Η ιστορία του κονιάκ αρχίζει στα μέσα του 16ου αιώνα. Τα χρόνια εκείνα, η μικρή γαλλική πόλη Κονιάκ ήταν κέντρο εμπορίου αλατιού και κρασιού. Οι Ολλανδοί έμποροι -σημαντική δύναμη στην Ευρώπη τότε- αναζητούσαν ενισχυμένα κρασιά, ώστε, αναμειγνύοντάς τα με τα πολυκαιρισμένα νερά που έπιναν στα πλοία κατά τη διάρκεια των μεγάλων ταξιδιών τους, να τα κάνουν πόσιμα. Ζήτησαν λοιπόν από τους οινοπαραγωγούς του Κονιάκ να φτιάξουν ένα brandywijn, vin brulle, δηλαδή «καμένο κρασί», όπως ονόμαζαν τότε οι Σκανδιναβοί τα προϊόντα απόσταξης. Ετσι, όχι μόνο προέκυψε μια καινούργια λέξη, το μπράντι, αλλά και το κονιάκ γύρισε μια νέα σελίδα στην ιστορία του.
Στις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίζεται η διαδικασία της δεύτερης απόσταξης. Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι η μακρά παραμονή του αποστάγματος στα βαρέλια στη διάρκεια των θαλάσσιων ταξιδιών επηρεάζει θετικά τη γεύση και την υφή του, επιτρέποντας την κατανάλωσή του χωρίς την προσθήκη νερού. Τον 18ο αιώνα οργανώνεται σιγά-σιγά το εμπόριο του κονιάκ -που στο μεταξύ έχει αρχίσει να διαδίδεται και να γίνεται δημοφιλές και εκτός Γαλλίας- για να φτάσουμε στον 19ο αιώνα, όταν δεκάδες οίκοι δημιουργούνται και εμφιαλώνουν το απόσταγμα (δεν το πωλούν πλέον με τα βαρέλια), ενώ ο αμπελώνας φτάνει τις 280.000 εκτάρια.
Η φυλλοξήρα που πλήττει, όμως, το 1875 την περιοχή προκαλεί τεράστιες καταστροφές, με αποτέλεσμα το 1893 να έχουν διασωθεί μόνο 40.000 εκτάρια αμπελιών. Η αποκαρδιωτική εικόνα αρχίζει να αναστρέφεται τον 20ό αιώνα, όταν οι γηγενείς ποικιλίες μπολιάζονται με ανθεκτικά στην ασθένεια αμερικανικά υποκείμενα. Με τον τρόπο αυτό, κάποιες παραδοσιακές ποικιλίες (όπως η Colombard και η Folle Blanche) μπαίνουν σταδιακά στο περιθώριο, αφήνοντας όλο και περισσότερο χώρο στην ανθεκτική Ugni Blanc, που σήμερα καλύπτει το 90% του αμπελώνα στο Κονιάκ.
Έτσι, φτάνουμε στο 1936, όταν το κονιάκ αναγνωρίζεται ως προϊόν με Ονομασία Προελεύσεως Ελεγχόμενη (Appellation d’ Origine Controlee – AOC). Αυτό σημαίνει ότι, για να πάρει ένα απόσταγμα αυτό το όνομα, πρέπει να προέρχεται από συγκεκριμένες περιοχές και να ακολουθούνται με αυστηρότητα οι κανόνες τόσο της αμπελοκαλλιέργειας όσο και της παραγωγής του προϊόντος. Οτιδήποτε δεν πληροί αυτές τις προϋποθέσεις ονομάζεται μπράντι.