Αρκετοί τον κατατάσσουν στους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αιώνα. Του αποδίδεται, από κοινού με τον Αντι Γουόρχολ, η εδραίωση της ποπ αρτ. Οι επικριτές του ωστόσο επισημαίνουν ότι πολλοί πίνακές του αντιγράφουν έργα κάποιων λιγότερο διάσημων δημιουργών κόμικς από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Και ενώ ο ίδιος ο Ρόι Λίχτενσταϊν (1923-1997) δεν είχε βέβαια αρνηθεί το γεγονός ότι αξιοποιούσε στη δουλειά του την ένατη τέχνη, ένα νέο ντοκιμαντέρ υποστηρίζει ότι το έκανε με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό, που δεν περιγράφονται με ευφημισμούς όπως «ενσωμάτωση», «ειρωνική ιδιοποίηση» ή «εξύψωση».
«Λέγεται κλοπή. Δούλεψα σαν το σκυλί για εκείνη τη ρημάδα τη σελίδα και αυτός ο τύπος έβγαλε 20 εκατομμύρια δολάρια με τη βοήθειά της. Αν δεν ήταν τραγικό, θα ήταν κωμικό», λέει ο Αμερικανός κομίστας Χάι Αϊσμαν στο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Whaam! Blam! Roy Lichtenstein and the Art of Appropriation», που είναι διαθέσιμο στις πλατφόρμες Amazon Prime, Apple TV και Vimeo.
Εχοντας εργαστεί για 75 χρόνια στις εκδόσεις, ο 96χρονος σήμερα Αϊσμαν αναφέρεται σε ένα πάνελ που σχεδίασε το 1963 για το κόμικ «Private Secretary» και το οποίο απεικόνιζε μια γελαστή νεαρή γυναίκα, με μισόκλειστα μάτια και με τα χέρια της να υποδηλώνουν ενθουσιασμό. Η εικόνα, διαφοροποιημένη ελαφρώς ως προς τα χρώματα, τα περιγράμματα και τα μαλλιά της κοπέλας, παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά από τον Ρόι Λίχτενσταϊν, σαν πίνακας. «Είχα πληρωθεί ελάχιστα για τη σελίδα, περίπου 4 δολάρια», έλεγε ο Αϊσμαν στον Observer. «Εκείνος κατάφερε να τη μετατρέψει σε πίνακα και να βγάλει εκατομμύρια».
Ο Αϊσμαν έμαθε πρόσφατα για όλα αυτά. Ενημερώθηκε σχετικά από τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ, Τζέιμς Χάσεϊ, και σύμφωνα με τον τελευταίο, σοκαρίστηκε. Δεν είναι βέβαιο ότι αν γνώριζε, θα μπορούσε να είχε διεκδικήσει κάτι εκείνη την εποχή. Ο ομότεχνός του Ρας Χιθ (1926-2018), γνωστός για τις πολεμικές ιστορίες του στην DC Comics, είχε δηλώσει κάποτε ότι δεν γινόταν να κινηθεί νομικά εναντίον του Λίχτενσταϊν, γιατί οι δημιουργίες του ανήκαν στην εταιρεία που τις δημοσίευε και που δεν ήθελε να ασχοληθεί με το ζήτημα. Δύο πάνελ του Χιθ, που απεικονίζουν αερομαχίες και δημοσιεύθηκαν στη σειρά «All-American Men of War» το 1962, έγιναν επίσης πίνακες του Λίχτενσταϊν – εκείνος με τίτλο «Whaam!» είναι από τους πιο γνωστούς του.
Παρόμοιες κατηγορίες έχουν ακουστεί για τον Αντι Γουόρχολ και σε μία περίπτωση για τον Τζεφ Κουνς.
Αντιδράσεις σχεδιαστών
Στο παρελθόν, παρόμοιες κατηγορίες έχουν ακουστεί για τον Αντι Γουόρχολ και σε μία περίπτωση για τον Τζεφ Κουνς. Μεγάλα ονόματα των κόμικς, όπως ο σχεδιαστής των αριστουργηματικών «Watchmen», Ντέιβ Γκίμπονς, και ο δημιουργός του πολυβραβευμένου «Maus», Αρτ Σπίγκελμαν, έχουν επίσης καταφερθεί εναντίον των καλλιτεχνικών πρακτικών του Λίχτενσταϊν. Ενας συλλέκτης, ο Ντέιβιντ Μπαρσάλου, ξεκίνησε τη δεκαετία του 2000 το διαδικτυακό πρότζεκτ «Deconstructing Roy Lichtenstein», όπου καταγράφονται όλες οι σχετικές περιπτώσεις και οι οποίες πλησιάζουν τις τριακόσιες – η παρουσία του Μπαρσάλου είναι έντονη στο ντοκιμαντέρ.
Ο σκηνοθέτης Τζέιμς Χάσεϊ πάντως ενσωματώνει στην ταινία και τον αντίλογο. Οχι μόνο εκείνον του ιστορικού τέχνης Νέιθαν Ντιούν, που διακρίνει την τέχνη σε υψηλή και μαζική, υποστηρίζοντας ότι οι θιγμένοι κομίστες ήταν έτσι κι αλλιώς απλοί «σχεδιαστές», αλλά και τον λιγότερο ελιτίστικο, όπως του καθηγητή Μπράντφορντ Κόλινς: «Δεν είναι λογοκλοπή, αλλά οικειοποίηση», λέει ο Κόλινς. «Στη λογοκλοπή κλέβεις το έργο κάποιου και το χρησιμοποιείς για τον ίδιο σκοπό. Αν ο Λίχτενσταϊν δημιουργούσε κόμικς, θα ήταν κλοπή. Αλλά η οικειοποίηση σημαίνει ότι παίρνεις κάτι και το επαναχρησιμοποιείς για διαφορετικό σκοπό».
Σύμφωνα επίσης με δηλώσεις του Χάσεϊ στο Artnet News, στόχος του ντοκιμαντέρ δεν είναι να εκθέσει τον Λίχτενσταϊν στην cancel culture. Οπως υποστηρίζεται, η καλλιτεχνική οικειοποίηση έχει ηθικές, νομικές αλλά και ανθρώπινες πτυχές· στόχος του ντοκιμαντέρ λοιπόν είναι να «τονώσει το σχετικό ντιμπέιτ».