Ξύπνησα ξημερώματα. Η πλατεία γλιστράει κάτω από τα πόδια μου. Η πόλη είναι άδεια και αποπνικτική. Από παντού το ορμητικό παρελθόν εκβάλλει σε ένα ασάλευτο παρόν. Η υγρασία σε πλακώνει και κάνει τα γόνατά σου να λυγίζουν. Λεπτό το λεπτό μαλακώνει η αίσθησις, συνηθίζεις. Τραβάω κατά το Καπάνι. Από δω ξεκινώ τη βόλτα μου στην πόλη, μια βόλτα déjà vu: Οι ταπεινές αγορές των πόλεων μέρος της πιο βαθιάς, της πιο ουσιαστικής ζωής τους.
Χταπόδια, σκάροι, ζαβογαρίδες και οι γκαρίδες των ψαρομανάβηδων. Οι λειτουργοί μιας πόλης είναι οι εργάτες της. Σε κάθε πόλη αυτοί είναι η ραχοκοκαλιά της, ακοίμητοι φρουροί της μυστικής ζωής, αμείλικτοι φορείς της αληθινής της ταυτότητας. Τίποτα που δεν εγκρίνουν, που δεν χωνεύουν οι κανονικοί άνθρωποι δεν θα αφήσει αποτύπωμα βαθύ. Το ουζερί του Μήτσου είναι κλειστό. Αγοράζω ελιές, καρβουνάκια για το θυμιατό, μοσχοθυμίαμα αγιορείτικο και μια πεταλούδα πάνω σε ρόδα που ανοιγοκλείνει τα φτερά της, για τη Μαρία. Θα τα ξεχάσω σε λίγο σε ένα καφενείο. Περπατάω παρέα με τον Πεντζίκη. Η Βόρεια Ελλάδα «μοιάζει στον χάρτη να επικάθεται σαν πνεύμα ή τόνος, ψιλή ή περισπωμένη, επί του υπολοίπου ελλαδικού σώματος», λέει.
Βγαίνω από το Καπάνι και βολοδέρνω στην πόλη. Στα γεμάτα κτερίσματα μπουλβάρ της εισπνέεις το βαρύ άρωμα της παλιάς ζωής. Εδώ, πρωί βράδυ, η ιστορία αιωρείται σαν υγρή σκόνη. Γύρω, παντού, κόγχες φαντασμάτων.
Διαβάστε τη συνέχεια στο gastronomos.gr