michael Ochs Archives/Getty Images/ideal image, Joel Ryan/Invision/AP
Κάθομαι απέναντι από την Πάμελα Άντερσον στο τραπέζι της κουζίνας του σπιτιού της και της λέω ότι έχω μια εφαρμογή στο τηλέφωνό μου που μπορεί να με κάνει να μοιάζω με την Πάμελα Άντερσον. «Τι;» αναφωνεί έκπληκτη και τα μπλε μάτια της ανοίγουν διάπλατα. «Τι είναι αυτό; Τι στο καλό κάνει;» Aνοίγω την εφαρμογή για να της δείξω. Η Άντερσον, 55 ετών σήμερα, φοράει ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας και κοιτάζει την οθόνη μου, όπου φαίνομαι μεταμορφωμένη σε μια δική της εκδοχή της δεκαετίας του ’90, με τα μαλλιά δεμένα ψηλά σε κότσο, τα φρύδια μια λεπτή γραμμούλα με μολύβι και τα χείλη φουσκωτά και τονισμένα.
«Αυτό είναι παρανοϊκό!» αναφωνεί. Όταν στρέφω την κάμερα προς το μέρος της, παραμερίζει για να φύγει από το πλάνο. «Δεν θα το κάνω αυτό στον εαυτό μου. Με τίποτα. Αρνούμαι!» Γελάει, αλλά το εννοεί. Δεν θέλει να μοιάζει στον εαυτό της όταν ήταν είκοσι και κάτι, ούτε να ξαναζήσει εκείνη την περίοδο της ζωής της. Ή τουλάχιστον δεν θέλει να το κάνει επειδή της το επιβάλλει κάποιος τρίτος.
Ο κόσμος το κατάλαβε αυτό πολύ καλά πέρυσι, όταν πληροφορήθηκε την αντίδρασή της στη σειρά Παμ και Τόμι, που δραματοποιεί την ιστορία της ζωής της έχοντας ως κέντρο βάρους τον γάμο της με τον Τόμι Λι, τον ντράμερ των Mötley Crüe και πατέρα των παιδιών της. Η σχέση τους είχε ξεκινήσει με μια «καυτή» ερωτική απόδραση τεσσάρων ημερών στην Κανκούν του Μεξικού και έναν γάμο εκεί, στην παραλία, με την ίδια να φοράει ένα μικροσκοπικό μπικίνι, και ουσιαστικά έληξε με τον Λι να οδηγείται στη φυλακή επειδή την είχε χτυπήσει ενώ εκείνη κρατούσε τον νεογέννητο γιο τους. Για την ακρίβεια, ο γάμος είχε αρχίσει να παίρνει τον κατήφορο όταν μια βιντεοταινία που έδειχνε, μεταξύ άλλων, το ζευγάρι να κάνει σεξ, εκλάπη από το χρηματοκιβώτιο του σπιτιού τους στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια και έγινε viral σε όλο τον κόσμο, πολύ πριν η λέξη μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο.
Αν έχετε μεγαλώσει μια συγκεκριμένη εποχή, ξέρετε σίγουρα για εκείνη τη βιντεοταινία. Μπορεί μάλιστα να την έχετε παρακολουθήσει. Εκατομμύρια αντίτυπά της σε κασέτες VHS τυλιγμένες με καφετί χαρτί ταχυδρομήθηκαν σε αρσενικούς αγοραστές κάθε ηλικίας ανά τον κόσμο, αποφέροντας στους διανομείς 77 εκατομμύρια δολάρια σε λιγότερο από 12 μήνες. Αυτό που μπορεί να μην ξέρατε, τουλάχιστον μέχρι να παρακολουθήσετε το Παμ και Τόμι, είναι ότι η κασέτα είχε όντως κλαπεί και ότι οι πρωταγωνιστές της είχαν προσφύγει ανεπιτυχώς στη Δικαιοσύνη για να τη σταματήσουν, παρά τις φήμες ότι οι ίδιοι βρίσκονταν πίσω από τη διαρροή για λόγους δημοσιότητας.
Παρεμπιπτόντως, δεν επρόκειτο περί σεξοταινίας, τουλάχιστον στην αρχική της μορφή. Ήταν ένα ιδιωτικό βίντεο διάρκειας 54 λεπτών που γυρίστηκε τους πρώτους μήνες της σχέσης τους και μόνο οκτώ λεπτά έδειχναν όντως σεξουαλικές πράξεις. Εκείνες οι σκηνές κόπηκαν και ράφτηκαν στις μονταζιέρες των πορνογράφων, χαρίζοντας στον Τόμι τη φήμη του «θεού του σεξ» και μετατρέποντας την Πάμελα σε στόχο χλευασμού.
Η σειρά Παμ και Τόμι υποτίθεται ότι θα αποκαθιστούσε την αλήθεια σε αυτό το ρετρό κεφάλαιο της σκανδαλοθηρίας και θα παρουσίαζε τι σημαίνει εκατομμύρια άνθρωποι να αποκτούν πρόσβαση στην κλειδαρότρυπα του πιο διάσημου συμβόλου του σεξ. Αλλά η κ. Άντερσον δεν επρόκειτο να παίξει αυτό το παιχνίδι. Όχι μόνο αρνήθηκε να παρακολουθήσει τη σειρά, αλλά όταν η πρωταγωνίστριά της, Λίλι Τζέιμς, την παρακάλεσε να επικοινωνήσουν με το που ανέλαβε τον ρόλο –γράφοντας μάλιστα σε μια ιδιόχειρη επιστολή ότι η μοναδική της επιδίωξη ήταν να την τιμήσει–, η κ. Άντερσον την αγνόησε. Ένα σκαναρισμένο αντίγραφο εκείνης της επιστολής παραμένει αδιάβαστο στα εισερχόμενα του email της.
Για την Πάμελα Άντερσον, το Παμ και Τόμι έμοιαζε σαν μία ακόμα απόπειρα εκμετάλλευσης, έστω και με την επίφαση μιας υπόσχεσης για κάποιου είδους εξιλέωση. «Ήταν ήδη αρκετά οδυνηρό την πρώτη φορά», μου λέει, κάνοντας μια παύση για να βγάλει ένα ταψί με ψητά λαχανικά από τον φούρνο. Μοιάζει αιθέρια όπως είναι ντυμένη στα λευκά, άβαφτη, με τις παντόφλες της και με φόντο ένα χιονισμένο τοπίο που φαίνεται από το παράθυρο. «Είναι μία από τις περιπτώσεις που σκέφτεσαι: “Αλήθεια τώρα; Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν ακόμα να βγάλουν κάτι απ’ αυτή την υπόθεση;”».
ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΚΑΘΕ ΣΤΡΕΪΤ ΑΝΔΡΑ
Ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο για την επίδραση της Πάμελα Άντερσον σε μια συγκεκριμένη εποχή της ποπ κουλτούρας, η οποία παρεμπιπτόντως είναι η εποχή που μεγάλωσα. Ήταν λες και η απόλυτη φαντασίωση κάθε στρέιτ άνδρα έπαιρνε σάρκα και οστά – ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας από μια μικρή πόλη του Καναδά, που μεταμορφώνεται σε σύμβολο της αμερικανικής διεγερτικής ερωτικής μυθολογίας. Ήταν ήδη μοντέλο του Playboy όταν ανέλαβε τον ρόλο της στο Baywatch, μια σειρά που είχε διακοπεί από το NBC από την πρώτη κιόλας σεζόν της.
Χάρη σε εκείνη, οι περιπέτειες μιας ομάδας ναυαγοσωστών επανήλθαν δριμύτερες και έγιναν το δημοφιλέστερο τηλεοπτικό πρόγραμμα στον κόσμο, με 1,1 δισ. τηλεθεατές την εβδομάδα, και η εικόνα της χυμώδους Πάμελα ως γαλανομάτικου, ξανθομάλλικου κοριτσιού της Καλιφόρνια να τρέχει σε αργή κίνηση με το ολόσωμο κατακόκκινο μαγιό, έγινε εξαγώγιμο προϊόν σε πάνω από 140 χώρες. Τρεις δεκαετίες μετά, πλαστικοί χειρουργοί ακόμα πίνουν νερό στο όνομα της γυναίκας που εγκαινίασε μια εποχή κατά την οποία θησαύρισαν. Η κ. Άντερσον υπήρξε προπομπός προγραμμάτων τύπου Girls Gone Wild, σέξι νεανίδων που ξεγύμνωναν τους κοιλιακούς τους και «νιαούριζαν» όπως η Πάρις Χίλτον και η Μπρίτνεϊ Σπιρς και ενός ολόκληρου πολιτιστικού ρεύματος που πρόβαλλε τη γυναικεία αντικειμενοποίηση ως ενδυνάμωση, αρκεί οι εκπρόσωποί του να έπειθαν τον εαυτό τους ότι ήταν εκείνες που διατηρούσαν τον έλεγχο.
To να περιγράφουμε σήμερα με τη λέξη «αντικειμενοποίηση» τον τρόπο που η Πάμελα Άντερσον αντιμετωπίστηκε τότε, δεν αρκεί για να περιγράψει την πραγματικότητα. Ανατρέχοντας στα αμέτρητα άρθρα που γράφονταν γι’ αυτήν επί σειρά ετών, μαθαίνει κανείς ότι «τα κεφάλια γύριζαν όταν έμπαινε στο δωμάτιο», ενώ οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν για να την περιγράψουν ήταν [Σ.τ.Μ.: σε ελεύθερη απόδοση στα ελληνικά] «κορμάρα», «σεξοβόμβα», «θεογκ…», «κόμματος», «βυζ…», «μωρό» και άλλες αντίστοιχες. Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει σε γυναικείο περιοδικό, είχε γραφτεί ότι «οι φακίδες της τραβούν το βλέμμα περισσότερο και από τα στήθη της». «Νιώθω φυσική έλξη προς την Πάμελα Άντερσον; Φυσικά», είχε γράψει ο Τσακ Κλόστερμαν, Αμερικανός συγγραφέας και κριτικός, στο μπεστ-σέλερ του Sex, Drugs and Cocoa Puffs, ένα κλασικό μανιφέστο της υποκουλτούρας. «Όσο όμως την κοιτάζω, συνειδητοποιώ ότι αυτό που βλέπω δεν είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο θα ήθελα να ξαπλώσω στο κρεβάτι. Αυτό που βλέπω είναι η Αμερική».
Αν όμως θέλεις να καταλάβεις πλήρως τον πολιτιστικό αντίκτυπο της Πάμελα Άντερσον, αρκεί να λες ότι γράφεις ένα άρθρο γι’ αυτήν. Από γυναίκες άκουσα ατάκες όπως «λιμοκτονούσα για να της μοιάσω», ενώ από άνδρες δέχθηκα ιδέες όπως «πρέπει να βγάλεις μια σέλφι γυμνόστηθη» ή «είσαι σίγουρη ότι δεν χρειάζεσαι βοηθό;». Για χρόνια, έλεγε η κ. Άντερσον σε συνεντεύξεις της, πίστευε ότι αυτό το «τροπάριο» θα είχε παλιώσει. Αλλά δεν πάλιωσε. Έχει την ικανότητα να μετατρέπει ενήλικες άνδρες σε εφηβικές, ξαναμμένες βερσιόν του εαυτού τους.
Κι έπειτα είναι ΕΚΕΙΝΗ η βιντεοταινία. Η βιντεοταινία που συνέβαλε στην κανονικοποίηση της διαδικτυακής πορνογραφίας και, κυριολεκτικά, στο να καταστεί το Ίντερνετ ένα δημοφιλές λαϊκό μέσο. Υπήρξε προπομπός της σεξοταινίας με διασημότητες, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, και τελικά συνέβαλε σε πολλούς από τους νόμους περί ιδιωτικότητας και εκδικητικού πορνό που θα δυσχέραιναν τη διακίνηση παρόμοιου υλικού στις μέρες μας. Όλα αυτά κατέστησαν την κ. Άντερσον μια τέλεια υποψήφια για το είδος της αφήγησης, υπό ένα νέο πρίσμα, που πρόσφερε η σειρά Παμ και Τόμι. Την αναθεώρηση που προσφέρουμε σήμερα σε τόσες και τόσες γυναίκες καθώς κοιτάζουμε πίσω στις τραγωδίες της ζωής τους με μια φρέσκια, πιο «φωτισμένη» ματιά.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι κάπως πατρονιστική αυτή η αντίληψη, ότι έπρεπε να μπει στη μέση ένα τηλεοπτικό σίριαλ για να αποκαταστήσει την αλήθεια για λογαριασμό της; Αν μη τι άλλο, είναι κάπως άγαρμπο. «Εννοώ ότι μάλλον αποτελώ περίπτωση μελέτης για κάθε φεμινίστρια», λέει η ίδια η κ. Άντερσον, η οποία, μια και το φέρνει η κουβέντα, θεωρεί τον εαυτό της φεμινίστρια. Αλλά δεν έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Δεν είναι κάπως παράξενο ότι κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν να επανεξετάσουν την περίπτωσή της, ενώ εκείνη είναι ακόμα εδώ;
«ΑΠΛΩΣ ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΜΠΛΟΚ»
Τα τελευταία χρόνια η Πάμελα Άντερσον επιχειρεί τη δική της προσωπική αναθεώρηση. Πούλησε το σπίτι της στο Μαλιμπού στη διάρκεια της πανδημίας και μετακόμισε πίσω στη μικρή της πόλη στη νήσο Βανκούβερ, σε μια δασώδη παραθαλάσσια έκταση που είχε αγοράσει από τη γιαγιά της πριν από 20 χρόνια. Με εξαίρεση μια εφήμερη σχέση με έναν εργάτη που δούλευε στο σπίτι της (μπορείτε να πληροφορηθείτε τα καθέκαστα διαβάζοντας τα ταμπλόιντ), λέει, δεν έχει υπάρξει μόνη για μεγαλύτερο διάστημα στη ζωή της.
Ήταν εδώ, σε ένα απλό σπίτι δίπλα σε εκείνο των γονιών της (η ίδια φρόντισε να μετακομίσουν κοντά της πέρυσι), με τα τρία σκυλιά της να γυρνοβολάνε στον κήπο, όπου άρχισε να γράφει την ιστορία της ζωής της. («Θες να κάνεις κάτι που θα σε φέρει πραγματικά σε δύσκολη θέση;», αστειεύτηκε την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε. «Γράψε ένα βιβλίο για τη ζωή σου και μετά φέρε τους γονείς σου να μείνουν δίπλα σου».)
Αρχικά, της είχε περάσει η ιδέα να ανεβάζει αποσπάσματα στην ιστοσελίδα της – της οποίας τον έλεγχο ανέκτησε μόλις πρόσφατα, έπειτα από χρόνια που διάφοροι μιμητές είχαν κάνει… κατάληψη και τη χρησιμοποιούσαν για να πουλάνε πλαστά αναμνηστικά και φθηνά Βιάγκρα. Έπειτα σκέφτηκε να τα γράψει όλα με το νι και με το σίγμα για τους γιους της, τον Μπράντον και τον Ντίλαν Λι, που είναι πια ενήλικοι και ζουν στο Λος Άντζελες. Τελικά, με την προτροπή του μεγαλύτερου, του Μπράντον, που είναι και ο ανεπίσημος θεματοφύλακας της κληρονομιάς της μάνας του («είμαι υπάλληλός του», αστειεύεται η ίδια), αποφάσισε να τα εκδώσει σε μορφή απομνημονευμάτων.
Το βιβλίο Με αγάπη, Πάμελα θα κυκλοφορήσει εντός των ημερών, ταυτόχρονα με ένα ντοκιμαντέρ του Νetflix όπου ο Μπράντον ήταν συμπαραγωγός και το οποίο αποτελεί κάτι σαν οπτικοακουστική συνοδεία.
Το βιβλίο είναι ένα μείγμα αφήγησης και ποίησης (ναι, η Πάμελα Άντερσον γράφει ποίηση), ένα χρονικό του βίου της «από αρχής μέχρι τέλους, από την πρώτη μου ανάμνηση μέχρι την τελευταία», που η ίδια ελπίζει, αν όχι να αποκαταστήσει τη δική της αλήθεια (είναι πολύ διστακτική στο να χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση), τουλάχιστον να τη βοηθήσει να εξηγήσει ποια είναι σε ένα κοινό που προ πολλού είχε αποφασίσει ότι την είχε καταλάβει.
ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ
Αν είχατε και εσείς την εντύπωση ότι η Πάμελα Άντερσον είχε παιδικά χρόνια τόσο φωτεινά όσο η πλούσια κόμη της, κάνετε λάθος. Μεγάλωσε στη φτώχεια, με έναν πατέρα βίαιο που η ίδια λέει ότι «μαλάκωσε» με τα χρόνια και με μια μητέρα που είχε αποπειραθεί να τον εγκαταλείψει κάμποσες φορές, αλλά πάντοτε επέστρεφε. Η παιδική της ηλικία γινόταν συχνά «αφόρητη», γράφει, και σημαδεμένη από την κακοποίηση: αποκαλύπτει ότι είχε πέσει θύμα μιας μπέιμπι σίτερ την οποία κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίσει, λέγοντάς της ότι ευχόταν να πεθάνει. Όχι πολύ καιρό μετά, έφτασε στα αυτιά της ότι το κορίτσι είχε σκοτωθεί σε τροχαίο δυστύχημα. Η Άντερσον αναφέρει στο βιβλίο ότι δεν τολμούσε να το πει στους γονείς της, επειδή θα νόμιζαν ότι «την είχα σκοτώσει εγώ, με τη μαγική μου σκέψη».
H πρώτη της σεξουαλική εμπειρία ήταν στην ηλικία των 13 με έναν άνδρα δέκα χρόνια μεγαλύτερό της, που τελικά τη βίασε. Είχε έναν φίλο στο γυμνάσιο που την είχε πετάξει έξω από το αμάξι εν κινήσει και άλλον έναν που άφησε τους φίλους του να την κακοποιήσουν σεξουαλικά σε κάποιο πίσω κάθισμα. «Δεν είχα πει τίποτα σε κανέναν», γράφει. «Το έκανα μπλοκ». Την ανακάλυψαν λίγο αφότου είχε εικοσαρίσει, στις εξέδρες ενός τοπικού αγώνα ποδοσφαίρου: η κάμερα κοινού πρόβαλε στη γιγαντοοθόνη του γηπέδου το φρέσκο πρόσωπο μιας όμορφης μελαχρινής που φορούσε μπλουζάκι της μπίρας Labatt’s και η εταιρεία την προσέλαβε αμέσως ως μοντέλο της. Το Playboy γρήγορα ακολούθησε: την ήθελε να ποζάρει γυμνή «εδώ και τώρα».
Αποφάσισε να το κάνει εν μέρει για να πάει κόντρα στον τότε αρραβωνιαστικό της, που της το απαγόρευσε. Ήταν ο ίδιος τύπος, γράφει, που κάποτε της είχε πει ότι «ήταν πολύ σεξουαλική για να εμπνέει εμπιστοσύνη», τη στιγμή που ο ίδιος είχε παράλληλη σχέση. Στην πρώτη της φωτογράφιση έκανε εμετό από τη νευρικότητα όταν μια μακιγιέζ άγγιξε το στήθος της. «Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι μια γυναίκα με άγγιξε εκεί, απλώς δεν μπορούσα», γράφει. Επρόκειτο να ποζάρει για πολλά ακόμα εξώφυλλα του περιοδικού, για την ακρίβεια περισσότερα από κάθε άλλο μοντέλο στην ιστορία του. Ένα από αυτά ήταν για το τελευταίο τεύχος με γυμνά, που εκδόθηκε το 2015. Σε αυτό δεν φορούσε τίποτε άλλο εκτός από ένα περιλαίμιο με τα γράμματα «SEX». Το ότι η Πάμελα Άντερσον, αυτό το υπερσεξουαλικό πλάσμα, είχε υποστεί σεξουαλικά τραύματα δεν είναι βεβαίως τυχαίο. Η ίδια γράφει ότι το να μάθει να βλέπει τον εαυτό της ως σεξουαλικό ήταν ο τρόπος της να ανακτήσει κάπως τον έλεγχο. «Ήταν επιλογή μου», αναφέρει για την απόφασή της να ποζάρει γυμνή. Από την άλλη πλευρά, «ήταν κάτι που έδωσε άλλοθι σε κάποιους ανθρώπους, δυστυχώς, να μη με σέβονται».
ΜΠΑΡΜΠΙ, ΚΟΛΑ, ΡΕΚΟΡ ΓΚΙΝΕΣ
Η διασημότητα που της χάρισε το Playboy οδήγησε στους πρώτους μικρούς ρόλους της, όπως αυτός της Λίζας της μαστόρισσας στην κωμική σειρά Home Improvement. Όμως το μεγάλο «μπαμ», που την καθιέρωσε ως εμβληματική περσόνα της ποπ κουλτούρας, ήρθε όταν υποδύθηκε τη ναυαγοσώστρια C. J. Parker στο Baywatch, μία από τις πιο προβεβλημένες σειρές στην ιστορία της τηλεόρασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις συμφωνίες για τη διεθνή διανομή σε διάφορες χώρες προέβλεπαν ρητά ότι η Πάμελα Άντερσον θα έπρεπε να εμφανίζεται σε κάθε επεισόδιο. Σύντομα ακολούθησαν και τα προϊόντα – από την κούκλα Baywatch Barbie μέχρι το αναψυκτικό Pammy-Cola. Το πρόσωπό της και το σώμα της φιγουράριζαν σε ανταλλάξιμες κάρτες, σε προπληρωμένες τηλεκάρτες, σε αυτοκόλλητα και φουσκωτά στρώματα πισίνας. «Έρχονταν άνθρωποι και μου έλεγαν ότι εύχονταν να μπορούσαν να με εμφιαλώσουν και να με πουλάνε», μου λέει. «Λες κι ήμουν προϊόν».
Ακόμα και πριν από τη σεξοταινία, το όνομά της ήταν από τα πρώτα σε αναζητήσεις στο Ίντερνετ. Το 2000, το Βιβλίο Γκίνες των Ρεκόρ τής απένειμε τον τίτλο της σταρ με τα περισσότερα downloads όλων των εποχών και της έστειλε, όπως μου λέει, και μια αναμνηστική πλακέτα.
Από οικονομικής άποψης πάντως, οι καρποί που έδρεψε από όλα αυτά τα «παρακλάδια» της καριέρας της ήταν μάλλον πενιχροί. Την περίοδο που διαπραγματευόταν το συμβόλαιό της με τους παραγωγούς του Baywatch, λέει, δεν είχε ούτε μάνατζερ ούτε νομική εκπροσώπηση. Όροι όπως «διεθνής διανομή», «εμπορική εκμετάλλευση» και «δικαιώματα» της έμοιαζαν ξένοι και φυσικά δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευτεί. «Ήμουν ένα κοριτσάκι από τον Καναδά που είχε έρθει εδώ και έτρεχε σε μια παραλία. Πώς να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να βγάλω λεφτά απ’ αυτό;»
Με σεξοταινία ή χωρίς, δεν υπήρξαν έκτοτε πολλές διαφορετικές παραλλαγές της «φίρμας» Πάμελα Άντερσον. Είχε παίξει ένα «μωρό» που μαστορεύει και μετά ένα «μωρό» στην παραλία. Συνέχισε παίζοντας ένα «μωρό» που κυνηγά επικηρυγμένους (Barb Wire), ένα «μωρό» που το περνάνε για σωματοφύλακα (V.I.P.), ένα «μωρό» που δουλεύει σε ένα βιβλιοπωλείο (Stacked), ένα από τα δύο ξανθά «μωρά» σε μια ταινία υπό τον τίτλο Blonde and Blonder και ένα «μωρό» που υποδύεται τον εαυτό της και γίνεται η αμερικανική ψύχωση ενός δημοσιογράφου από το Καζακστάν ονόματι Borat.
Όχι πως δεν έπαιζε και η ίδια το παιχνίδι, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου. Γδύθηκε στο Saturday Night Live για να ξεπεράσει το τρακ της σκηνής, σφράγισε το κορμί της σαν να ήταν σφάγιο για χάρη της φιλοζωικής οργάνωσης PETA, έγινε καρτούν για ενήλικες στη βραχύβια σειρά Stripperella που είχε επινοήσει ο θρύλος της Marvel, Σταν Λι, για μια υπερηρωίδα που μπορούσε να κόψει γυαλί με τις θηλές της (εκείνος ήθελε ο χαρακτήρας να εμφανίζεται και γυμνός, εκείνη αρνήθηκε). «Τα στήθη μου κάνουν καριέρα», είχε αστειευτεί κάποτε μιλώντας στο περιοδικό Esquire. «Εγώ απλώς ακολουθώ».
Φυσικά και υπάρχουν πράγματα που θα έκανε αλλιώς αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω. Κατ’ αρχάς είναι τα στήθη, τα οποία πρώτα μεγάλωσε με πλαστική, μετά μίκρυνε και μετά ξαναμεγάλωσε – «ένας φαύλος κύκλος», γράφει. Έπειτα οι διάφοροι γάμοι, με άνδρες που «προοδευτικά γίνονταν όλο και χειρότεροι», οι κακές επιλογές καριέρας (ριάλιτι σόου), οι ακόμα χειρότερες αποφάσεις για τα οικονομικά της (συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου χρέους στην εφορία), που με τη σειρά τους οδήγησαν σε ακόμα χειρότερες επιλογές καριέρας (Dancing With the Stars). Αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι μετανιώνει. «Υποθέτω ότι όλη αυτή η ιστορία με το “σύμβολο του σεξ” είναι μέρος τού τι πιστεύει ο κόσμος για μένα», λέει. «Και δεν προσπαθώ να το αλλάξω». Για την Πάμελα Άντερσον, αν κάποιος πρόκειται να πει την ιστορία της ζωής της εν έτει 2023, θα είναι η ίδια.
«ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΔΕΣΠΟΣΥΝΗ ΕΝ ΚΙΝΔΥΝΩ»
Υπήρχε μια συγκεκριμένη «ρουτίνα» συμπεριφοράς που περιμέναμε από γυναίκες που βιοπορίζονταν, πλήρως ή εν μέρει, από την ομορφιά τους τη δεκαετία του ’90 (ή ίσως και να το περιμέναμε πάντα από τα σύμβολα του σεξ). Περιμέναμε ότι θα μπορούσαμε να μιλάμε για το σώμα τους μπροστά τους και εκείνες να μην παρεξηγούνται. Είχαμε την προσδοκία ότι θα ενσάρκωναν την τελειότητα, αλλά τις αποστρεφόμασταν όταν γίνονταν ένα άπιαστο ιδεώδες. Περιμέναμε να έχουν υψηλότερες φιλοδοξίες, αλλά τις χλευάζαμε με την παραμικρή ένδειξη ότι θα κατάφερναν να τις εκπληρώσουν.
Η Πάμελα Άντερσον, ως επί το πλείστον, υπήρξε επιδέξια σ’ αυτόν τον «χορό»: Yπήρξε ευγνώμων για όσα της χάρισε η ζωή, ευτυχής για την ευκαιρία, διαχειρίστηκε με ταπεινότητα το μερίδιο δόξας της – ακόμα κι αν δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα «να δείξει πραγματικά τι μπορούσε να πετύχει», όπως λέει. Τώρα όμως η χορογραφία που ορίζει το κοινό έχει αλλάξει και άλλα περιμένουμε, συχνά και από τις ίδιες αυτές γυναίκες. Αν συγκαταλέγονται σε εκείνες που στο παρελθόν αντιμετωπίστηκαν ιδιαίτερα σκληρά –θες επειδή κυκλοφόρησε μια σεξοταινία τους ή προκάλεσαν τα χρηστά ήθη, θες επειδή είχαν μια ερωτική σχέση ή πήραν μια υπερβολική δόση–, τους προσφέρουμε την εξιλέωση, με τίμημα να ξαναζήσουν τη δοκιμασία τους ξανά. Και αυτόν τον χορό η Πάμελα Άντερσον δεν θέλει να τον χορέψει.
Αφηγείται την ιστορία της, ναι, και η ιστορία αυτή μπορεί και να επιβεβαιώνει πολλά από όσα υπέθετε ο κόσμος γι’ αυτήν. Αλλά στα χρόνια που μεσολάβησαν μετά τη διαρροή εκείνης της βιντεοταινίας, η πρωταγωνίστριά της δεν κατέρρευσε. Μεγάλωσε δύο γιους, που είναι σήμερα οι πιο πιστοί υποστηρικτές της. Σχεδίασε μια σειρά αξεσουάρ από φυτικές πρώτες ύλες. Εξέδωσε μια σειρά από νουβέλες και συνυπέγραψε ένα βιβλίο με συμβουλές για σχέσεις. Διετέλεσε παραγωγός σε ένα ντοκιμαντέρ για το κρέας, ξεκίνησε ένα ίδρυμα και έγινε κάτι σαν μούσα των τεχνών.
Μόλις πέρυσι έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ, στο μιούζικαλ Σικάγο, στον ρόλο μιας παρεξηγημένης πλανεύτρας, της Ρόξι Χαρτ – έναν χαρακτήρα με τον οποίο, όπως λέει, ένιωσε μια ιδιαίτερη συγγένεια. Η ερμηνεία της απέσπασε ανέλπιστα θετικά σχόλια. Αλλά αυτό είναι το θέμα με τη «ρετσινιά» της χαζής ξανθιάς, επισημαίνει πικρόχολα: «Το μόνο που μπορώ είναι να εκπλήσσω τον κόσμο». Για χρόνια, προσθέτει, απέρριπτε προτάσεις να συμμετάσχει σε πρότζεκτ για τη ζωή της, αμφιβάλλοντας για το πόσοι ενδιαφέρονταν για την περίπτωσή της, ικανοποιημένη από τη θέση της στη μαζική κουλτούρα και απρόθυμη να την αλλάξει. Δεν αποζητούσε ούτε την επικύρωση ούτε την επιβεβαίωση και ούτε την ένοιαζε ιδιαίτερα η υστεροφημία της. Αλλά το βιβλίο, λέει, ξύπνησε κάτι βαθύτερο μέσα της. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή της που είχε τον απόλυτο έλεγχο μέχρι και τις τελικές διορθώσεις, τις οποίες επέμενε να περάσει στο κείμενο μόνη της, και η απώλεια αυτού του ελέγχου ήταν αδιαπραγμάτευτη. «Ήταν αλήθεια ζήτημα ζωής και θανάτου», λέει. «Ένιωθα την ανάγκη να πω την ιστορία μου. Και πραγματικά δεν μπορούσα να επιτρέψω σε κανέναν άλλο να το κάνει».
Μερικές φορές ξεχνάμε, αναφερόμενοι στην έννοια της μεσολάβησης, ότι έχει εξίσου να κάνει με τις ιστορίες που οι ίδιοι αφηγούμαστε, όσο και με τις πράξεις μας. Δεν αφορά απλώς το τι μας συνέβη. Αφορά τον ρόλο που πιστεύουμε ότι παίξαμε στο τι συνέβη. Είναι η διαφορά ανάμεσα στο να ποζάρεις για το Playboy και σε μια κλεμμένη σεξοταινία. Είναι ο λόγος που το να ακούς κάποιον άλλο να αφηγείται την ιστορία της ζωής σου μπορεί να σου φέρνει αναγούλα, ενώ όταν την αφηγείσαι εσύ, με τα δικά σου λόγια, είναι ζήτημα επιβίωσης.
Στο τρέιλερ για το ντοκιμαντέρ Pamela, a Love Story, η Άντερσον και ο γιος της Μπράντον παρουσιάζουν, μέσα από μια συρραφή σύντομων σκηνών, πώς εκείνη έπεσε θύμα εκμετάλλευσης, έχασε τον έλεγχο της εικόνας της και έπρεπε να χτίσει μια καριέρα από τα κομμάτια που είχαν περισσέψει. Αλλά στο τέλος η εντύπωση που μένει είναι μιας γυναίκας που τα αψηφά όλα. «Δεν είμαι μια δεσποσύνη εν κινδύνω», λέει σε κάποιο σημείο, και μετά υπαινίσσεται ότι θα δώσει όλες τις συνεντεύξεις γυμνή. Ο τόνος της, όπως πάντα, είναι χαλαρός και γοητευτικός, αλλά το μήνυμα είναι σαφές: περάσατε χρόνια παρατηρώντας με ενώ σας έτρεχαν τα σάλια, υποβιβάζοντάς με σε ατάκα ενός αστείου. Μην τολμήσετε να νιώσετε καλύτερα με τον εαυτό σας, επειδή τώρα πάτε να με σώσετε.
Το βιβλίο Love, Pamela αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 31/01, ενώ την ίδια μέρα κυκλοφορεί και το Pamela, a love story από το Netflix. Δείτε το τρέιλερ: